Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

30/8/17

Λύτρωση

Μία λέξη
κυρτώνει το κεφάλι.
Είναι ο λαιμός της μίσχος.
Η ρίζα απ’ τη καρδιά
στα χέρια έχει απλώσει,
τυλίγει το κορμό
σα παγωμένη απελπισία.

Μια λέξη αρκεί
στα δυο να κοπεί.

Τα πόδια ν’ αγγίζουν το ταβάνι
ανάποδα τις μέρες να μετρά,
με την ψυχή τον ουρανό να δίνει
για να χωθεί στη γη βαθιά.

Μια λέξη να χαθεί, μια να τη σώσει.
Ω, είναι οπωσδήποτε Θεός.. !
μα αν θέλει το ναό του να γλυτώσει,
καλύτερα να μείνει γι’ αυτή φως..

Μα θα’ ναι ψέμα, θα είναι ένας ψεύτης
κι εκείνη μες το ψέμα του θα ζει.
Καλύτερα λοιπόν να τη σκοτώσει,
γιατί της αξίζει, λεύτερη να ζει!

27/8/17

όνειρα κανενός

Και χάθηκες… και χάθηκα…
Σύννεφα από σκόνη, μας πήρε ο άνεμος.
Έπρεπε να είχαμε αλλάξει τις παλιές συνήθειες
προτού  γίνουνε παλιές. Πριν γίνουμε
σκόνη πάνω σ’ έπιπλα που παλιώσανε…
Το να ζωγραφίζουμε όνειρα με το δάχτυλο
δεν στάθηκε αρκετό, για όταν φύσηξε…
Τώρα μπερδευτήκανε τα όνειρά μας
- γίνανε όνειρα κανενός.
Ζει ο ένας στο όνειρο του άλλου
και κανείς στ’ όνειρό του.

19/8/17

νότα

Θα’ θελα να ήμουνα νότα στη μουσική σου,
κάθε που τραγουδάς ν’ ανασταίνομαι
μέσα απ’ τα στήθη σου, να κορώνεται η ζωή μου
καθώς  μ’ εκπνέουν τα χείλη σου…  Κι ας χαθώ,
στα ονειροδρόμια των ανέμων και τις ερήμους
που ολάνθιστες είναι άστρα, από τα βήματα
όσων υπήρξανε και πέθαναν από Αγάπη!

18/8/17

Η δική του αλήθεια

Πόσες μέρες και πόσες νύχτες λευκές
χωρέσανε μέσα του… ασήκωτο φορτίο
το άγραφο κι αλέκιαστο όταν ζεις..

Ο θάνατος καθισμένος δίπλα του
στο σεντόνι που σκεπάζει τον καναπέ
να μην σκονίζεται… Ξαπλωμένος δίπλα του
όταν ανάσκελα στο κρεβάτι τρυπά το ταβάνι
και τολμά κι ονειρεύεται ασπρόμαυρα όνειρα.
Τρώει μαζί του στο τραπέζι, τον κοιτά στα μάτια
στωικά αμίλητος και πίνει μαζί του δηλητήριο·
πολυκαιρισμένο απόσταγμα από μνήμες.

Μέρες, νύχτες, χρόνια…
έπαψε να μετρά,
έπαψε ν’ αγαπά
το πρόσωπό του στον καθρέφτη..

Κι όσο ξεχνά τόσο βυθίζεται
στο μαγκανοπήγαδο που έχει για δωμάτιο…
Από το στόμιο του πηγαδιού
του πετάνε ξεροκόμματα να επιβιώνει
αρκεί να λέει ευχαριστώ που έχει δουλειά,
να λέει ευχαριστώ που έχει έστω αυτή τη βαθιά τρύπα,
τα φθαρμένα ρούχα του, ένα κρεβάτι κι ένα τραπέζι
να μοιράζεται με τον Θάνατο.

Όποτε χωρά ολάκερο το φεγγάρι να κοιτάξει
ως το πάτο της τρύπας που κατοικεί
ασημένιες πηγές ξυπνούνε στα μάτια του,
και χύνονται προσευχές ως τα άστρα…
Αφήνεται έρμαιο μέσα τους να πνιγεί,
να τον πάρουν μαζί, να γίνει σύννεφο…
Μα η ζωή είναι πεζή…
Τέτοια όνειρα τα καίει στην αλήθεια.

Ως τη στιγμή που θα βάλει φωτιά
να κάψει τη ζωή στην δική του αλήθεια.

17/8/17

κόκκινη κλωστή

Ράβει με  λέξεις τη σιωπή
στάζει η βελόνα αίμα.
Κόκκινο νήμα η ζωή
στ’ άσπρο υφάδι της σιωπής.

Ποιος το αντέχει να φορεί
όσο κι αν το κεντήσει
το ένδυμα τούτο της σιωπής
χωρίς ν’ αγανακτήσει;

Ποιος αρκετά την αγαπά
στους στίχους της να ζήσει;
Πονάνε οι λέξεις σα μιλούν
πιότερο σα σωπαίνουν..

Ράβει φεγγάρι και καρδιά
τα μάτια με τα άστρα….
Σύννεφα στα δάχτυλα,
μα έρημο στα χείλη…

Τις νύχτες δε κοιμάται πια,
όνειρο έχει γίνει..
Όσο βαστάει η κλωστή
εκείνη θα ελπίζει…  

14/8/17

Τρεις γυναίκες

«Εγώ δεν έχω μία γυναίκα, αλλά δυο.. ενίοτε τρεις. Οι δυο γνωρίζονται μεταξύ τους, προσπαθούνε να τα βρούνε.. αλλά η Τρίτη, πότε αμίλητη και πότε υστερική, αγνοεί για τις άλλες δυο. Όποτε έρχεται οι άλλες δυο, που στην ουσία δεν είναι δυο αλλά μία, κρύβονται..  και όχι από φόβο… δεν έχουνε ποτέ συναντηθεί· απλώς δεν βρίσκονται εκεί.. συνήθως δε μιλάω γι’ αυτές. Είναι όλες τους αγαπημένες μου, μοναδικές, γεμάτες χαρίσματα κι ανάγκες.. Ένας απύθμενος κόσμος εξερεύνησης, αρκεί να αγαπάς αρκετά ώστε ν’ αντέξεις… Γεννήθηκα για να τις αγαπώ… γεννηθήκανε για να είναι η μοίρα μου…»

.. Ο σκυθρωπός άντρας κούνησε το κεφάλι καθώς διάβαζε τα γραμμένα λόγια στο  ταλαιπωρημένο τετραδίο… γύρισε ακόμα μια σελίδα στη τύχη…

«Δεν αντέχω να νιώθω το βουβό θρήνο της.. Θυμώνει όταν της λέω πως όλα θα πάνε καλά, όλα θα φτιάξουνε, η πίστη της έχει φθαρεί… Φοβάται, πως η άλλη θα τη σκϊάσει εντελώς. Πως θα γίνει διάφανη, αόρατη, ανυπόστατη, δίχως θέληση, χωρίς τίποτα πάνω της να με έλκει όπως πρώτα... Σκαλίζει τα πρώτα μας γράμματα, κοιτά παλιές μας φωτογραφίες.. Βλέπει λέει πάνω της την αλλαγή – την τρομοκρατεί που αλλάζει. Είναι φορές που σκοτεινιάζει αφόρητα, γίνεται σύννεφα μολυβένια, χωρίς ωστόσο να επιτρέψει ούτε σ’ ένα δάκρυ να δραπετεύσει από το βαρύ μολύβι μέσα της…
Όχι δε το αντέχω, νιώθω αδύναμος χωρίς καθόλου φως στα χείλη της.. Τρεις μέρες χωρίς να πει τ’ όνομά μου, χωρίς να με κοιτάξει χωρίς απόγνωση! Ποτέ πριν δεν βάσταξε τόσο καιρό η συννεφιά της. Μου έχει λείψει το φωτεινό της χαμόγελο, η τρυφερότητα με την οποία ανοιγοκλείνουνε τα βλέφαρά της σαν θέλει κάτι πολύ, τα δάση στα μελιά της μάτια… Μου έχει λείψει…  Φοβάται κι όσο φοβάται γίνεται αυτό ακριβώς που φοβάται: αδύναμη και αόρατη»

Γυρνά ακόμα μία σελίδα, γρήγορος βηματισμός μέσα στο χρόνο.. Δεν μπορεί να αφήσει από τα χέρια του το τετράδιο…

«Σήμερα βγήκε στην αυλή.. ο ήλιος έλαμπε κι αυτή ήτανε ευτυχισμένη…. Γέλαγε, έκλαιγε, ένιωσε αρκετά δυνατή να κάνει σχέδια! … Σχέδια μόνο για μας, χωρίς καθόλου την άλλη… Θα ήθελα να πιστέψω πως αυτό είναι εφικτό.. από την άλλη.. δεν ξέρω ποια αγαπώ πλέον περισσότερο… Θα μπορούσα μετά τόσο καρό, άραγε, να ζήσω μόνο με την μία;… Ευτυχώς, δεν ξέρει καμιά τους, ούτε εκείνη ούτε η άλλη την ύπαρξη εκείνης… Ούτε εκείνη γι΄ αυτές..»

… ακόμα μια σελίδα…

«Όσο κι αν τις αγαπώ, οφείλω να παραδεχτώ πως αυτό το αγρίμι, το γατίσιο ερπετό, είναι ο λόγος που αντέχω… Γλύφει τις πληγές μου, ερεθίζει με τη φιδίσια γλώσσα του τον ουρανίσκο μου, μεθά το μυαλό μου… Είναι το ναρκωτικό μου, ο κρυφός μου κήπος, πηγή ζωής και δύναμης! Είναι λυτρωτικό όταν αφήνω τις ανθρώπινες αδυναμίες μου όλες εκτεθειμένες, όταν δε χρειάζεται ούτε να καθοδηγώ ούτε να παρηγορώ, παρά μόνο να είμαι.. Να είμαι Εκεί!... και με όλη την ένταση της τρέλας να ΖΩ! Φαντάζομαι πως αυτό, δε με κατατάσσει στους ισορροπημένους ανθρώπους.. Αδιαφορώ. Μου χαρίστηκε μια χαραμάδα να τρυπώνω στο παράδεισο, για όσο… και θα το ζω!»
………
«Γιατί καρδιά μου, γιατί; γιατί προσπάθησες να κάνεις κακό στον εαυτό σου; Γεννιόμαστε με τη φύση μας, πρέπει να το αποδεχόμαστε αυτό, ούτε όλοι ίδιοι είμαστε, ούτε αυτό είναι, επειδή έτσι μάθαμε, λάθος… Εγώ σας αγαπώ, και τις δυο.. και τις τρεις…  Ίσως δεν έπρεπε να σου μιλήσω για εκείνη, την πιο αγαπημένη μου… Ίσως θεώρησες  πως αγαπώ λιγότερο εσένα ή την άλλη.. Νόμιζα πως η αλήθεια θα μπορούσε να γίνει λυτρωτική.. αν , γνωριστείτε οι τρεις σας! … Τόσο σας αγαπώ, που δεν αντέχω να κρύβομαι από καμιά σας και να σας έχω χώρια… Πόσο ήθελα να σμίξετε, να γνωρίζεται η μια την άλλη…. Λάθος μου. Δεν πρέπει να τα έχει όλα κανείς σε αυτό τον κόσμο… Άλλο τι θέλω, άλλο τι μπορώ…»

Κράτησε το τετράδιο σε μια απόσταση, κοιτώντας προσεκτικά το γραφικό χαρακτήρα… το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, που υπήρχε καταμεσής του μικρού ημισκότεινου δωματίου… Ένα παλιό ημιυπόγειο που είχε έντονη τη δυσάρεστη οσμή της μούχλας… Ξεφύλλισε ως τη τελευταία γραμμένη σελίδα…

«…επτά μήνες κι επτά μέρες… την είδα χτες, δε μου μίλησε καμία τους…. Οι γιατροί δεν έχουνε σκοπό να της επιτρέψουνε ξανά να βγει. Το ηλίθιο μυαλό τους, αδυνατεί να αποδεχτεί το μεγαλείο του να ζεις τρεις ζωές, τρεις υπέροχες γυναικείες ψυχές,  τόσο διαφορετικές, τόσο εξίσου όμορφες, τόσο μοναδικές… Μου λείπει.. Η σκοτεινή μου, η φωτεινή μου, η τρελή μου, μου λείπουνε και οι τρεις τους… Έπρεπε να τις είχα προστατέψει με τη ζωή μου..  να τις πάρω και να φύγουμε όσο ήτανε ακόμα καιρός.. Φάνηκα μικρός, λίγος, στο δώρο που μου δόθηκε… δεν μου αξίζει να ζω.-

_ «Ποιος να το φανταζότανε!», είπε ο σκυθρωπός άνθρωπος. Έκλεισε το τετράδιο και το πήρε μαζί του. Βγήκε από το σπίτι, κι έδωσε την εντολή: «σφραγίστε το!»     

13/8/17

Αξέχαστη

«Σκότωσα τον αρραβωνιαστικό μου» ψιθύρισε απαλά.. .. Τα μαλλιά της αγγίξανε το μέτωπό μου… Άνοιξα τα μάτια και αντίκρυσα μια άγνωστη κοπέλα, γονατισμένη δίπλα μου στην άμμο, να με κοιτά με μάτια ορθάνοιχτα, διάφανα και γαλανά σα τη θάλασσα. Ω, ήταν όμορφη σα πορσελάνινη κούκλα.. τόσο ψεύτικη… τόσο ιδανική. Τόσο γαλήνια!
«Του έσταξα υδράργυρο στο αυτί την ώρα που κοιμότανε… μικρές μεταλλικές σταγόνες αγγίξανε το μυαλό του.. κι έτσι δεν πρόκειται καμιά να μου τον ξεμυαλίσει…. Τόσο ποιητικό!.. Κοιμάται σα μωρό… Ευχήθηκε, να ζήσει και να πεθάνει στην αγκαλιά μου… με λάτρευε ξέρεις!.. Τα  βλέφαρά του κλείσανε βυθισμένα στα μάτια μου… Η μορφή μου, θα τον συντροφεύει παντοτινά, του χάρισα το πιο όμορφο όνειρο!... Τον σκότωσα πριν με προδώσει, πριν γίνει ψεύτης, πριν βαρεθώ. Βαριέμαι εύκολα ξέρεις… Του πρόσφερα ένα αληθινό δώρο και για τους δυο μας.. του χάρισα την αιωνιότητα που ζητούσε…! Πόσο ευτυχισμένη είμαι που το κατάφερα!»

Όταν ανακάλυψα αυτή την μικρή ερημική αμμουδιά, αγκαλιασμένη ολόγυρα από προστάτες βράχους, πίστευα πως είχα βρει το τέλειο μέρος για να ξεχάσω την κάθε μου σκέψη.. Πως να περιμένω ένα τέτοιο ξύπνημα;… Τόσο όμορφη.. τόσο παρανοϊκή!… Να υπάρχει αλήθεια στα λόγια της, ή μήπως είναι ένα ανόητο πείραγμα;.. ίσως ένα πείραγμα του νου μου, μια φαντασίωση.. Ανοιγόκλεισα τα μάτια.. αυτή ήτανε ακόμα εκεί χαμογελώντας τόσο γλυκά ώστε ο ανόητος πείστηκα πως η διήγησή της ήτανε μύθευμα.

«Έλα!» είπε τραβώντας με από το χέρι… «Έλα σήκω… η θάλασσα είναι τέλεια για κολύμπι!»
Με έκπληξη διαπίστωσα πως ήτανε γυμνή.
«Που είναι τα ρούχα σου;»…
«Ποιος τα χρειάζεται τα ρούχα με τέτοια θάλασσα; Ω! Μήπως σε κάνω να κοκκινίζεις;» είπε και γέλασε περιπαιχτικά. Ένιωσα σα να ζούσα σε ταινία του Φελλίνι… σχεδόν μεθυσμένος από αυτό το αλλοπρόσαλλο όνειρο, έβγαλα το μαγιό και πιασμένοι χέρι χέρι, βουτήξαμε στην αιωνιότητα του γαλάζιου. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος εξαφανίστηκε, κι άλλο από εμάς και την ερημική ακτή μας δεν υπήρχε. Ζώντας το όνειρο, γίναμε όνειρο, έδυσε ο ήλιος και χιλιάδες άστρα, καθώς δεν υπήρχε φεγγάρι, ανάψανε στον ουρανό. Ο αέρας ελαφρά δροσερός, και οι δυο μας ανθισμένο λουλούδι, μια αγκαλιά πάνω στην άμμο. Δεν μου είχε πει ακόμα το όνομά της, ούτε εγώ το δικό μου.. τι σημασία έχουνε άλλωστε τα ονόματα, όταν άλλος από εμάς τους δυο δεν κατοικεί στο αιώνιο; Αποκοιμήθηκε πρώτη με το κεφάλι γερμένο στο στήθος μου.. σύντομα, κλείσανε και τα δικά μου βλέφαρα, γεμάτα μέλι και σίδερο…

Χάραμα. Τα χέρια μου άδεια, το κορμί πιρουνιασμένο από το κρύο…  Τα μάτια ανοίξανε δειλά – τι όμορφη ανατολή! Όλα πορφυρά, έτοιμα για να βαδίσει η μέρα… Η πρωινή δροσιά κι υγρασία κάνανε το μυαλό μου να μυρίζει καφέ. Μία μία οι σκέψεις μπήκανε στη σειρά, μα παρέμεινε δύσκολο να ξεχωρίσω αν όλο αυτό το έζησα ή αν ήτανε απλώς ένα όνειρο… Τα χέρια μου άδεια… έψαξα με το βλέμμα μου να τη βρω, μα τίποτα. Εκείνη πουθενά! Προσπάθησα να σηκωθώ… αδύνατο! Το κορμί δεν αποκρινότανε στις προσπάθειές μου.. ο πόνος γινότανε ολοένα πιο αφόρητος. Όχι, δεν ήτανε απλώς ένα πιρούνιασμα.. αυτό που συνέβαινε ήτανε πολύ πιο τρομερό. Προσπάθησα να φωνάξω.. ακόμα κι αυτό αδύνατο! Σίγουρα ακόμα κοιμόμουνα… θα μπορούσε να μην  είμαι καν σε αυτή την παραλία, να βρίσκομαι σπίτι μου, στο κρεβάτι μου, ή κάπου αλλού… Όλα ένα όνειρο λοιπόν… Ένα φριχτό επώδυνο όνειρο, που πονάει γαμημένα πολύ… κι από το οποίο δεν καταφέρνω να βγω! Κλείνω τα μάτια, αλλά πονάω, όλο και περισσότερο… αδύνατο να το αγνοήσω.. Τρόμος… κι αφόρητος πόνος!

Άγνωστο πόσο κράτησε όλο αυτό.. όταν ξανάνοιξα τα μάτια, εκείνη ήτανε εκεί, κοντά μου… με κρατούσε από τους ώμους, κι είχε γύρει το κεφάλι της επάνω στο δικό μου. Το γλυκό της χαμόγελο δεν κατάφερνε να μου προσφέρει παρηγοριά… Τα μάτια της λίμνες που μέσα τους πνιγόμουνα.. κι αυτή γελούσε σα να μη συνέβαινε τίποτα, σα να ήτανε όλα παραδεισένια…
«Μη φοβάσαι, σύντομα όλα θα τελειώσουνε… θέλω να ξέρεις πως σε ευχαριστώ για όλα όσα μοιραστήκαμε, είσαι τέλειος! ..» … «Σου είπα πολλά χτες, περισσότερα από όσα έπρεπε.. σου ζητάω συγνώμη γι’ αυτό, όμως, πρέπει να προστατέψω τον εαυτό μου. Ω! .. μη με κοιτάς έτσι, θέλω να με καταλάβεις.. να με νιώσεις.. δεν μπορώ να φοβάμαι.. Δε θα φοβάμαι πια.. ποτέ και κανένα… Έμαθα χτες, να πολεμώ και να νικάω τους φόβους μου…»

Ένα φιλί στο μέτωπο, άλλο ένα στα χείλη, και φωτιά να με καίει… αν μη τι άλλο, της το αναγνώρισα… αυτή η γυναίκα κατέχει τη τέχνη να μένει αξέχαστη στη καρδιά και το μυαλό κάποιου, για το υπόλοιπο της ζωής του..    

10/8/17

ταξίδι

Στάχυα κορμιά, στου θεριστή Αύγουστου τη κόψη.
Στάχυα κορμιά στο γαλάζιο σπαρμένα, ω πόσο δράμα
πόση ανέμελη ευτυχία χωρά σ’ ένα χνάρι  πάνω στην άμμο.
Ξαποσταίνει ο θάνατος στην αγκαλιά του αιώνιου σα μωρό,
η αθωότητα προσφέρει τον εαυτό της στο παράδεισο.
Αλμυρός ο ιδρώτας, το δάκρυ, τα κύματα.. Ο έρωτας
με τα πανίσχυρα φτερά του κοιμισμένου θανάτου τολμά,
αγγίζει τον ήλιο και πέφτει καιγόμενος στου βυθού τη σιωπή
αστερίας… Έρπει και καθώς έρπει αλλάζει μορφές,
αναζητώντας στο βλέμμα που τον γέννησε
μια θέση στα πόδια της. στα χέρια της, στη καρδιά της, τα μαλλιά..
Είτε σαν αστερίας, είτε σαν όστρακο, είτε λουλουδάκι της άμμου…
Ταξιδεύει από τη σιωπή στην ακτή… ωστόσο συχνά επιστρέφει
ως μικρό κύμα, που σβήνει στην άμμο όπου αυτή πατά...