Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

24/2/13

Φως και σκιά


«άδειασα.. κι ήθελα τόσο πολύ να νομίζω ακόμη..» .. μονολόγησε…
Μία μία οι ψευδαισθήσεις της γκρεμιστήκανε, Σουλιώτισσες με τα μωρά τους αγκαλιά:  «Πίστη, Ελπίδα, Όνειρο…»  Κι έμεινε, εκείνη,   βράχος ένδοξος και γυμνός, μετερίζι  ουρανού και γης..  χωρίς ωστόσο τίποτα να προσμένει. 
Στην άκρη του βράχου ένα παιδικό παιχνίδι, πεσμένο δίπλα σε νιογέννητη μαργαρίτα..  Κοίταζε με αφέλεια τον  ήλιο, κι ο ήλιος της χαμογελούσε, όπως αν ήτανε οποιαδήποτε μέρα. Πόσο σκληρό αλήθεια, να χαμογελά έτσι ο ήλιος, η γη να γυρίζει και το φεγγάρι ανάμεσα τους να συνεχίζει να περιφέρεται, πομποδέκτης ελπίδων και προσευχών. Ωστόσο  αυτή δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα…  αν κι ίσως θα έπρεπε… να είναι στη συνείδησή της μια απόλυτα συνηθισμένη μέρα. Παρόλα αυτά, αν βάλει κανείς στη σειρά πολλές συνηθισμένες μέρες, μπορεί να φτάσει σε μια εντελώς παράξενη μέρα.
Εκείνη την σημαδιακή μέρα, σηκώθηκε όπως κάθε πρωί.. πήγε στη δουλειά.. χαιρέτισε γνωστούς ανθρώπους στο δρόμο.. γύρισε σπίτι.. μαγείρεψε για την οικογένεια.. ασχολήθηκε κάπως με τις δουλειές του σπιτιού και το παιδί..  Έκανε όλα όσα χρειαζότανε να κάνει..   κανείς δεν κατάλαβε την αλλαγή μέσα της. Πως , εκείνη, ήτανε πλέον μια άλλη…  Όλη αυτή η κίνηση την βοήθησε να μη σκέφτεται.. να μη νιώθει…  Μα έπειτα ήρθε κάποια στιγμή που γύρω της όλα χάθηκαν, ο καθένας στο συνηθισμένο πόστο του.. Ο άντρας στη τηλεόραση, το παιδί στα παραμύθια του… κι έμεινε μόνη.  « Σσσς!» .. πρόσταζε σιγανά την καρδιά.. « Μην κλαις… έτσι είναι ο κόσμος. Άδικος. Διαφορετικός…. Είμαι διαφορετική… κι ο κόσμος δε μου μοιάζει… Πόσο θα ήθελα να αγαπήσω…  κι αληθινά ν ‘ αγαπηθώ» …
Σε μια άλλη εποχή, θα έδινε λύση μεταμορφώνοντάς την σε δέντρο, λουλούδι, πουλί, κάποιος θεός…  Κι ίσως ακόμα καλύτερα,  νιώθοντας πόσο διαφορετικός ο χτύπος της καρδιάς της, να την λάτρευε  ως αθάνατη  κι ας γεννήθηκε θνητή…  Μα σ’ αυτό τον κόσμο με τις τόσες κραυγές ολόγυρα.. ποιος ν’ ακούσει; .. ποιος ν’ ακούσει, και μάλιστα τη σιωπή; «Σώπασε καρδιά μου!..»  πρόσταζε.. Κι η καρδιά της χτυπούσε, αργά, αθόρυβα… σήμαντρο σκοτεινό, σα νά’  ταν ολάκερο ραγισμένο.. μη σπάσει! Κανείς Θεός δεν υπήρξε να την λατρέψει ως  Θεά, έστω Γυναίκα…  Μήτε Θεός, μήτε  θνητός…  Μοναχά σκιές πολύχρωμες… που στο τέλος απομένανε μόνο σκιές…  ένα απέραντο γκρίζο πέπλο, που πάνω του θα μπορούσε να βαδίσει όλη της την περασμένη ζωή.  Στεκότανε πίσω από το ανοιχτό παράθυρο, κοιτώντας πέρα από το τζάμι τον απέραντο κόσμο, που προοπτικά, τελείωνε στον τοίχο  και τα παράθυρα του απέναντι κτιρίου.. Αυτό όμως δε στάθηκε αρκετό για να περιορίσει το βλέμμα της. Κοιτούσε πέρα από τοίχους, πέρα από παράθυρα… Τόσο μακριά που ήταν σα να κοιτούσε βαθιά μέσα της… κι εκεί, στο βάθος του ορίζοντα, έβλεπε ένα απέραντο τίποτα, που μέσα του χώραγε και περίσσευε κιόλας, ο κόσμος της. Πα να πει, ολόκληρος ο κόσμος. Κι αφού ολόκληρος ο κόσμος χώραγε στο Τίποτα,  γεννήθηκε στην αδιάφορη και ταραγμένη ψυχή της ένα θεμελιώδες ερώτημα: «ποια η διαφορά του εδώ Τίποτα, με το Τίποτα της Σελήνης;» …. Κι άρχισε να φαντάζεται, το γκρίζο πέπλο της ζωής της ως κρεμαστή γέφυρα… ανάμεσα σ’  εκείνη και τη Σελήνη…. Δε λαχταρούσε τίποτα πιο πολύ από το να θάψει τα βήματά της, μέσα σε ένα μακρινό, έρημο κι ήσυχο «Τίποτα» , από όπου δε θα έβλεπε παρά σα μακρινά αστέρια όλες αυτές τις πολύχρωμες σκιές που αυγατίζανε το γκρίζο της ζωής της… Κι από αυτή την αδιάφορη απόσταση, ίσως να μην ήτανε πλέον αναγκαίο να προστάζει τη καρδιά της να χτυπά σιγανά… Γιατί κι αν ακόμα σπάσει, δε θα το καταλάβει κανείς. Αγνοώντας την κοσμογονική δύναμη που κρύβει μέσα της η φαντασία…  κι η λαχτάρα…. ξαφνιάστηκε λοιπόν, όσο δεν πάει, όταν, κάποια στιγμή ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρά της, διαπίστωσε πως, δεν ήταν πια στη γη…  Η γη με όλα της τα φώτα αναμμένα,  βρισκότανε απέναντί της.. όπως πρωτύτερα η Σελήνη, στην οποία δίχως άλλο, βρισκότανε….  Δε την άκουγε πλέον κανείς και κανένα δεν άκουγε . Μέσα σε όλη αυτή την πανέμορφη ερημιά, η καρδιά της ακουγότανε παραφωνία θλιβερή. Μα καθώς δεν είχε λόγο, να μη χτυπά πια δυνατά.. η παραφωνία κράτησε μόνο λίγο…. Η ραγισμένη καρδιά χτύπαγε όλο και πιο δυνατά, μέχρι που έσπασε… και σκόρπισαν τα κομμάτια της ανάμεσα στ’ άστρα…  Μερικά από αυτά, γλίστρησαν προς τη γη,  πήραν μάλιστα φωτιά καθώς μπαίνανε στην ατμόσφαιρά της..  Μια θλιμμένη, ξεχασμένη να κοιτά στο Τίποτα ψυχή,  σαστισμένη από το αναπάντεχο θέαμα, έστρεψε τα μάτια της πάνω τους…  Κι έκανε, άθελά της μία ευχή.. Μια καινούργια ευχή, δεμένη σε ένα όνειρο…  γεννημένο όπως το άστρο που μόλις είδε… από ένα Τίποτα… 
«Πόσο κοντά είναι η ζωή και ο θάνατος» , είπε ένας δαίμονας σε έναν άγγελο που γνώριζε από τα παλιά.. Ένα βλέμμα αρκεί να αλλάξει τον κόσμο..» Καθόντουσαν στην  άκρη ενός έρημου βράχου… Ο δαίμονας κρατούσε στα χέρια του ένα παιδικό παιχνίδι…  και κοίταγε στο κενό. Κι ο άγγελος, κοιτώντας τη μικρή μαργαρίτα, όπως άνοιγε τα διψασμένα για φως πέταλά της  σαν μικρός ήλιος, χαμογέλασε. «Το ύψος είναι το βάθος.. και το βάθος το ύψος» , είπε στο δαίμονα..  «ανάλογα από ποια πλευρά το κοιτάς…»
«Θέλω να μαδήσω την μαργαρίτα που κοιτάς» , είπε ο δαίμονας.
« μάδησέ την αν θες» αποκρίθηκε ο άγγελος.. « το μόνο που θα σου πει, είναι αυτό που πάντα ξέρουμε.. Πως τίποτα δε τελειώνει αληθινά, η ζωή συνεχίζεται, και πίσω από την πιο μεγάλη σιωπή, ή το πιο λαμπρό φως…  Η απουσία ή η παρουσία.. όλα φανερώνουν πόσο Μεγάλη κι απέραντη  η Δύναμη της Αγάπης» ...
Για λίγο ο δαίμονας στάθηκε ασάλευτος.. όπως αν είχε να βαδίσει κι αυτός το δικό του, απέραντο, γκρίζο πέπλο. Έπειτα, αδιαφορώντας για το λουλούδι, σηκώθηκε και  με μια γρήγορη κίνηση  χάθηκε στη σκιά που γεννούσε το φως…   κι ο άγγελος,  σβήστηκε κι αυτός με τη σειρά του, μέσα στο φως…  

18/2/13

Αγκαλιά

Σιωπηλά τα λόγια… μια άχνα μόνο, μα όσα να πει είχε τα είπε….  Κι αν δε τα είπε με φωνή εκείνος άκουσε. Και πως βαστά η καρδιά της, και πως λυγάνε σαν καλαμιές τα όνειρά της, θαρρείς  να σπάσουν, μ’ αντέχουν.  Φύσαγε ο άνεμος κι η ψυχή της γυμνή και μόνη. Ξαπλωμένη στο πάτωμα κοιτούσε σα να ήτανε τρύπιο ταβάνι  κι ουρανός.. κοιτούσε πέρα απ’ όλα … και  το βλέμμα της βυθιζότανε στο πουθενά. Εκεί ζούσε, εκεί τραγουδούσε, χόρευε, πενθούσε..  στο πουθενά…
Πως σκοτεινιάσανε τα άστρα στη πνοή της.. κι ο ήλιος να σβηστεί κόντεψε, άλλη μέρα μη ξημερώσει..  Οδυνηρό το πρόσωπό της να κοιτά στο καθρέφτη..  τα χέρια της να κοιτά…  να θυμάται….  «Πόση διαφορά» σκεφτότανε, «έχει από εμένα ένα φάντασμα…  πόση..» … Κι ερχότανε τότε, σα φως στο  σκοτάδι , φως ανθεκτικότερο από τον ήλιο και τον ουρανό, μία μικρή λεξούλα, κι άρχιζε πάλι,  πριν σωπάσει κι η άχνα…  η καρδιά της ξανά να χτυπά…. Μια τόση δα λεξούλα, δισύλλαβη: «Μαμά!» … Ένας επίγειος άγγελος, που σαν την σκέπαζε μες τις δυο μικρές κι ωστόσο απέραντες φτερούγες του, σταμάταγε ο πόνος κι η τρέλα, το ταβάνι γύριζε πάλι στη θέση του, ο ήλιος το αποφάσιζε να ξημερώσει άλλη μια μέρα… κι ένας μικρός παράδεισος, στα δυο μικρά χέρια ανάμεσα, της χαριζότανε…
Μελίσσι ο κόσμος… γεμάτος άνθη, τη ζωή και τη καταστροφή να περιμένεις σε κάθε στιγμή.  Γεμάτος αγωνία και φόβο… Μα πόσο ωραία τα’ άνθη της ελπίδας! … Τι όμορφο ουράνιο τόξο η Αγάπη… 
Εκείνος  φοβότανε τα τόξα…  τα τόξα των φρυδιών, των γεφυριών.. τα τόξα που σχηματίζουν μια κομψή γυναικεία μέση,  ή ακόμα την ελλειπτική καμπύλη της Σελήνης..  Πιο πολύ από όλα, φοβότανε το τόξο του έρωτα. Πόσους έσυραν  στο χαμό τα φαρμακωμένα βέλη…  πόσοι ξέχασαν αιμορραγώντας ψυχή, ποιοι είναι και που πάνε...  Που καλύτερα γι’ αυτούς  να συναντούσανε  το δήμιο  της ζωής, παρά έτσι δίχως ταυτότητα να περιφέρονται βασανισμένοι… 
Την άκουγε να περιφέρεται από δωμάτιο σε δωμάτιο, να σωπαίνει.. να σωπαίνει.. όλο πιο πολύ να σωπαίνει μη κραυγάσει…  Ύστερα είδε τα μάτια της, μια στιγμή μόνο, όσο σταθήκανε σαστισμένα στο καθρέφτη…  με τόση απελπισία κι οίκτο, να κοιτάνε  έναν άγνωστο…  Με τόσο τρόμο.. που άκουσε πίσω από την πλάτη του ένα μικρό παιδί να τρεχοβολά  μακριά…  σχεδόν κλαίγοντας…. Μη θέλοντας να αναγνωρίσει στον εαυτό του τα μάτια της.  Και τότε, άκουσε, είδε, ένιωσε, μέσα από την παγωμένη άχνα της… σε μια στιγμή μέσα,  τη ζωή της..
Είχε συνηθίσει να περιφέρεται ανάμεσα στους ανθρώπους, πότε σκιά πότε φως… να μαθαίνει από αυτούς τι θα πει ύπαρξη.. Μα ποτέ πριν δεν είχε ξανά αισθανθεί τόσο βαθιά μια δική τους ιστορία.  Περισσότερο τον συγκλόνισε πως μέσα στα μάτια της  είδε τον ίδιο. Κάτι που όσο καιρό θυμάται να περιφέρεται στη γη,  δεν  ξανασυνέβη. Είχε δει πολλά… Πολέμους, αυτοκτονίες, εγκλήματα…  περιφρόνηση, μίσος, αγάπη… πάθος.  Μα όχι μάτια τόσο γνώριμα.  Τα γόνατά του λυγίσανε καθώς το παιδί πίσω του έτρεξε μακριά..  σα να έφευγε η ψυχή του.. Μια γνώση άδικη ήρθε και πίκρανε το στόμα του… Δε θυμότανε πως είχε στόμα…  δε θυμότανε πως είχε ψυχή… ούτε πως κάποτε κυλούσε κόκκινο αίμα  μέσα του…  Ύστερα κατάλαβε…  Βγήκε από το καθρέφτη κι άρχισε να ακολουθεί τη γυναίκα βήμα βήμα...  Μια κόλαση τον τύλιξε καθώς θυμήθηκε… Πως δεν είναι άλλος,  από την αιώνια ψυχή της…  Άλλος από ένα μικρό παιδί… που ξέχασε μέσα στις ευθύνες που φορτώνει η ζωή τους ανθρώπους, τα πρέπει, και την αυταπάρνηση, να είναι παιδί…  Ένα παιδί που έγινε μάνα…  κι απόκτησε ένα άλλο παιδί.  Μα όσο κι αν προσπάθησε, δε κατάφερε να την κάνει να τον κοιτάξει στα μάτια… «Αντέχω γιατί έχω μια καρδιά που χτυπά για μένα, από τον παράδεισο»,  έλεγε η γυναίκα, κι έκλεινε δακρυσμένη τα μάτια και χαμογελούσε…  «Αντέχω γιατί αγαπώ έναν άγγελο…» …  Και μέσα στα μικρά του χέρια, αγκάλιαζε τον παράδεισο…  Κι η ψυχή της τότε κοιμόταν γαλήνια… σαν ένα περιστέρι στα χέρια του Θεού!
Μα άλλες στιγμές,  άψυχο λες το κορμί της,  αφηνότανε στην μοναξιά, το κρύο και την απελπισία…  Κι ένα μικρό παιδί άλλο, ερχότανε τότε, και την αγκάλιαζε… Ένα μικρό αόρατο παιδί,  με τόση αγάπη, τόση λαχτάρα, που μέσα από τη βροχή που τύφλωνε τα μάτια της, μέσα από την βοή του παγωμένου αέρα, εκείνο, κατάφερνε να κάνει την καρδιά της να χτυπά…  με μια βουβή υπόσχεση. Υπόσχεση Αγγέλου. Πως θα σμίξουνε πάλι τα βλέμματά τους, κι εκείνη, σαν μικρή μπαλαρίνα, κορμί και ψυχή μαζί, παιδί, θα χορέψει στη χαίτη του ανέμου, κι ο άνεμος, σαν υπάκουο άτι, θα κάνει τον κόσμο μια υπέροχη βόλτα… Πως πέρα από όλα τα δάκρυά της, υπάρχει ένα ουράνιο τόξο γεννημένο για εκείνη. Μια γέφυρα που ενώνει γη κι ουρανό, τον πόνο των ανθρώπων με τον παράδεισο…  Τον παράδεισο που κρύβεται σε κάθε ανθρώπινη καρδιά, σα θυμηθεί..  πως είναι παιδί…  Κι είναι αυτό το μόνο αληθινό μέσα στα τόσα του κόσμου μας ψέματα…  Πως ο παράδεισος κρύβεται στην Αγάπη.  Στο να αγαπάμε τους άλλους, να αγαπάμε και μας…  Κι ολόγυρα ίσως να είναι κόλαση ο κόσμος… μα μέσα στην αγκαλιά της αγάπης, ο παράδεισος...

15/2/13

Χρόνος & Αγάπη

Αφήνω το κλειδί να πέσει…
Ο χρόνος  ξεκλείδωτος να μπεις…
Να μη χάσεις τη στιγμή….
Και καθώς θα βυθίζεσαι
Πανσέληνος στα κύματά μου,
Λεύτερη η αγάπη να φτερουγίσει
Καρδιά μου.
Κάθε κορμί μια φτερούγα
Το σώμα μας ουρανός…
Που γεννά Άστρα…
Και το Αιώνιο…
Θαρρώ, στα μάτια σου γεννιούνται
Και στα δικά μου σαν σε κοιτώ.
Εβένινο πέπλο που τυλίγει την ψυχή μου
Ψυχή μου,
Τρυφερά, μη ματώσει
από φθόνο Θεών… η Ευτυχία….

Κι έμεινα εκεί

Τρυφερά νοτίζει την μαργαρίτα
η σκέψη σου..
Θαμπώνει τα μάτια η χαρά
από μνήμες όμορφες, αλλοτινού καιρού..
"Πότε σε είχα και πότε σε έχασα;"

Καίγεται η ψυχή μου και το τζάμι
κρύβει από τα μάτια μου
την απουσία σου.
Μια μωβ μαργαρίτα
έχει τις ρίζες της στην καρδιά μου..
Πάντα εδώ και πάντα αλλού...
Μες την ζωή κι έξω από την ζωή.

Κι έμεινα εκεί...
στον απόηχο της Ύπαρξής σου
να ονειρεύομαι ένα τζάμι αναμεσά μας.
"Θα το σπάσω", όλο λέω στον εαυτό μου
"Ένα τζάμι είναι μόνο..
κι η απόσταση θα εκμηδενιστεί"

κι έμεινα εκεί...
να ελπίζω απέλπιδα κοντά σου...
"ένα τζάμι είναι μόνο"..
Και να κοιτώ την μωβ μαργαρίτα μου,
τόσο όμορφα ν ανθίζει στο φως
που πάντα πίστευα
πως της το φέρνει η αγάπη μου
για Εκείνη..

10/2/13

Σοκολάτα

«Φύγε!» της είπε…  «και μη τολμήσεις να γυρίσεις πίσω ξανά.  Θα σε χτυπήσω!»…  Και της έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα …  Ο κρότος ακούστηκε ανακουφιστικά στα αυτιά της…   Από τα μάτια της κυλάγανε δάκρυα, οι αντοχές της την είχανε εγκαταλείψει.. θα είχε πέσει στα γόνατα,  ανήμπορη να πάει  οπουδήποτε,  μα η ψυχή της  τη  βάσταξε… «Πρέπει να φύγεις, να φύγεις γρήγορα, ΤΩΡΑ» ούρλιαζε μέσα της μια φωνή.. «ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ!.. Έπρεπε να κάνει γρήγορα, προτού  η πόρτα ανοίξει πάλι…  Στηριζότανε με δυσκολία, μα κατέβαινε όσο μπορούσε πιο γρήγορα τα σκαλοπάτια..  Άνοιξε την πόρτα εισόδου και βρέθηκε στο δρόμο.. Δε σταμάτησε.. συνέχισε να κινείται.. να χαθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε σε κάποιο σοκάκι, να χάσει τα ίχνη της.. να μη τη βρει…  Έχασε το χρόνο καθώς περπατούσε,  τα πόδια της πονέσανε.. ήταν ο πρώτος σωματικός πόνος που επέτρεψε  να την αγγίξει… Και τότε συνειδητοποίησε πως  ήταν ξυπόλητη…  Μα ευτυχώς μακριά του, κι αυτή τη φορά δε χρειάστηκε να πάει σε κάποιο νοσοκομείο..  Στήριξε την πλάτη της στον τοίχο.. κι άφησε τα πόδια της να λυγίσουνε… Έκρυψε το πρόσωπό της στα γόνατά της κι άρχισε να κλαίει σα μωρό… Σπαρταρούσε το στήθος της…  μα ήτανε ζωντανή…
Την πρώτη φορά που τη χτύπησε, της ζητούσε γονατιστός συγνώμη..  της έλεγε πως δε θα ξανασυμβεί ποτέ… μα τις επόμενες ούτε που ζήτησε συγνώμη. Καθώς διάβαζε τον τρόμο στα μάτια της, ένιωθε όλο πιο ισχυρός, κυρίαρχος στην  θέλησή  της..  Η  σιωπή της, εκλαμβανόταν ως υποταγή.  Ένιωθε όπως  αν δάμαζε  άγριο θηρίο. Κάθε φορά γινότανε όλο πιο βίαιος και αδίσταχτος.  Είχε το  χάρισμα, να διαλέγει τους λάθος ανθρώπους στη ζωή της…  Το φταίξιμο το έριχνε στον εαυτό της. Πίστευε, πως με κάποιον μυστήριο τρόπο, προκαλεί η ίδια όλα αυτά τα άσχημα στη ζωή της.. Πως δεν έχει μια καλύτερη ζωή επειδή δε της αξίζει..  Όταν τον γνώρισε, έλπιζε πως θα ξέφευγε από την κακιά της μοίρα.. 
   
Η μάνα της μελαγχόλησε κάποτε τόσο πολύ, που ο γιατρός απαγόρευσε στον πατέρα της να της κάνει κι άλλο παιδί..  Φοβούμενος τα χειρότερα. Εκείνος της έκανε ακόμα δυο παιδιά, τελευταία ήταν η Λυδία.. Κι η μάνα της, κατέληξε στο φρενοκομείο. Ο πατέρας της  μοίρασε τότε τα παιδιά δεξιά κι αριστερά σε συγγενείς.. πέντε παιδιά ήτανε… κι άρχισε μια έκλυτη ζωή. Η ίδια μεγάλωσε ως τα έντεκα με μια θεία της. Μα η θεία της αρρώστησε, κι ο πατέρας της που συζούσε πια με μια γυναίκα, αναγκάστηκε να την πάρει πίσω στο σπίτι.. Όμως όχι ακριβώς μέσα στο σπίτι, αλλά σε ένα παράσπιτο δίπλα από το σπίτι, μια αποθήκη. Η συμβία του δε την ήθελε στα πόδια της.. Έτσι, όταν τον γνώρισε στην εργασία της και της ζήτησε να παντρευτούνε,  πίστεψε πως θα άφηνε πίσω της μια καταραμένη ζωή. Είχε καταλάβει πόσο την ζήλευε, μα τότε θεωρούσε την ζήλια του έρωτα…  Πού να φανταζότανε, πόσο επικίνδυνος ήτανε ο συνδυασμός της ζήλιας του και του πιοτού. «Σε μάζεψα» της έλεγε «από το δρόμο», υπονοώντας την κακή οικογενειακή της κατάσταση…  Και τα μάτια του μικραίνανε από περιφρόνηση και μίσος..
 Δεν είχε πού να πάει, να μιλήσει, να κρυφτεί… Όταν, εδώ και τέσσερα χρόνια την παντρεύτηκε, τη σταμάτησε από τη δουλειά και φρόντισε να την απομονώσει κι από δυο φίλες που είχε τότε ακόμη…  Δεν είχε λεφτά, δεν είχε τίποτα.. ούτε καν παπούτσι.. Όμως, ό,τι  και να γινότανε πίσω δε γύριζε.  Όχι από απόφαση να αλλάξει τη ζωή της, αλλά από το φόβο πως θα τη σκοτώσει..  Ο ίδιος φόβος την έκανε να προφασίζεται δικαιολογίες  για να καλύπτει μελανιές στο πρόσωπό της…  να μη μάθει κανείς τίποτα…
Μια μέρα είχανε επισκέπτες… φίλους δικούς του…  Είχε ετοιμάσει μεζέδες και γλυκό  να τους ευχαριστήσει.. «Χρυσοχέρα  η γυναίκα σου», του είπε ο  ένας.. Και βάλθηκε τότε αυτός να την κατηγορεί…  Που κάνει το ένα έτσι το άλλο αλλιώς… εκείνη δε μίλαγε…. Όμως, ο φίλος ο δικός του γύρισε και του είπε «δε κάνεις καλά που μιλάς έτσι για την γυναίκα σου μπροστά μας.. Τη μειώνεις και δεν είναι σωστό».. Λύσσαξε μέσα του… μα εκείνη την ώρα δεν είπε τίποτα. Όμως, όταν φύγανε, ξέσπασε… Την έβρισε με τα πιο χυδαία λόγια…  και τη χτύπησε τόσο που έκανε δυο εβδομάδες να βγει από το σπίτι..  Από ντροπή . Κι από φόβο…
 
   Ο κόσμος πήγαινε κι ερχότανε.. Ήταν αόρατη από όλους… κι ο κόσμος αόρατος από τα μάτια της… Σε μια εποχή όπου οι άστεγοι γίνανε συνηθισμένη εικόνα, πιο πολύ θα στεκότανε το βλέμμα των περαστικών σε ένα αδέσποτο παρά σε εκείνη.  Τώρα έτρεμε κι από το κρύο…   Ήταν λίγο μετά το σούρουπο,  τα φώτα όλα είχανε ανάψει.  Είχε κλάψει αρκετά, τα μαγουλά της στεγνώσανε.. Σήκωσε το κεφάλι και για πρώτη φορά αναρωτήθηκε σοβαρά που να πάει..  Τα πόδια της πονάγανε όλο και πιο πολύ..  Πήρε να τα τρίβει να τα ζεστάνει…   Πόσο μακριά θα κατάφερνε να φτάσει χωρίς παπούτσια , χωρίς λεφτά.. και το κυριότερο, για πού;
«Συγνώμη, μπορώ να περάσω να μπω σπίτι μου;» Η φωνή την έκανε να δει πέρα από τις σκέψεις της.  Ήτανε μια γυναίκα, περίπου στη δική της ηλικία, μα τόσο περιποιημένη και όμορφη, χωρίς να φορά τίποτα το φανταχτερό…  Η γυναίκα φάνηκε να την κοιτά με προσοχή. 
«Συγνώμη», ψέλλισε και κίνησε  να σηκωθεί…  μα δε τα κατάφερε… βαριά θολούρα την τύλιξε κι ένιωσε να γλιστρά πάλι….  Άκουγε από μακριά την φωνή της γυναίκας να την ρωτά αν είναι καλά…  Προσπάθησε να γνέψει, από συνήθεια, «ναι»…  Ύστερα  σκοτεινιάσανε όλα.

    Όταν άνοιξε τα μάτια της, βρισκότανε σε ένα μικρό δωμάτιο, τα πόδια της τα ένιωσε ζεστά, και για μια στιγμή νόμιζε πως ήταν ένα μικρό κοριτσάκι… Όπως τότε που ζούσε μαζί με τη θεία της… κι όπου νά’ ναι θ’ ακούσει τη φωνή της…  Κάποιος της έτριψε τρυφερά το χέρι…  έστρεψε το κεφάλι κι είδε πλάι της την άγνωστη γυναίκα..   Πήγε κάτι να πει, μα εκείνη τη σταμάτησε… «ξεκουράσου.. λιποθύμησες.. είσαι καλύτερα;»
«Ναι ευχαριστώ!»  θέλησε να πει, μα δε βγήκε φωνή από το στόμα..  μόνο δάκρυσε, χαμογέλασε, κι έγνεψε το κεφάλι…  Μια στιγμή αργότερα, η φωνή της επέστρεψε.. «ευχαριστώ.. θα φύγω σύντομα».
«Υπάρχει κάπου που θες να  πας, κάποιος να ειδοποιήσω;»
«Ὀχι, όχι κανένα!.. είμαι καλά.. θα φύγω σε λίγο»
«Ξυπόλητη; ..»
«…..»
«Με λένε Μαρία»
«Λυδία»
«Λοιπόν Λυδία, δεν είμαι χαζή… ξέρω…  τα σημάδια στο πρόσωπό σου, μου είπανε πολλά…  Δεν ξέρω τι συνέβη, ποιος στα έκανε, αλλά το γεγονός πως δε θέλεις να ειδοποιήσω κανένα με κάνει να πιστεύω πως είναι κάποιος που γνωρίζεις καλά. Καμιά γυναίκα, ότι κι αν έχει κάνει δεν αξίζει κάτι τέτοιο.. καμιά!...  Ο άντρας σου;..»
«…..»
«Γι αυτό και δε φοράς και παπούτσια σωστά;»
Πόσο ήθελε ν’ ανοίξει η γη να  την καταπιεί… μα πόσο…. Τα μάγουλά της γίνανε κατακόκκινα από ντροπή…  Ήθελε να της πει, πως, όμως δε συμβαίνει αυτό στον καθένα.. και πως έχει αυτή τη μοίρα γιατί αυτή της αξίζει.. ήθελε να το πει, γιατί μισούσε τον εαυτό της όπως τον κατάντησε, μισούσε τη ζωή της, το παρελθόν , το παρόν, ακόμα και το μέλλον της που στέρεψε από όνειρα… Δεν είπε τίποτα… Μόνο ανοίξανε πάλι οι κρήνες των ματιών της…  Αχ αυτά τα μάτια της! Τα τόσο όμορφα.. Που προκαλούσανε την ζήλια…. Φταίνε.. φταίνε και τα μάτια της…. Όλα πάνω της φταίνε…  «Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα»…  Ίσως πληρώνει παλιό χρέος … Μα η γυναίκα την κοίταξε τόσο συμπονετικά…
«Θα φτιάξω μια ζεστή σοκολάτα να πιεις…  σα φίλες…  ναι;»
«Σε ευχαριστώ τόσο πολύ!.. συγνώμη για την αναστάτωση.. ειλικρινά συγνώμη»
«Αν θες να με ευχαριστήσεις αληθινά, μη ξαναπείς ούτε ευχαριστώ ούτε συγνώμη…  Πίστεψέ με, μπορώ να γνωρίζω περισσότερα απ’ όσα νομίζεις…»

   Η σοκολάτα άχνιζε, και το άρωμά της την έκανε να αισθανθεί πολύ καλύτερα! Στην πρώτη γουλιά μάλιστα, αισθάνθηκε τόση γλυκύτητα μέσα της, σαν όσα είχανε συμβεί να αφορούσανε κάποια άλλη  ζωή της, κι όχι αυτήν…. Σαν όλα να  είχανε συμβεί μέσα σε παραμύθι.  
«Έχω βάλει μέλι μέσα …»….
«Μέλι!…   Έτσι  έφτιαχνε τη σοκολάτα η θεία μου!» Οι κόρες των ματιών της μεγάλωσαν, επέστρεψε  ο νους της σ΄ εκείνα τα χρόνια….
«Ξύπνα Λυδία, θα αργήσεις στο σχολείο»
«άσε με να κοιμηθώ λίγο ακόμα, εσύ που με αγαπάς!.. πέντε λεπτά ακόμα.. δε θα αργήσω Αμέσως θα ετοιμαστώ…»
 «Σου ετοίμασα  γάλα με κακάο .. και μέλι! Που σ’ αρέσει!»
Τι δε θα έδινε να γύρναγε πίσω ο χρόνος.. Όλη της την ζωή.. για μια μέρα μόνο… μια μέρα με την αγαπημένη της θεία… κι ένα τέτοιο γλυκό  ξύπνημα!.. Τι όμορφο κήπο που είχανε, γεμάτο ρόδα και βερικοκιές..  Τα πουλιά αρχίζανε το κελάηδημα στις πρώτες αχτίδες του ήλιου…  Και κάνανε ελαφριά τα σκεπάσματα... που με  το άρωμα της σοκολάτας γινόντουσαν πανάλαφρα.. Η σοκολάτα ήτανε το κλειδί.. Στην στιγμή τα σκεπάσματα τιναζόντουσαν στον αέρα, το άρωμα της αξέχαστο….  Έτσι και τώρα, όλη αυτή η τρυφερότητα, επέστρεψε μέσα της…  με άρωμα και γεύση σοκολάτας! Η Μαρία έβλεπε στα μάτια της το εσωτερικό της ταξίδι… Την άφησε να απολαύσει και την τελευταία γουλιά..  Και πριν επιστρέψει ακόμα ο νους της στο παρόν, της έπιασε το χέρι και της είπε.. «υπάρχει κάτι Λυδία μου, που θέλω να δεις…» και τραβώντας την ελαφρά, τη σήκωσε από το τραπέζι…  Την ακολούθησε σέρνοντας απαλά τις παντόφλες που τις έδωσε, μέχρι ένα δωμάτιο άλλο…  «Κοίτα γύρω σου καλή μου..»
Κι η Λυδία έστρεψε το βλέμμα της δεξιά κι αριστερά και τα μάτια της ανοίξανε διάπλατα…
Όλοι οι τοίχοι ήτανε ζωγραφισμένοι  από παιδικό χέρι…  Δεξιά από το παράθυρο, υπήρχε ένα άδειο κλουβί… με μια ανοιχτή πόρτα.  Το ξεχώρισε από την αρχή και πλησίασε κοντά του…  Κοίταξε την Μαρία άρχισε αυθόρμητα να της διηγείται κάτι, από τα μικράτα της..
«Κάποτε πιάσαμε μια Καρδερίνα…  ποτέ δεν ηρέμησε… Χτυπιότανε πάνω στα κάγκελα θέλοντας να φύγει.. ώσπου, ένα πρωί την βρήκαμε νεκρή..  Η θεία πρότεινε να μου βρει άλλο πουλί… μα εγώ έκλαιγα για το πουλί που πέθανε στο κλουβί του, και της είπα πως δε θέλω άλλο πουλί… Μόνο εκείνο που πέθανε.. να το αφήσω λεύτερο να φύγει…  Μια μέρα στο σχολείο, ο δάσκαλος μας έβαλε να ζωγραφίσουμε ένα κλουβί με ένα πουλί. Εγώ το ζωγράφισα άδειο.. το πουλί πέταξε, του είπα…  Νόμιζα θα με τιμωρήσει.. μα εκείνος γέλασε και είπε καλύτερα, τα πουλιά δεν γεννηθήκανε να ζούνε στα κλουβιά..»
«Ούτε στους ανθρώπους, ούτε σε κανένα ζωντανό πλάσμα δεν αξίζει να ζει σε κλουβί»,  πρόσθεσε στα λόγια της η Μαρία.
«Ποιος ζει εδώ;»
«Ζούσε εδώ μια ψυχή, που το έσκασε από το κλουβί της…. Για να βρεθεί σε ένα λεύτερο κόσμο…  που είναι τρυφερός με εκείνους που αισθάνονται και είναι παιδιά..  Τριγυρνούσε σα σκιά ανάμεσα στους ανθρώπους της. Και ξέρεις γιατί;  Επειδή δε την αγαπήσανε… Σου είπα γνωρίζω…  Ζωγράφιζε στους τοίχους της εικόνες ελευθερίας.. και μια μέρα πέταξε.. δε βρήκανε άλλο από ένα άδειο κλουβί…»
«Μακάρι, να μπορούσα να πετάξω, να είχα και γω φτερά»…
«Όλοι καρδούλα μου έχουνε φτερά.. όλοι! .. Άνοιξε σε παρακαλώ το παράθυρο…  και κοίτα!»
Κι η Λυδία άνοιξε το παράθυρο, κι ένας ήλιο λαμπρός, χρυσαφένιος, έλουσε το δωμάτιο φως από άκρη σε άκρη…. Τόσο φως, που η μορφή της Μαρίας θάμπωσε στα μάτια της…
«Λυδία μου, είναι η σωστή ώρα να πετάξεις… Άνοιξε τα φτερά σου και πέτα…. Ο ήλιος που λάμπει, είναι ο ήλιος της ψυχής σου… Είναι η Αγάπη που έχεις μέσα σου… Η αγάπη που δε μπορεί να σβηστεί από κανένα σκοτάδι… Άσε με να σε πάρω αγκαλιά…. Να πετάξουμε μαζί πάνω από όλα τα ψέματα των ανθρώπων… Πέρα από κάθε κακία και σκοτάδι!»
Κι η Λυδία, βουρκωμένη από ευτυχία αυτή την φορά, την αγκάλιασε με εμπιστοσύνη, κι ανάλαφρα, χαθήκανε κι οι δυο τους στο φως…

      Τα πόδια της πρησμένα από το κρύο.. βάσταγε αγκαλιά τους ώμους της.. και χαμογελούσε… Μα το πάλλευκο πρόσωπό της  πρόδιδε πως ήταν νεκρή.. Στην αρχή την περάσανε για κάποια άστεγη, μα αργότερα έγινε η ταυτοποίηση…  Όλοι κατάλαβαν τι είχε συμβεί, η γειτονιά της ήταν σιωπηλή μα γνώριζε τι τραβούσε η Λυδία από τον άντρα της…  Οι συζητήσεις δίνανε και παίρνανε για την ατυχία των γυναικών της οικογένειας, που όπως η μάνα της που πέθανε στο φρενοκομείο , έτσι κι η Λυδία τώρα, πλήρωνε το τίμημα ενός ατυχούς γάμου.  Πέθανε εκεί στο δρόμο, από εσωτερική αιμορραγία..  Την αστυνομία κάλεσε η ιδιοκτήτρια του σπιτιού στην είσοδο της οποίας, βρέθηκε νεκρή το πρωί. Παρέλειψε ωστόσο να πει, πως την είχε βρει εκεί  από χτες το βράδυ,  και  πέρασε σχεδόν από πάνω της για να ξεκλειδώσει την πόρτα του σπιτιού της. Αυτό που ωστόσο παρέμεινε  το μεγάλο μυστήριο, είναι γιατί μια γυναίκα σε αυτή την κατάσταση, κι ενώ πεθαίνει μέσα στο κρύο..  να χαμογελάει με τόση γλυκύτητα…. Όπως  ευτυχισμένη παιδούλα!

9/2/13

Πένα το χάδι


Θα ζητούν οι ανάσες του χρόνου ανάσα,
θα ματώνει σα Δύση η μνήμη συχνά,
κι ανάσα δε θα βρίσκει ο χρόνος στο λόγο.
Καθώς αυτός καθαγιασμένος
απ' της αγάπης τα ιερά μυστήρια
καταλύει την ένοια χρόνος και σκοπό.
Μέσα στην  απόλυτη πληρότητα
της Καρδιά σου!

Αγνοώ τα σύννεφα της βροχής
καθώς περνάνε και χάνονται
στο άεναο κυκλικό ταξίδι τους
από την λάσπη στους ουρανούς...
Θα ξεδιψώ την ψυχή μου
στα υγρά σου μάτια, Ψυχή μου.
Μελάνι στη γραφή σου, το αίμα μου..
Πένα το χάδι .. και το φιλί!


Παραμύθι μισό



Η ιστορία αυτή δεν μοιάζει με καμία άλλη ιστορία.. ο λόγος είναι πιο απλός από ότι μπορεί κανείς να φανταστεί…  Επειδή καμιά άλλη, δεν έμοιαζε στην αγαπημένη του..  Την ιστορία μου διηγήθηκε ο ίδιος, ένα βράδυ σκοτεινότερο  απ’  όλα τα βράδια της ζωής του μαζί. Και ήταν απόλυτα σαφής ως προς αυτό: «η ιστορία που θ’ ακούσεις δεν μοιάζει με καμιά άλλη ιστορία, γιατί εκείνη, υπήρξε μοναδική.. Πιο μοναδική από τον κόσμο ολόκληρο. Πιο σπουδαία από κάθε Θεό, πιο αληθινή από την ζωή, ακόμα κι από τον Θάνατο»
Στεκόταν θυμάμαι με την πλάτη κυρτωμένη καθώς άρχιζε να διηγείται, μία  άναστρη νύχτα του Φλεβάρη, που το κρύο ήταν τόσο που έκανε την άχνα του να φτάνει παγωμένος αέρας στο πρόσωπό μου. Το κορμί του έτοιμο να καταρρεύσει.. ήθελε να τα πει όλα, να μείνω μάρτυρας…  Δεν ξέρω γιατί με διάλεξε.. Μπορεί  επειδή υπήρξα ο τελευταίος άνθρωπος που βρέθηκε κοντά του εκείνη την ώρα.. ίσως, επειδή ήταν ανάγκη πλέον  να μιλήσει….
Θα έπαιρνα όρκο πως πίσω του στεκότανε ολόκληρη στρατιά αγγέλων…. Άοπλοι, ματωμένοι, παραδομένοι στην πυρά των θνητών, ασάλευτοι …  Όσο μιλούσε η μορφή τους  γινότανε  φλόγα.. Λίγο πριν πάψει, είχε απομείνει μόνο καπνός, που σκόρπισε  στις τελευταίες λέξεις.  Πριν ξεθολώσουν τα μάτια μου από τα δάκρυα και τις εικόνες, χάθηκε κι αυτός, αθόρυβα όπως ήρθε, σκιά μέσα στις σκιές.  Ω, αν δε μου άφηνε το σημάδι του, όνειρο θα έλεγα πως ήτανε όλα, παιχνίδια της νύχτας, φωνή που γέννησε η σιωπή…  Φαντάσματα της φαντασίας.  Όμως εκείνος φρόντισε….

   Η ιστορία αρχίζει μ’ ένα αστέρι.  Ένα αστέρι δραπέτη  απ’ τον Αιώνιο Ουρανό που αφού ταξίδεψε, άγνωστο πόσο, χωρίς όνομα, έπεσε στη γη…   Λες και το προσκάλεσαν τα μάτια της όπως κοιτούσανε  ψηλά.  Γλιστρώντας ανάμεσα από τα σύννεφα και τις σταγόνες της βροχής, βρέθηκε να κυλά στο μάγουλό της… τον γυμνό της λαιμό.. και κατέληξε στο στήθος της, στο μέρος της καρδιάς!...  Η ιστορία μας λοιπόν αρχίζει με μια ευχή, ένα κορίτσι, κι ένα πέλαγος…
Κάθε βράδυ ώσπου ξημέρωνε, στεκότανε το κορίτσι μπροστά στο πέλαγος, κοιτούσε μια τα κύματα μια τον Ουρανό, νιώθοντας φυλακή τα χωμάτινα πόδια της…  «Πες μου Μάνα»,  παρακαλούσε την Ζωή, «αν είμαι πλασμένη από ίδια ύλη με τ’ άστρα, κι αν τα κύματα είναι αδέλφια μου, κι αδέλφια μου οι γλάροι κι ο άνεμος, γιατί, γιατί να μην έχω φτερά να πετώ;…  γιατί να πεθαίνουμε; Γιατί να ζω από τα άστρα χωριστά, και να μην έχω ένα άστρο για καρδιά μου, μη φοβάμαι τα σκοτάδια;.. Τρέμω τις αρρώστιες και τον θάνατο… Γιατί  απ΄ ότι αγάπησα  κι αγαπώ να πρέπει κάποτε να χωριστώ; Ποιο το νόημα της αγάπης αν δεν βαστά για πάντα;»  Άλλες φορές γαλήνευε η θάλασσα στα λόγια της, κι άλλες φουρτούνιαζε.. Κι ήταν φουρτουνιασμένη η νύχτα,  όπου το άστρο άκουσε την ευχή … και φώλιασε στη καρδιά της… 
Το κορίτσι κατάλαβε πως κάτι παράξενο της συνέβη…. Πλέον, δεν έβλεπε μόνο τα κύματα,  μα και τις γοργόνες.. Γέμισε ο κόσμος θαύματα, νεράιδες, ξωτικά, εκεί που έβλεπε ένα χρώμα στα λουλούδια, τώρα έβλεπε πολλά περισσότερα…  Καινούργιος κόσμος φανερώθηκε στα μάτια της  κι ανακάλυψε πως τα παραμύθια, είναι η αλήθεια πίσω από κάθε αλήθεια. Μα καθώς συνειδητοποιούσε το πολύτιμο δώρο της όρασης, κι ενώ στην αρχή χάθηκε μαγεμένη  στον καινούργιο αυτό  κόσμο, σύντομα άρχισε ακόμα πιο πολύ να βασανίζεται, αφού, μόνο εκείνη έβλεπε όλα αυτά τα θαύματα,  κι έτσι να τα μοιραστεί δεν μπορούσε… 
«Τι έχεις κόρη μου», της είπε μια νύχτα η Σελήνη ακούγοντας  το παράπονο τ’ αστεριού που είχε για καρδιά.. 
«Νιώθω μόνη»…..
«Τόσες νεράιδες και ξωτικά ολόγυρά σου κι ένα άστρο να καίει  στην καρδιά σου… και νιώθεις μόνη;»
«Όμως δεν έχω κανένα να μοιραστώ όλη αυτή την ομορφιά.. κανέναν που να μου μοιάζει»
«Η μαγεία δεν είναι σ’ όσα  βλέπεις.. μα  στο τρόπο που κοιτάς…  η ομορφιά είναι  σ’ αυτό που είσαι..  Ας μη βλέπουνε τις νεράιδες… αν  χορεύεις σαν αυτές στα μάτια τους θα γίνεις  νεράιδα, και η μαγεία μέσα απ’ όσα νιώθουν κοντά σου, θα τους αποκαλυφθεί»
«Όμως, Σελήνη μου, τι θα γίνει, όταν…  αν  τους χάσω;…»… είπε το κορίτσι, κι οι ουρανοί στα μάτια της συννέφιασαν. Κι έγινε η θάλασσα μαβιά κι αγριεύτηκε..  Κι ήταν η δεύτερη ευχή της, να γνωρίσει κάποιον αθάνατο….
  
    Εκείνος, δεν γνώριζε άλλο από το να είναι φύλακας άγγελός της… Πάντα την πρόσεχε, πάντοτε την αγαπούσε… αόρατος, κρυφά από τα μάτια της…  Μα η ευχή της τον άγγιξε βέλος φαρμακερό. Σε μια στιγμή, απερίσκεπτα, όπως απερίσκεπτα πετά ο έρωτας, βρέθηκε κοντά της, να της βαστά το χέρι..  Χίλιες είχε τότε ζωές, κι η κάθε ζωή του μια αθανασία…. Κι όλες τις έριξε σαν πέπλο μπρος τα πόδια της, να φτιάξει οδό να βαδίσει εκείνη…  να χορέψει… και κάθε ατυχία που είναι γραμμένη σε θνητούς, να την αλλάξει….  Για χίλιες αθάνατες ζωές... και δεν μετάνιωσε ούτε για μία…. Της φανερώθηκε κάποιες φορές, για λίγο.. κι ύστερα ξανάγινε αόρατος…. Φύλακας, άνθρωπός της...  Γιατί ως αθάνατος άγγελος, δεν γνώριζε ακόμη τι πα να πει  «αθανασία» στους ανθρώπους….
Ο έρωτας για τους ανθρώπους είναι χορός… κι αληθινή μαγεία η αγάπη!..  Όταν χορός κι αγάπη ανταμώσουν  τότε συντελείται το πιο μυστηριώδες κι υπέροχο θαύμα, που μέσα του κρύβεται η αληθινή αθανασία… Εκείνη που κάνει γη,  θάλασσα κι ουρανό, άστρα κι ανθρώπους, αληθινά Ένα! .. Κι είναι αυτή η δυνατότερη κι από τις τρεις ευχές.. Μια ευχή, που γεννιέται  την ίδια ακριβώς στιγμή που ανταμώνουν τα μάτια κι η ψυχή…και πριν, δε γνώριζες πως μόνο αυτό,  ήθελες αληθινά να ευχηθείς.  Κι είναι τούτη η αγάπη,  που οι στιγμές της είναι πιο απέραντες κι από το αιώνιο… η μόνη… που χαρίζει Αθανασία στους ανθρώπους….
«ξανάγινα αθάνατος μέσα στα μάτια της… άστρο….».. μου είπε…  «Κι όπως θα τη φωτίζω από ψηλά, αόρατος, ευτυχισμένος…   Τίποτα δεν ζητώ τώρα περισσότερο από το να της δοθεί Αθανασία…  Μα ξέρω καλά πως έχει στην καρδιά της φυλαγμένη μια Τρίτη ευχή…. Πιο δυνατή από όλες τις άλλες… Πιο δυνατή από μένα κι όλη μου την Αγάπη, πιο δυνατή κι από την ίδια… Την ζωή ή τον Θάνατο…. Κι έτσι όπως είναι Ξωτικιά στον τρόπο και το βλέμμα, δεν την φοβάμαι…»

Θα έλεγε κανείς πως αυτή η ιστορία είναι μισό παραμύθι….   Ίσως γιατί η ίδια η ζωή είναι ένα παραμύθι.. και συνεχίζεται…  Όσο μιλούσε, κινούσε τα δάχτυλά του , σαν να διεύθυνε πλανήτες…  Σχεδόν νόμιζες θα ακούσεις να ξεπηδάει μουσική από τις κινήσεις…  κι αρώματα σκορπούσαν στον αέρα….  Και εικόνες…. Σε μια από αυτές είδα ένα μικρό ασημένιο αστέρι, να πέφτει από τον ουρανό… άπλωσε την παλάμη του, κι αυτό, έπεσε πάνω  της, σαν ένα μικρό δάκρυ…  Άνοιξε το χέρι μου, το έβαλε μέσα, κι ύστερα, έσπρωξε απαλά τα δάχτυλά μου και το έκλεισε.. « μόνο η ευχή που γεννάνε τα μάτια έχει νόημα» ήταν τα τελευταία του λόγια…  « Χωρίς εκείνη,  ασήμαντα τ’  άστρα…»…..