Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

30/4/08

...άτιτλο

Ήξερα κάποιον που ερωτεύθηκε μια μαύρη, άραχλη πέτρα. Την διάλεξε ανάμεσα από πετράδια πολλά και λαμπερά. Εσύ είσαι διαφορετική, της είπε. Έτσι ένιωσε. Ξερίζωσε την καρδιά του, και στην θέση της έβαλε αυτή την πέτρα. Μαζί της πορεύτηκε, μαζί της ξεψύχησε. Κι η πέτρα δεν τον πρόδωσε ποτέ, εκεί που κοιμήθηκε παραμένει ακόμη, προσευχή σκοτεινή. Κανείς δεν την έκλεψε, έτσι μαυρη που ήταν. Χρόνια μετά, οι αρχαιολόγοι την προσπέρασαν... Κι όμως, ήταν μια προσευχή, που Εκείνος, ξεχώρισε μέσα σε όλες τις άλλες. Ήταν, στα μάτια του, το πιο λαμπερό φως, αγάπη ατόφια... Και στο αριστερό Χέρι του, ακόμα την βαστάει τρυφερά, και σκέφτεται, πως ναι... Το γένος των ανθρώπων άξιο υπήρξε. Γι αυτή και μόνο την μαύρη καρδιά, που κάποιος μπόρεσε, και την ομορφιά της είδε! :))

22/4/08

Παλίρροια

Με διάφανα τα μάτια τούς κοιτούσα
κι έβλεπα εντός τους τον ωκεανό..
Μα βιτρίνα τώρα ξέρω πως θωρούσα
κι από μέσα στεκόμουνα κι εγώ..

Την αλήθεια με αλάτι δεν ξεπλένει
δίχως αίμα να κυλίσει στο κορμί
το φιλί αγαπημένου που οδεύει
το ξημέρωμα την ψυχή σου για να βρει..

Κι είναι νύχτα που όλους τους τρομάζει
γι αυτό ξυπνάς πάντα μόνος την αυγή.
Η σελήνη την μοναξιά σου εξουσιάζει
και η παλίρροια σκεπάζει την ακτή.

21/4/08

Το μυστικό..

Τα παραθυρόφυλλα χρόνια είχαν ν΄ανοίξουν,
μ΄απόψε στον ήχο των βημάτων ξεκλειδώσαν.
Βαριά τα βήματα, η προσμονή βαρύτερη,
με φόβο κύλισε το αίμα ως τα δάχτυλα
αβέβαιο το άνοιγμα, μαγκωμένη στο σκοτάδι η ελπίδα.
Χορογράφος η θλίψη στην σκόνη που στο φως του ήλιου,
χιλιάδες μικρά ουράνια σώματα έμοιαζε.
Και η ψυχή κάπου εκεί, να αιωρείται δίχως "γιατί" πια.
Παλιώσανε και πέσανε όλα σαν κακοφορμισμένο δέρμα.
Λείψανα και κειμήλια αλλοτινού καλοκαιριού,
μουσική ετεροχρονισμένη, που ξεχάστηκε
στις χαραμάδες του ξύλινου πατώματος,
κάτω από τα άσκοπα καθημερινά πήγαινε έλα....
Μα απόψε είναι αλλιώς, η σκάλα τρίζει πάλι
στον ρυθμό γνώριμων ήχων, ανάσα αγαπημένη.
Μια μυρωδιά μνήμης, γιασεμί και πασχαλιά....

Στη σιωπή ανέτειλε κι έδυε, σα νύχτα.
Τώρα καθώς ο ήλιος φώτιζε το χαμόγελό της,
το γέλιο της απαλό σαν φως τον χώρο γέμιζε!
Παράξενο, πως τόσοι πολλοί την ίδια παράκρουση είχαν.
Και το ανοιχτό παράθυρο, ακόμη ένα μυστήριο.
Το απλωμένο χέρι της, σα νά΄θελε να το κλείσει, είπαν

Ας ήταν..

Ας ήταν να γυρνούσα και πάλι
στης μοναξιάς σου το ακρογιάλι
ας ήταν ο χρόνος χορός
τρία βήματα πίσω και ένα εμπρός.

Το πρόσωπό σου τ΄αγαπημένο
με φως αγάπης στολισμένο
να μου τυφλώνει γλυκά τις σκέψεις
τον θάνατο κοντά μου να αντέξεις...

20/4/08

Μικρή γραμμή

Το μυαλό μου μία πληγή
καλοκαιριού αυλάκι αλμυρό...
Κράνος αιμάτινο οι σκέψεις
μια θάλασσα που πνίγει την ζωή.

Μία πορεία χωρίς υπεκφυγές
μία ευθεία πριν γεννηθούν αναστολές...
Μικρή γραμμή,
δίχως των φρένων την τελεία...

Άστρα τα μάτια τριγύρω σκοτεινιάσαν
και μία ρόδα να γυρίζει σταματά.
Τα όνειρά μου θηρία π΄αφηνιάσαν
τώρα πια τρέχουν από μένα μακρυά.

19/4/08

Το κορίτσι με τις φακίδες

Μια άνοιξη
ένας χειμώνας.
Η μεταστροφή της σκέψης βάλτωσε στο καλοκαίρι

Το φθινόπωρο αιώνιο
σα φύλλα πέφτουν σκέψεις και φωτογραφίες παλιές έχουνε σκεπάσει τα μάτια.
Το βήμα δύσκολο , σκοντάφτει σε μνήμες.
Η φωνή σου εμβατήριο πρωινό
η μέρα χαράζει...

Ά
σπρο ένδυμα φόραγες από όταν θυμάμαι τον πρώτο σου ήχο.
Μελανιασμένη η μια όψη του προσώπου σου...

Θυμάσαι ακόμη...πάντα... έτσι;...

Το πρωινό τούτο θα μπορούσε το χατήρι να κάνει
μα η καρδιά δεν βαστά καλά τα θέλω της.

Η πτώση μοιραία, σαν τα φθινοπωρινά φύλλα.
Το καλοκαίρι αιώνιο, πέτρα που λιάζεται καρφωμένη στην γη.

Δεν σμίγουν αυτά τα δυο σου είπανε.
Φεύγει το ένα όταν έρχεται το άλλο...

Πόσο λίγο σε γνώρισαν....




Σκέφτομαι συχνά τ’ατελείωτα καλοκαίρια

Ακουμπώ το μέτωπο στο υγρό τζάμι του χειμώνα

- η βροχή δεν κρύβει πια μυστικά για μένα -

και αναπολώ ...


εκείνα τα μεσημέρια που ξέφρενα τα τζιτζίκια

πρόδιδαν τον ερχομό σου

πριν ακόμα έρθεις, τα δάχτυλα της προσμονής

άγγιζαν απαλά τα λυμένα μαλλιά του κοριτσιού

με το λευκό φανελάκι και το τριμμένο σορτσάκι...


με τα χείλη σου μετρούσες τις φακίδες

που είχε αφήσει ο ήλιος

και έλεγες πως τ’αστέρια ήταν πιο λίγα


πως κατάφερνες και εμφάνιζες αστρα

καταμεσήμερο ,

πως με έκανες και ονειρευόμουν

χωρίς τη νύχτα να χρειάζομαι ;


Κρυφά τρύπωνες από τα μισάνοιχτα παντζούρια

δρόσιζες τα ξαναμμένα μάγουλα της νιότης

και άφηνες ένα ήλιο χαμόγελο στα μάτια μου


μα το φθινόπωρο έκρυψε τις φακίδες, τα μεσημεριάτικα αστρα

και το λευκό φόρεμα λέκιασε...

μου είχαν πει ότι ήλιος και βροχή δεν μπορούν ν’απαντηθούν


κανείς ποτέ ξανά δεν με αντάμωσε

ακόμα περιμένω...

ίσως όμως να μην με αναγνωρίσεις


ψάξε στα κοχύλια του παρελθόντος..

εκεί είμαι..

το κορίτσι με τις φακίδες και το σπασμένο χαμόγελο....

18/4/08

Για έναν αλήτη

Άνθρωποι σκουπίδια...
πως να αντέξεις την μπόχα τους,
τα βρώμικα ρούχα,
και το χειρότερο: το βλέμμα τους.
Δεν έχει σημασία αν κοιτάνε κάτω
ή από την άλλη πλευρά.
Κι αν γυρίσει;
Αν το μικρό παιδί
που βαστάς από το χέρι σε ρωτήσει;

Μία θάλασσα σκόνης
στο μπουφάν τους,
αρκετή να καταστρέψει τα ιδανικά
του πολιτισμού μας...
Άνθρωποι υπάνθρωποι,
πιότερο σκύλοι από τους σκύλους,
σκύλοι ανθρωπόμορφοι
που δεν ξέρουν καθόλου καλά
την ουρά να κουνάνε.

Στα χείλη τους φωλιάζουν λέξεις άρρωστες,
χωρίς ήχο..
Κινήσεις των χειλιών που σε κάνει
απρόσεχτο και βιαστικό στο βήμα.
Ψίθυρος, βήχας ίσως...
Βρισιά που δεν χωράει στα ζεστά ρούχα σου.
Στην καθαρή αναπνοή σου.

17/4/08

Ο άγνωστος Χ

Ένα μυστήριο καλύπτει την μορφή του
μία εξίσωση ο τρόπος της ζωής του..
Άμα τον βρεις, ποτέ δεν θα τον έχεις
διακοσμητικές θα μείνουνε οι πράξεις.

Εντός σου γεννημένος από πάντα,
μοιάζει σαν όμορφη θέα στην βεράντα.
Και συ που σε δυάρι μικρό μένεις
συγκάτοικος με άλλους, υπομένεις.

Είναι δύσκολο να τον διαγράψεις
δίχως μια χιαστή να σχεδιάσεις...
Με χέρια και με θέλω ανοιγμένα,
θαρρώ η χιαστή, είναι για μένα....

16/4/08

Τα παλιά νεοκλασικά...

Ο θάνατος παραμονεύει
μέρα μεσημέρι
σ΄ένα κεραμίδι
που ο χρόνος αναμοχλεύει...

Κρυμμένη ήταν η ζωή εκεί
χρόνια πολλά σα φίδι
κουλουριασμένη προσευχή
γι΄αυτούς που έχουν φύγει.

Ερείπια άλλης εποχής,
σπίτια παλιών αρχόντων,
τώρα δούλοι τα κουβαλάν
βωμοί των συμφερόντων..

Μα όταν του δούλου η φωνή
συμφέρον σου φωνάζει
είναι στο χρήμα υποταγή,
και της ψυχής μαράζι..

Ίσως μπορούσε να σωθεί
ίσως μπορεί ακόμη.
Μα η ζωή είναι μικρή
κι ο δρόμος ερημώνει.

Φωνές δεν έχει πια παιδιών
ανθρώπων π΄αγαπάνε...
Το γέλιο πλέον στέρεψε
κι η μοναξιά σκοτώνει.

15/4/08

Ερωτικό

Μία πορεία μοναχική στην κορυφή σε φέρνει
σαν άροτρο η ψυχή ακολουθεί, τ' αγαπημένα σέρνει.

Είναι η φωνή σου μια ωδή στο μπλε το σεληνόφως
μοιάζει τραγούδι μαγικό, και δραπετεύει ο πόθος.

Τ άστρα τριγύρω κάθονται, στα μάτια σε κοιτούνε,
άγγελοι σ΄ερωτεύονται, στο στήθος σου κοιμούνται.

Και μια κοπέλα μακρυά, στης μοναξιάς το δάσος
σ΄ ένα παράθυρο μικρό, δάκρυσε απ΄τό πάθος.

Γιατί φλόγες τα λόγια σου, ο άνεμος τα παίρνει
κι όπου χορτάρι δίχως νερό, εκεί η φωτιά τα δένει.

Μια μάγισσα χωρίς λαλιά για χρόνια την βαστάει
μα στου γιασεμιού τ΄ άρωμα, απόψε ξεψυχάει.

Κι είναι η ψυχή της κάλεσμα, σε σένα απαντάει.
Μουσική στα λόγια σου, ρούχο που σ΄αγαπάει.

11/4/08

αστρονάφτης

Μνήμες στα χέρια λιώσαν το χιόνι
μια άνοιξη τα χείλη πονά και ματώνει.
Μνήμες που σκίσαν της νύχτας το πέπλο
στα άστρα το βρήκε η αυγή σκορπισμένο.

Φιλί που χρόνια πολλά τό΄ χα θάψει
στον αφαλό σου απόψε το βρήκα κρυμμένο.
Στάχτη, κουβάλαγα, αίμα σβησμένο
που την πυρά σου ζητούσε να ανάψει.

Και τώρα που η νύχτα, μαζί σου θα φύγει
ποτέ ξανά ίδια δεν θά΄ναι η σελήνη.
Στου φεγγαριού την χάση να κρυφτώ,
σαν αστροναύτης, τη μέρα να μη δω...

Στην πόλη...

Στην πόλη έκανα πάλι μια βόλτα
κι είδα εσένα σε μια έρημη πόρτα.
Σκιές στα φώτα την μνήμη γελούσαν
υγρός ο δρόμος τα πόδια παγώσαν.

Ταξίδια θυμήθηκα που είχαμε κάνει
το κόσμο γυρίσαμε σε ένα ντιβάνι.
Τ΄αστέρια θυμάμαι πόσο τότε με γέλασαν
στα μάτια πόνο γι΄ αγάπη με κέρασαν.

Θυμάμαι το φως στο σκοτάδι το σκόρπαγες
με ένα σου γέλιο μαχαίρι με σκότωνες.
Το όπλο σου δάκρυ, τα χείλη μου πέτρωνε
στο μαύρο σου μάτι η μέρα μου τέλειωνε..

Στα φώτα της πόλης, τ΄αστέρια σβησμένα
βήματα τόσα, και γω τά ΄χω χαμένα.
Στην πόλη έκανα πάλι μια βόλτα,
μι αγάπη θυμήθηκα σε μια έρημη πόρτα.

9/4/08

Για ένα φιλί...

Το δέρμα μου απόψε θα πετάξω
κι από μέσα του θα λευτερωθώ.
Αγγέλων τα φτερά θα αρνηθώ,
με χώμα τα μέλη μου θα πλάσω.
Ποτέ ξανά να τα χωρίσω δεν τολμώ
σε δυο κομμάτια,
σβόλος στα χέρια που βαστώ ζεστό.


Άνδρας γυναίκα, πάντα ένα ήταν.
Μία ψυχή κι ένα κορμί μονάχα.
Η αγάπη δίχως στέμμα πορευόταν
κοινή θνητή,
που συναντούσες και εδώ.
Κανείς για μοίρασμα τότε δεν μιλούσε,
κοινό ήταν το φως και το σκοτάδι.

Κι έπειτα κείνο το φιλί,
που έχασε τον δρόμο του
στο πέλαγος.
Τα κύματα που ακούμπησε
δυο άσπροι γίναν γλάροι,
που κάηκαν στου ουρανού
το κόκκινο λιοπύρι.

Ήταν εκείνο το φιλί
που κάποιος το γυρεύει
η αιτία.
Ήταν το άσπρο κύμα
που γεύτηκε τον πόθο
κι ακόμα ταξιδεύει,
μα δεν μπορεί
το φιλί
από το όνειρο να σβήσει..

Άτιτλο...

Κάποιες λέξεις γεύση έχουνε αλμυρή... Στάζουν από έναν κατακόκκινο ουρανό, σε μια απέραντη αμμουδιά δίχως ωκεανό, χωρίς καθόλου άνεμο... Τοπίο καρδιάς που ξεθώριασε ο χτύπος της. Κάθε φορά που μια λέξη στην άμμο σβήνεται, τινάζεται ψηλά πολύ, νέφος η άμμος, θολώνει το μάτι, και τα βλέφαρα μόλις που συγκρατούν το δάκρυ, να μην προδώσει.... Στους καρπούς η ταραχή σχεδόν ακούγεται... Η λογική φίδι που τρομάζει και τυλίγεται.. Περιμένει κουλουριασμένο, μα ο εχθρός αόρατος... Τεράστιος...
Δυο μαντατοφόροι του, πουλιά λευκά, κουραστήκανε γύρους να κάνουν, κουβαλώντας μια άσπρη γαρδένια στο ράμφος. Σαν καταδίκη , νεκρά, εγκαταλείπουν την ζωή και την γαρδένια , και πέφτουν... Κάπου μέσα στην έρημο. Δεν μπορείς να διακρίνεις, έχεις μια βροχή ολόκληρη να συγκρατήσεις στα μάτια σου... Φοβάσαι, πως αν γίνει η αρχή, ποτάμι θα χυθείς, ωκεανός θα σκεπάσει την καρδιά σου. Και το κορμί ακόμη ένα ναυάγιο, ξεχασμένο.

Σταγόνες αίματος , βάψαν και το κόκκινο φουστάνι σου. Τα βηματά σου ματωμένοι λεκέδες σε μια έρημο που σε καίει. Τόσο που υποφέρεις. Και τα βλέφαρα κλειστά, πίδακας η ζωή σου που στις όχθες της φλέβας σου δραπετεύει...

5/4/08

Θάνατος η φωτιά σου...

Μία φωτιά κοιμισμένη
δραπέτευσε από το μαξιλάρι μου
κι έγινε νυχτοπούλι.
Στην νύχτα μέσα
φωνάζει το όνομά σου.

Άγρυπνος στέκω
στο παράθυρο της μνήμης
που θα μπορούσαμε να είχαμε.
Αμίλητη στέκεις.
Το σώμα σου γραφή.

Για μια μόνο ξάστοχη ματιά σου
πόσες φορές να νιώσω
τον θάνατο;

Νικόλαος Παπανικολόπουλος

...................................................

Θάνατος είναι η φωτιά
που μήτε δάκρυα ερωδιών
μπορούν να την σβήσουν.
Τ' όνομά σου γεράκι στα αυτιά μου
τις νύχτες
που άξαφνα φτερουγά και ματώνει
τον ύπνο μου.
Σε φωνάζω δειλά
μα η νύχτα φορά μαντήλι μαύρο
στα μαλλιά και ζητά τη σιωπή μου.
Φοβάται κι εκείνη θαρρώ το ξημέρωμα..

Μαρία Νικολάου

Για μια γοργόνα

Στη σιωπή κατοικείς
και στο κύμα.
Τα πόδια σου νοτίζει η άμμος
νωρίς το πρωί,
γοργόνα που μόλις έμαθες
να περπατάς, και γυμνή,
δίχως την ουρά σου
σε ένα στεγνό κόσμο
φοβάσαι να βαδίσεις.
Τα μάτια σου τα στόλισε
μία μιζέρια απερίγραπτη
που είδες,
μα στα χείλη, λέξεις,
κοράλια
που ποτέ δε σε αφήσανε
μόνη.
Και ιστορίες σου λένε κοραλένιες,
και τότε
τα μάτια κλειστά ονειρεύονται...
Χτες ήσουνα γοργόνα
σήμερα
άνθρωπος και βαδίζεις...
Τα ίχνη κοιτάς στο κύμα
να σβήνουν,
και ξανά και ξανά, με πείσμα,
νέα ίχνη φτιάχνεις,
σχεδόν χορεύοντας!
_
Για την φίλη Νατάσα!

Storm

Το όνομά της Θύελλα

Η ψυχή της Ποταμός

Το Μάτι ατέρμονης Καταιγίδας

μια θάλασσα ανέμων τα φιλιά της.


Βασίλισσα την ντύσανε,

την γυμνή σάρκα καλύψανε χρυσό,

με ασήμι στολίσανε τα μαλλιά της.

Την περιφέρανε ως οσία.


Την αγαπήσαν, την μισήσαν

κι ύστερα την ξεχάσαν.

Σε ανασκαφές προσφάτως βρέθηκε,

Τάφος κενός το χρυσό που φόραγε.


Παπανικολόπουλος Νικόλαος & Μαρία Ροδοπούλου



Με φωνάζαν Storm

όταν απ’τη μήτρα λύκαινας γυναίκας

ξεπρόβαλε τ’αστραπόφερτο κορμί μου

και ανθίσανε τα σύννεφα σε γαλάζιο ουρανό

ως γεννούνται τα κύματα στα γαλήνια νερά



Πένθιμα χτυπούσαν οι καμπάνες,

όταν τα βογγητά τους ντύθηκα

στην κώμη ως στεφάνι

κι ήμουν εγώ, η Θύελλα ,

που τους ρηγάδες καταπόντισα

πίνοντας τις Αμαρτίες τους

ως το πιο γλυκόπιοτο κρασί.



Σπαθί τη γη τους διάβηκα

Μια λαίλαπα φωτιά ,

στάχτη έκαμα τα ρσενικά σπαρτά τους

και τα κρανία τους στις χούφτες μου συνέτριψα.



Με φώναζαν Storm

μα το πραγματικό μου όνομα ήταν Λίλιθ


Μαρία Ροδοπούλου

4/4/08

ατιτλο

Τις σκοτεινές φωνές άκουσα,
σκύλοι να τις κυνηγούν
σαν μικρά κοριτσάκια.
Το φως άναψα να δω,
κι από τότε
ύπνος πια δεν με παίρνει...

Φάντασμα τριγυρνώ
φωνές κυνηγώντας.
Σε γράμματα εραστών
λόγια κρυφά,
πυρπολούμαι ξανά και ξανά.
Μία φωτιά
που ανάβει με δάκρυα
και σβήνει με πόνο...

Ένας άνεμος βουβός, αθόρυβος,
έγινα.
Που τους ήχους κυνηγώ από κραυγές
και θρήνους.
Χέρια δεν έχω να τους κουβαλήσω.
Ξανά τους χάνω μόλις τους βρω.

3/4/08

Γιατί σ΄αγαπώ...

Ότι μ΄αγάπη έπλασα ραΐζει
φωτιά και χώμα,
δεν σμίξανε ποτέ μαζί.
Κιούπι, που την καρδιά μου πλημμυρίζει
ποτάμι κόκκινο,
π΄αναζητά ωκεανό....
Και γω, τα βήματά σου τις νύχτες
τα ματωμένα,
αρνούμαι, τάχα κοιμάμαι,
ν΄ακολουθώ.
Την ώρα που ανοίγεις τις κουρτίνες,
άνεμος είμαι,
και την ζωή σου φυσώ,
να πετάξεις ψυχή μου,
γιατί σε αγαπώ...

Δώρα τ΄ανέμου..

Στην άκρη του ματιού
μια σταγόνα ουράνιο τόξο.
Είδες, τελικά δεν είναι όλα γκρίζα.
Μουτζούρα γίνανε οι μολυβιές, θόλωσαν.
Σκίστηκε το χαρτί.
Ένας μικρός άνεμος ταξιδευτής
συμπληγάδες την τρύπα νόμιζε,
και στ΄απορημένα μάτια σου
κρύφτηκε .
Δώρα σου έφερε, τ΄ανέμου όνειρα.
Μήνυμα,
πως ο καιρός,
απ΄τόν καιρό νικιέται...

2/4/08

Το βαλς της μοναξιάς...

Ένα μαύρο κοράκι,
ξάφνιασε το βελούδινο βράδυ
τους ικέτες της χαράς και του πόθου...
Η νύφη τρόμαξε
και κρασί μαύρο σαν αίμα
χύθηκε άθελα στο λευκό τραπεζομάντιλο.
Κι ο λεκές, έβαψε το ακριβό πανί,
τους καλεσμένους έβαψε
σαν να ήταν χάρτινοι,
τον ουρανό έβαψε κι έγινε βροχή
που ξέβαψε τα δέντρα,
κι ακόμα τους μουσικούς
και τους πολλούς υπηρέτες.
Μα οι καλοί τρόποι επιβάλλονται...
¨Στην υγειά σας!"
είπε η νύφη με υψωμένο ποτήρι.

Κι έπειτα άρχισε ο χορός...
Οι μουσικοί παίζανε,
την δουλειά τους κάναν.
Οι υπηρέτες στέκαν έτοιμοι
να εξυπηρετήσουν.
Κι η νύφη, μόνη,
στη μουσική υποταγμένη,
το βαλς χόρεψε...