Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

18/12/11

ατιτλο

Φύσηξε αέρας και σήκωσε σύννεφα γκρίζα ταξιδιάρικα...
Απόμειναν οι κάκτοι να τον κοιτάνε καθώς περνά...
αυτός μόνο.. μες την απέραντη ερημιά...

Φεγγάρι παγωμένο τύλιξε την απελπισία στα αγκαθια τους
Σώπασαν οι μνήμες.Κοιμήθηκαν χωρίς άστρο στην αγκαλιά..
Με τη σιωπή στα χείλη και τα όνειρα στάχτη βαδίζει σκυφτή...

Το φεγγάρι απόψε δε θα δει το πρόσωπό της.. Σκοτεινό...
Σκοτεινότερο από τη νύχτα στην έρημο.
Όπως μόνο  καρδιά π' αγάπησε μπορεί να σκοτεινιάσει...

16/12/11

ατιτλο

Είναι η φωνή της στον  καθρέφτη
στο κρύσταλο μέσα εγκλωβισμένη..
Το βλέμμα της χίλια ποτάμια
που στεγνώσαν από νερό.

Η  θάλασσα ακόμα την καλεί
στο στήθος της πληγή αγαπημένη.
Κι ας έχει τον πόνο μόνη οφειλή
τα βράδια της μπορεί και ταξιδεύει.

Μες της σελήνης τα μακριά μαλλιά
τα μάτια της σκεπάζει μη θυμάται.
Τα άστρα παίρνει όλα αγκαλιά
στο στήθος της τα πνίγει σα θυμάται..

Κι η θάλασσα τα κάνει αστερίες..
σε παραλίες έρημους τα κρύβει..
Στα όνειρα τα άδεια της τα κρύβει
να τις πληγώνουν τις λευκές πατούσες.

Μα πως να ταξιδέψει μ΄'ενα δάκρυ...
Πως να γεμίσει χίλιους ποταμούς;

άτιτλο

Είναι ο θάνατος σα σιωπή..
πόσο αλήθεια με ευτυχία μοιάζει...
κι είναι το δάκρυ,
στιγμές στιγμές σα τη βροχή
κι η σκέψη νέφος μαύρο
και η ψυχή αγιάζι...

Κι ίσως μια λέξη να μην ειπωθεί...
Μην ειδωθούν τα μάτια με τα μάτια...
κι η αγκαλιά μένει αδειανή...
Όμως ..
που πάνε τα όνειρα όταν κυλάνε;
Όταν βουβά, σκοτεινιασμένα,
με την αντάρα σμίγουν της βροχής
και με του χρόνου το βαθύ ποτάμι...
Πως είναι
όταν πνίγονται οι μοναξιές αντάμα; ...

Δεν είναι σα σιωπηλή γιορτή;

Καλημέρα


Είναι το γκρι ο τέλειος καμβάς..
Φως και σκιά μαζί κοιμούνται,
την ερημιά τους μοιράζονται...
γεννάνε όνειρα ζωής
να περπατήσεις.. να αγγίξεις..
το άρωμά τους να βαφτιστείς...
Κι Αγάπη να μεθύσεις...
Να μεθύσουν τα πόδια, τα χέρια..
η καρδιά...
Στου ήλιου την πρώτη Καλημέρα!

15/12/11

ατιτλο

Συντρίμια ερώτων.. σάρκα καρδιάς ανεμίζει
γατζωμένη στις κοφτερές κόχες.
Κουρτίνα η αναμονή του ύπνου....
Και το δωμάτιο κενοτάφιο χαράς.
Διαδρομές που αγαπηθήκανε,
κορμι ζυμωμένο με όνειρα
από τις διαδρομές σου..
ως της ψυχής τη σιωπή....
Εκεί σε κρύβω..
εκεί που αγαπώ να κρύβομαι..
Μακριά από βοή, σκέψη... χρόνο...

Μα η αυγή γελάει με τη σιωπή μου...
Δακρύζω στη σκληρότητα των χρωμάτων της..
Κι είναι τα όνειρα τότε
ως προοσευχές νεκρών
και το κορμί μου απέραντο μαυσωλείο..
Κι είναι τότε που όσο σε ευγνωμόνησα σε μισώ
για όσα χάρισες.. κι ύστερα τα πήρες...

...Ψέματα λέω...
Μήπως σήμερα χωρίς εσένα κοιμηθώ..
... να κοιμηθώ.....
....να κοιμήσω ξεχασμένα όνειρα...
....μη σε ζητάνε....

ατιτλο

Κι αν μελαγχολήσω, μη δίνεις σημασία.
Θάλασσα η ψυχή και τρικυμίζει...
Πάρε νερομπογιές και ζωγράφισε την τρικυμία...
Θα δεις πόση γαλήνη τότε σε τυλίγει..

Κι αν με δεις να καίγομαι, αγνοησέ με.
Και πύρωσε της καρδιάς το μέταλο εντός μου.
Είναι η φωτιά που ξέρει να αλλάζει
του ατσαλιού το νήμα που τη ζωή οδηγεί..

Κι αν δεις ένα λουλούδι σε ένα κάμπο,
μη φανταστείς πως πάντοτε λουλούδι ήταν.
Την τρικυμία διάβασε τ ανέμου στη ψυχή του
και της φωτιάς την ευλυγισία στο κορμί..

10/12/11

Άκου

Άφησε σε παρακαλώ τη μουσική να σε οδηγήσει.
μη ρωτάς... μη μιλήσεις...
Γύρε το κεφάλι σου πάνω στο στήθος .. κι άκου...
Άσε τη μελωδία.. τις νότες.... να οδηγούν τα βήματά σου.
Την ανάσα σου... Άκου...γύρε πάνω μου .... νιώσε!...

Σε βαθύ ποτάμι μας οδηγούν με πάθος οι νότες..
Μη φοβάσαι.. αφέσου.. στροβιλίσου.. φύλλα είμαστε...
Που ο αγέρας έριξε το ένα πάνω στο άλλο..
δεν έχει δύναμη το ποτάμι να μας χωρίσει...
έτσι μούσκεμα όπως κολάς επάνω μου...δε μπορεί...

Ας σκαρφαλώσουμε αγαπημένη στάλα στάλα τη βροχή
μέχρι τα μαύρα σύννεφα.. πιο ψηλά να σταθούμε...
Ψηλότερα από τον κεραυνο, στα άστρα ανάμεσα...
Θα στολίσω μετεωρήτη στα μαλλιά σου.. ήλιο στα στήθη..
Στον γαλαξία του κορμιού σου θ' ανακαλύψω τη γη...

Εξόριστος στον παράδεισο, μάτια μου, στα μάτια σου να ζω.
Εξόριστη στην αγάπη μου, να γεννήσεις την Πανσέληνο...
με ασημένιες κλωστές τα ονειρά μου να δένεις γύρω σου...
Ανατολή συ και Δύση... Μέρα και νύχτα... Ουρανέ και Γη...
Πνοή μου.. Ψυχή μου... Γλυκό μου όνειρο...

Άκου... γύρε πάνω μου κι άκου...

Ύπαρξη

Συνάντησα ένα ναυτικό
που δεν ταξίδεψε ποτέ του..
Κάθε πρωί ως τη δύση
στεκότανε στο λιμάνι
δίπλα από εκεί που δένουνε τα πλοία..
Και κοίταζε πέρα μακριά τον καιρό...
Τον ορίζοντα κοίταγε..
Τον πλησίασα μια μέρα
και είδα στο βυθισμένο του πρόσωπο
άξαφνα να λάμπει ένα διαυγές χαμόγελο...
Αλλάξανε χρώμα τα μάτια του..
Δεν άντεξα.. ρώτησα.
αν και μου το είχανε πει στο νησί...
Είναι τρελός... να του μιλάς από απόσταση..
"Τι βλέπεις;"...
Ασάλευτος, αποκρίθηκε..
το πρόσωπό του έγινε πιο βαθύ,
φώτισε το χαμόγελό του..
αφρισμένο κύμα
που σκορπίζεται στη σαγήνη του ήλιου..
"Βλέπω δυο γαλάζιους Ερωδιούς
με κόκκινο λαιμό
να πετάνε δίπλα δίπλα..."
Σώπασε.. σκοτείνιασε... ανησύχησα...
"Τι βλέπεις;"ξαναρώτησα...
"Βλέπω την καραβέλα του Χριστόφορου Κολόμβου...
Νομίζει πως στην Πορτογαλία γυρνά..
μα σκοτάδι την έχει τυλίξει..
Πόσο ωραία τα νερά των Αζορών..
τα πρόσωπα των Τάινος δε γνωρίζουν
πως η συμφορά με το πρόσωπο της χαράς ήρθε..."
Το χείλος του έτρεμε... το σώμα του έτρεμε..
μα ρώτησα...
"Γιατί δεν ταξιδεύεις;"
..
"Ταξιδεύω όλη την ώρα...
γεννήθηκα πάνω σε ένα χάρτη..
Τον διάβασα τον έσκισα κι έφτιαξα έναν άλλον..
Στο λευκό χαρτί μια κουκίδα έβαλα μόνο...
εμένα..."

Συνάντησα κάποτε ένα κυνηγό...
Κάθε απόγευμα ντυνότανε στρατιωτικά ρούχα
και γύριζε τις ωρες που μεσουρανούσε ο ήλιος..
Κάθε απόγευμα, φορώντας τα στρατιωτικά
χανότανε σε ποτάμια από φώτα και κόσμο
ανάμεσα από πανύψηλα κτίρια
ώσπου το φως έσβηνε... ερήμωναν οι δρόμοι..
και τα κτίρια τα ψηλά γυμνά μοιάζανε
έτσι εκτεθειμένα στον αέρα και την βροχή
στα χαμόσπιτα δίπλα...
Εκείνα είχαν ψυχή να τα ζεστάνει...
Μα εκείνος ψηλά κοιτούσε... στα παραθύρια...
Κάποτε στεκότανε κάτω από το ίδιο παράθυρο
κοντά χρόνο.. πάντοτε την ίδια ώρα...
Γύρω μετά τις μία, μόλις σβήνανε τα φώτα
μία σκιά στεκότανε μπροστά στο παράθυρο συλλογισμένη..
Ίσως γυναικεία φιγούρα - δεν ήτανε σίγουρος...
Ύστερα από λίγο το παράθυρο έκλεινε
Τότε ψιθύριζε "καληνύχτα" .. κι έφευγε...
Ύστερα το παράθυρο δεν ξανάνοιξε...
Κι έπαψε να περνά από αυτό τον δρόμο.

Συνάντησα κάποτε ένα κυνηγό.
Που δεν έφερε λάφυρο.. δεν είχε όπλο..
φορούσε μόνο τα στρατιωτικά του ρούχα...
και έλεγε .. "είμαι κυνηγός".

Όταν πέθανε βρήκαν στη τσέπη του ένα μολύβι...
κι ένα χαρτί πάνω στο τραπέζι του...
Έγραφε ψηλά..
"Τα πιο όμορφα άστρα...τα ξεχασμένα από τον κόσμο
άστρα αόρατα..  πρέπει παιδί να γίνεις για να τα βρεις..
Μα φυλάξου.. αν μάθουν πως είσαι παιδί... θα σε τιμωρήσουν..."
Κι από κάτω... έγραφε ονόματα οδών που δεν υπήρχαν....
και πάνω τους σχεδιασμένα μικρά μικρά αστέρια...
Τα περισσότερα ήτανε στην οδό Απελπισίας...
Κάποια στην οδό Ονείρου..
Άλλα στην οδό Έρωτος, και λίγα.. στην οδό Αγάπης.
Υπήρχε και η οδός Τρέλας,
η οδός των Παιδιών και η οδός των Χαμένων Παιδιών..
Λίστα ολόκληρη γεμάτη ονόματα οδών κι αστέρια...

Συνάντησα ένα κυνηγό αστεριών
και δεν έμαθα το όνομά του...
Τον πρόσεξα όταν τον είδα να με παρατηρεί..
Από φόβο τον πρόσεξα.. κι ας μέναμε δίπλα..
Αντικριστά διαμερίσματα του ίδιου ορόφου...

Τον είπανε τρελό, όπως τον ναυτικό.

Περάσαν χρόνια, δίχως οι μέρες ν' αλλάζουν...
Μόνο το πρόσωπό μου μπροστά στο καθρέφτη
κι η ψυχή μου που μύριζε μαυσωλείο επιθυμιών.
Ζήλεψα τον χάρτη του ναυτικού...τ΄ άστρα του κυνηγού...
Την κάθε μέρα με το δικό της νόημα.. το δικό της ταξίδι....
 Αρχή χωρίς τέλος...

Μη λες λοιπόν μάταιο τον ερωτά μου για σένα...
Επειδή δεν έχω πλοίο να ταξιδέψω...
ή απόχη να μαζέψω τα άστρα...
Μόνο ένα χαρτί... κι ένα μολύβι... και λίγους στίχους...
Να με κάνουνε να υπάρχω...

7/12/11

Αστέρι

_ Κοιμάται ο πόθος Αντιγόνη;
_ ... κοιμάται...
_ Κι άμα κοιμηθεί ο ποθος, ξυπνάει μετά;
_ Δεν ξέρω.. ίσως.. αν δε χάσει το δρόμο... μα ίσως και να μην ξυπνήσει ποτέ....
Κοίταξε το προσωπό της στον καθρέφτη...  τα μάτια.. την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Δάκρυσε....
_ Κοιμάται ο ποθος... σα την αρρώστια κοιμάται... ποτέ δεν ξέρεις πότε θα κάνει μετάσταση... αθόρυβα απλώνει τις ρίζες του και σε στοιχιώνει...
Κι ύστερα, έστρεψε το βλέμμα του αλλού, πήρε ένα λευκό πανί και σκέπασε τον καθρέφτη.  Δεν την είχε ανάγκη πια.. δεν την ήθελε πλέον. Με βήματα αργά, βαριά, που κανανε τα σανίδια να τρίζουν προχώρησε ως το παράθυρο. Ούτε που το κατάλαβε πως διάνυσε αυτή την απόσταση, τα πόδια του μόνα τους τον οδηγήσανε εκεί.. Άνοιξε τα παλιά ξύλινα πατζούρια να μπει φως... Κι ένιωσε τις ρίζες μέσα του να σκιρτάνε γυρεύοντας κι αυτές φως..  " Ω Θέ μου!" Αναφώνησε νιώθοντας τη δυναμή τους. Όμως... η καρδιά του βάσταγε ακόμα... Οι ρίζες του πόθου δε καταφέρνανε να τρυπήσουνε την αγάπη του για εκείνη.. Φορές μόνο... θόλωνε το αίμα του από πίκρα... από μοναξιά.. φορές μόνο...
Έπειτα γινότανε πάλι κύριος του εαυτού του.. Οι ρίζες σωπαίνανε... και το φως ζωγράφιζε στα χείλη του, το όνομά της... μόνο με αγάπη. Όταν το φως, ερχότανε από τα δικά της μάτια αυτό αρκούσε για να μείνουν οι ρίζες ασάλευτες. Να μη ζητάει τίποτα.. σα να φοβόντουσαν οι ρίζες μη την τρομάξουν.... ή επειδή είχανε όλο το φως που είχαν ανάγκη...
Παρόλα αυτά, η καρδιά ανησυχούσε.. όσο οι ρίζες κουλουριάζονταν γύρω της, εκείνη δεν ένιωθε καλά..  Φοβόταν την πίκρα, που σα μωβ δηλητήριο, καραδοκούσε στο αίμα .. στις λέξεις... γεννώντας μικρά αποστήματα που τον κάναν άσκημο. Έτσι ένιωθε στα μάτια της μπροστά κάθε που κάποια ρίζα κέντριζε την καρδιά του.. Άσκημος. Και τότε μόνο η αποδοχή κι η αγάπη της αγκαλιά της μπορούσαν να τον λυτρώσουνε... Φτάνει να ήταν εκεί... και  να νιώθει την ανάσα της, τον σφυγμό της.. Τη ζεστασιά της ψυχής της.
Μια μέρα του χάρισε ένα αστέρι... Δηλαδή δε του το χάρισε ακριβώς.. αλλά του έδωσε μια λέξη, ένα λόγο να ονειρεύεται.. Κάποτε του χάριζε συχνά λέξεις.. Μα τώρα αυτό ήταν σπάνιο για εκείνη.
_Μήπως θες να σου δώσω μια άλλη λέξη;
_ όχι! .. δε θέλω άλλη λέξη...
Πόσα βράδια ξενύχτησε με αυτό το αστέρι..  τα χείλη της.. τα μαλλιά της.. τα μάτια της...  Να το κοιτά και να μη τολμά να το αγγίξει... Μες την καρδιά του έφεγγε. Μια λέξη ανταξιά της δε βρήκε. Ίσως φταίει που σωπαίνει πλέον σα την συλογάται ο πόθος... ίσως φταίει το μωβ δηλητήριο... που σκοτώνει τις λέξεις πριν γεννηθούνε.. σαν αμαρτία που δεν αντέχεται να δει το φως.
Σκέπασε τον καθρέφτη και δάκρυσε... για όλο το κακό που έφερε η παράξενη αρρώστια του.. Για το καταστραμένο του αίμα.. την ασκήμια του που τον εμπόδιζε να σταθεί αντίκρυ της και να πει.. " σ αγαπώ" .. Κι αυτό το " σ αγαπώ" να πετάξει με φτερά πάλευκα, φως  στο φως, αγγελός της και προστάτης της.. Χωρίς ένα μαύρο πούπουλο... χωρίς μια υποψία.. ως την καρδιά της... 
Πέρασε η μέρα, νύχτωσε... Κι αυτός έμενε στο παράθυρο μπροστά ως να μην είχε δύσει ο ήλιος... λάμπαν τα μάτια του στο φως.. στο φως που άγγιξε τα χείλη του καθώς σχηματίζανε σιωπήλα, με χαμόγελο, το όνομά της.. 'Εμεινε να κοιτά περιμένοντας .. δίχως να προσδιορίσει τι...  ίσως ένα αστέρι... Ένα μακρινό αστέρι.... που από κει ψηλά, ακόμα κι όταν δε φαίνεται, καταφέρνει να φωτίσει την καρδιά του...
Στο σκοτάδι δε φαίνεται η ασκήμια του.. ίσως και να μην υπάρχει... Κι ίσως, έστω και με χείλη που σιωπούν, από απόσταση τόση... η καρδιά του λεύτερη πετώντας,  καταφέρει να της πει " σ αγαπώ" ...κι εκείνη να το ακούσει...  Δίχως ένα μαύρο πούπουλο στις φτερούγες...

4/12/11

Καπνός

Κουράστηκα να ζω μόνο για άλλους...
.. κουράστηκα να ζω...
με καρδιά που δε μου ανήκει..

Θα κάτσω στο πεζούλι σου ζωή,
θα κάτσω να ξαποστάσω...
Κι ίσως κοιμηθώ
στο πολύβοο δρόμο σου
μη γυρίσω....

Με κούρασαν οι αλήθειες σου
που μου στερούν το ψέμα...
Κάθε ανάσα μου πληγή
κάθε πληγή δάκρυ κρυφό,
θάλασσα να διασχίσω...

Μα ίσως απόψε κοιμηθώ
στ'όνειρο χωρίς όνειρο
να σεργιανίσω...

Ποτέ δεν ήμουν στον κόσμο μέσα,
από τα σπλάχνα σου ως τα χτες,
καπνός μόνο,  στης γιορτής τη φωτιά.

Αρκετά...

3/12/11

ατιτλο..

 Φωτογραφία Έλλη Ψύχα

Καλημέρα σας κόσμε, καλημέρα αγάπη, καλημέρα ζωή!
Μεσημέριασε πια... μα η ζωή είναι πάντοτε ωραία.. Καλημέρα!
Η ζωή πάντα αρχίζει .. κάθε μέρα.. κάθε λεπτό... κάθε πνοή..
Η Ζωή είναι ωραία και σε πείσμα των καιρών, παραμένει ωραία.
Γι αυτό φόρεσα τα λευκά μου ενδύματα, το λευκό καπέλο μου,
τη χαρούμενη βεντάλια μου βαστώ.. και σας φωνάζω καλημέρα!!!

Τα κόκκινα βαμένα χείλη μου, την άσπρη μου επιδερμίδα τονίζουν...
Κι όμως.. είναι και κάτι ακόμα, κάτι πιο ωραίο από τα Ιωνικά κιoνόκρανα..
Μια υπόσχεση.... μπορώ αν θες να στην ψυθιρίσω στο αυτί....
Τα ωραία πράματα, μόνο έτσι πρέπει να λέγονται.. Ψιθυριστά...
Όταν οι καρδιές είναι κοντά, δε χρειάζεται να φωνάζουμε...
Μην ακούτε που φωνάζω καλημέρα!!! Φωνάζω για να με ακούσουν
όσοι τους ψίθυρους ακούνε της καρδιάς.... Κανείς άλλος....

Καλημέρα ζωή, καλημέρα Αγάπη, καλημέρα έρωτα....!!!
Κοιτάξτε πόσο όμορφα γλυστράει το φως στη λευκή επιδερμίδα μου..
Έτσι ντυμένη στα λευκά, μοιάζω νυφούλα...
Ο πλατύγυρος του άσπρου μου καπέλου, σκεπάζει τα μάτια μου..
Αλλά εσείς πιστέψτε στην εικόνα.. Όχι εσείς... όχι εσείς....
που με ακούτε σιγανά να μιλώ ...  Εσείς μόνο!!! Που σας φωνάζω!!!
Καλημέρα!!!!

Ο τσίγκινος κερματοδέκτης, εμπρός στον λευκό μου θρόνο,
θα βοηθήσει να γίνει καλύτερη και για τους δυο μας... αν πιστέψετε...

άτιτλο

 Φωτογραφία Έλλη Ψύχα

Χιλιόμετρα μετά, χαθήκανε όλοι...
Χιλιόμετρα ταξιδιού μέσα μου...
Δεν υπήρχανε πλέον πρόσωπα,
όψεις κτιρίων, εσύ...
Ή μήπως υπήρχες μόνο εσύ;
Ζεστό παλτό σ'ένιωθα
να μου ζεσταίνεις την καρδιά..
το κορμί.. εσύ μόνο!
Κάθε μου βήμα ,
ο δρόμος μου όλος εσύ...
Όσο πιο μακριά σου έφευγα
τόσο γύριζα κοντά σου...

Τα φώτα γίνανε αιχμηρά βέλη.
Κάθε βήμα μια δική σου φωνή,
μια δική σου ματιά..
Αδυσώπητα η μνήμη
εντείχησε το διάδρομο της μοναξιάς..
Κι όλο έρχομαι..
κι όλο φεύγω...
Κι όλο καίγομαι
από τα βέλη
που πύρωσε η ματιά σου....
Κι όσο καίγομαι
-τι παράδοξο αλήθεια-
τόσο περισσότερο
να τυλίγομαι στο παλτό...

Κάνοντας κύκλους,
γύρω από την ζωή μου
Ζωή μου!

Το μπαουλάκι της καρδιάς

Στην οδό Αμνησίας...
Εκεί τον γνώρισα.
Ήταν θυμάμαι εθνική εορτή...
Με κάλεσε να γιορτάσουμε
μαζί...
Όλη μέρα κουνούσαμε σημαιάκια,
τρέχαμε, γελούσαμε...
Όλη μέρα πάνω κάτω
βαδίσαμε παρέα..
Η ώρα πέρασε.. νύχτωσε...
Του πρότεινα να μείνει στο σπίτι
να συνεχίσουμε τη γιορτή.
Το δέχτηκε...
Γιορτάζαμε την πατρίδα μας
ως το πρωί...

Το πρωί έλειπε...
Πήγα.. τον βρήκα...
Στην οδό Αμνησίας
όπου τον πρωτοείδα..
Μου συστήθηκε πάλι
από την αρχή..
"Η πατρίδα" μου είπε
"σας χρειάζεται"..
κι εγώ που τόσο
τον είχα πλέον αγαπήσει,
"ναι" είπα..
"Είμαι διαθέσιμη
σε κάθε θυσία"...
Και τότε
με παντρεύτηκε...

Κάθε πρωί, έλειπε....
Τον έβρισκα πάντοτε στην ίδια οδό..
Ποτέ δε με θυμόταν το πρωί..
Τα βράδια μόνο, σα νύχτωνε..
με είχε έγνοια....Λίμναζε
καράβι τσακισμένο στην αγκαλιά μου.
και κάθε πρωί έφευγε...
Όλο και πιο μακριά...
Τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται
καθώς περάσανε χρόνια..
Έπαψα να τον γυρεύω...
Περίμενα μόνη στο σκοτάδι,
να φανεί..
Έπαψε κι εκείνος
να λιμνάζει κάθε βράδυ.

Ένα βράδυ δεν ήρθε πια..
Δεν γύρεψα να μάθω..
Περίμενα με την πόρτα ανοιχτή...
Ύστερα σφράγισα την πόρτα..
Σφράγισα τα μάτια...
Σίγουρη πως είμαι μόνη,
άνοιξα το μπαουλάκι της καρδιά μου,
κι αράδιασα εμπρός μου
όλη μου τη ζωή...
Όνειρα παλαιά.. όνειρα ξεχασμένα...
Πριν ξημερώσει ,
κουρασμένη  να κλαίω στα γόνατα...
μπήκα στο μπαούλο
και τό κλεισα....

2/12/11

Ακροβάτης του Έρωτα

Δαίμων, Άγγελος, Θεός
ή άνθρωπος...
Ζωή ή στιγμή,
κεραυνός ή επιβάτης
σε ταχεία θανάτου.

Πατώ μια στο λευκό
μία στο μαύρο
τους κανόνες αντιστρέφοντας
εγώ,
που αύριο δε θα είμαι
και χτες δεν ήμουν.
Διεκδικώντας ζωή..
Την στιγμή...
όπως θες πες το.
Δε θα μπορέσω να σου μάθω
αυτό που ήδη γνωρίζεις.

Οι λέξεις.. οι σκέψεις....
κάθε τι που εξηγούμε
αλλάζει όψη... στην καρδιά.
Κι η ψυχή μου,
δεν αντέχει λέξεις άλλες,
καινούργια νοήματα,
πορφύρες ή χώμα
να τρυπά των ματιών μου
το όνειρο.
Και τη διάφανη σιωπή μου
να σκοτεινιάζει...

Μίλα μου με χάδι,
και θα σ' ακούσω..
Με τη φωνή του κεραυνού μίλα μου.
Δε θα ξεχάσω ότι πεις...
στη φωτιά σου μέσα...
Άσπρο ή λευκό,
εσύ ή εγώ.. οι άλλοι...
στη πυρά του μέσα,
στο καμίνι του Έρωτος....
Ανάγκη δεν έχουν
από πριν και μετά...
από ταυτότητα...

Γι αυτό σου λέω...
άσε με να ονειρεύομαι...
Να χαϊδεύω
με την πατούσα μου τις λέξεις
και την ίδια στιγμή,
το άλλο πόδι στο κενό να είναι..
Μη τρομάζεις... μην φοβάσαι...
Τον έρωτα γυρεύω
που με έμαθε να είμαι
κι ύστερα κρύφτηκε
αφήνοντας πίσω του άχρηστα στολίδια
και μια πλαστή ταυτότητα...

Ξέρω,
πως εκεί που θα ματώσω,
εκεί είναι...
Κι ο έρωτας.. κι η ζωή μου...
.. κι εσύ....

1/12/11

N.K + N.Π.

Κι έγειρα το κεφάλι μου δειλά
να βρω τον ουρανό μου
μέσα από μια σχισμή φωτός
που είχε ακόμα μείνει…

Κι ο ήλιος έξω έφεγγε
Κι ήταν ακόμα μέρα…

Ν.Κ.

Πετάρισε στο βλέμμα
η καρδιά,
στα φτερά των βλεφάρων
αφέθηκε..

Κι ήσουν εσύ ο ήλιος,
της μέρας τ΄όνειρο...

Γλάρος λευκός
που κεντάει το μπλε,
με Φως π' αποκοιμήθηκε...
στη σχισμή της κουρτίνας.

Κι ήσουν εσύ,
και η νύχτα και η μέρα..
Η κουρτίνα.. και το Φως...


Ν.Π.

28/11/11

ατιτλο

Βαρύτιμο ασήμι.... στο λαιμό σου το φόρεσες..
χείλη απαλά...κατάβαση κάνανε
στον Άδη της καρδιάς σου..
Και ζήλεψε η σελήνη του φιλιού το φως...
το λευκός στήθος στα χείλη του....
Κι έλαμψε και εκείνη, από ζήλεια,
τη νύχτα καίγοντας των εραστών...
Κι ήταν το φως της ως κερί αδύναμο,
στων ματιών σου το φως εμπρός,
στης ευτυχίας το δάκρυ....
Κι ήταν λαμπάδα αναμένη το κορμί σου...
Κι η θάλασσα όλη, στα στήθη μας μέσα...
φουρτουνιασμένη..
μην αντέχοντας απόσταση καμία....

Αγάπης πιοτό

Της αγάπης το πιοτό, δεν είναι κέρασμα...
Της αγάπης το πιοτό είναι βροχή..
Ποταμός είναι άγριος και θάλασσα....
και στα μάτια σου, άγριο πουλί...

Ουρανός να γίνεις πρέπει για να πιω
xωματένια στήθη και ζεστό φιλί...
Κάψε με σαν ήλιος σύννεφο να γινώ
Χόρεψέ με στων ανέμων το κορμί...

Κι ύστερα, ποτάμι κάνε με, θάλασσα πλατιά,
Στόμα σου και σώμα σου, να μη διψώ ξανά...

Νικόλας Παπανικολόπουλος

23/11/11

Ατιτλο

Πίσω από τα ψέματα των κατόπτρων
και τις αντικρυστές ματιές
υπάρχει εκείνος που γνωρίζεις...
κι η ψυχή του, ψυχή σου είναι...
 Ύλη πρώτη των άστρων..
 Ύλη πρώτη και της σκοτεινής νύχτας,
 που στα σωθικά της καρπίζει μυστικά το φως...
Μη κοιτάς απένατι..
μέσα σου κοίτα.. Και θα με βρεις...

ατιτλο

Όαση συμπόνιας, χαμόγελα βρεγμένα..
Ψυχές εξατμισμένες, σκορπίζουνε,
από τα χαμόγελα στα φυλώματα των δέντρων.
Ανασάνει Ο θεός το έργο του,
κι ευωδιάζει στα ροδισμένα μάγουλα
ο Έρωτας κι η Καλοσύνη του.

ατιτλο

Στη μνήμη του αίματος,
θα σκύβουν τα όνειρα, εφιάλτες πια,
να ξεδιψάει ο πόνος τους.
Σκιές σκιές, θα χάνονται
στα πτυχώματα της κουρτίνας του νου...
και φως πιο δυνατό από το αίμα
που κυλάει μέσα μου, και θυμάται..
και θυμάμαι...
άλλο δε θά' χω....

Κι όταν η επιστροφή σου κυριεύσει ολότελα
όση τρέλα μ απόμεινε,
από τα σπασμένα κλαριά του έρωτα,
τα τσακισμένα φύλλα - φτερά νεράιδων
( πιστεύω ακόμα στα παραμύθια),
θα τυλιχτώ το κορμί μου
και σφίγγοντας τα δυο χέρια μου
το ένα πάνω στο άλλο..
θα νιώσω να φυτρώνουν πάλι φτερά
στους ώμους..
Κι ίσως απόψε
με πτήση από το έβδομο πάτωμα
κατοικήσω στην ουράνια ευτυχία
που χάρισες δηλητήριο στο αίμα μου.

ατιτλο

Κι αν σε σκεπάσει το κρύο του χειμώνα,
αν το λευκό του πέπλο την επιδερμίδα σου ντύσει...
Αν η άβυσος γύρω σου κατοικήσει και σε κάνει νησί...
Και βοή ανέμων σμίγει στο καλεσμά της  γη θάλασσα κι ουρανό...
Και μέσα από τα δόντια του χρόνου, να διαβώ πρέπει, για να σε βρω..
Δίχως φως.. άστρο ή κερί... ή σπίθα σπίρτου....
παραμερίζοντας μία μία τις κουρτίνες των φόβων σου...
Θα σε βρω.....

Ακούγοντας την καρδιά σου...  θα σε βρω....

Γιατί όπου και νά σαι, μπορώ να σ' ακούω, καρδιά μου...

ατιτλο

θα έρθω αγνώριστος...
Δε μοιάζω σε ότι ονειρεύτηκες..
Θα έρθω Άγνωστος...
Μη με κοιτάξεις με τα μάτια...
Μη ψιλαφήσεις στα δαχτυλά σου
τη μορφή μου.
Στην καρδιά μου ακούμπα....
Νιώσε....
τα κύματα που ξεπηδούν σε κάθε χτύπο
με μοναδικό προορισμό τους, εσένα...
Νιώσε...
Το πέταγμα ενός γλάρου,
τον πόθο στα φτερά του...
Μη με κοιτάς στα μάτια με τα μάτια...
Μη λες πως με κοιτάς μέχρι να δεις
τις φλόγες....
που σιγοκαίνε πίσω από τα βλέφαρα
τη ζωή μου  Όνειρό μου!...

Δε θα με γνωρίσεις έτσι άραχνο όπως κάρβουνο
αν τη φωτιά δε λευτερώσεις....
Και μαζί μου καέις...

22/11/11

Ατιτλο

Σε θυμάμαι...
κοριτσάκι ακόμα να χάνεσαι
στις διάπλατες σελίδες των βιβλίων
με τα μάτια ορθάνοιχτα..
Να κοιτάνε πέρα από τις λέξεις..
πιο μακριά και πιο μετά
από εκεί που αρχίζει και τελειώνει το παραμύθι...
Σε θυμάμαι..
με τα κερασένια σου χείλη να ευωδιάζεις
την ψυχή που κατοικεί στο στήθος μου..
Το άρωμά σου.. τη πνοή σου... Ανάσα μου!
Σε θυμάμαι...
Στο δικό μου παραμύθι δεν έφυγες ποτέ..
Σε ανασαίνω κι αποστηθίζω όλα τα ποιήματα
που σκορπίζει ο άνεμος στις κινήσεις σου..
Πάλεται το στήθος μου, Ανάσα μου,
στο θροισμά σου...

Σκορπώ τα φύλλα του φθινοπώρου,
τις λευκές νιφάδες,
τα βηματά σου να σκεπάσουν από διαβάτες.
Απείραχτα να μείνουν, ώσπου, καρδιά μου,
την Άνοιξη να ξαναφέρει ο ερχομός σου.

Ακούω την μουσική,
που κάνει το κορμί σου να θροίζει,
και με αόρατο μανδύα κρυμένος
στο παραμύθι που δε ζήσαμε ακόμα,
περιμένω, να με δεις....
να με πιστέψεις....
να μου κρατήσεις πάλι το χέρι...
Και να βαδίσουμε δίπλα ο ένας στον άλλον
αφήνοντας ίχνη από άστρα,
να μαρτυρούν σε όσους βλέπουνε
τον δρόμο των παραμυθιών..
Εκείνον, από την καρδιά ως την καρδιά.
Και πάλι πέρα.. και πάλι δώθε..
Τον δρόμο, που αγαπά να βαδίζει
η Αγάπη...

Δες με.. πίστεψέ με... κι όλα θ' αρχίσουν από την αρχή.
" Μια φορά κι έναν καιρό..."

19/11/11

Ατιτλο

Ο χρόνος μου τελειώνει πάνω στη γη..
και πρέπει να εγκαταλείψω όσα συνήθισα..
κι όσα αγάπησα..
Με γυμνό το φως της ψυχής να ταξιδέψω
στο Φως...
Κι όμως δε μπορώ. Βαριά λύπη με δένει...
Δεν είμαι το νιογέννητο φως που ήμουνα..
Ούτε ο άνεμος ο αδέσμευτος..
Ό,τι ήμουνα δεν είμαι κι ούτε μπορώ πάλι να γίνω.

Ο χρόνος τελειώνει.. πλησιάζει η ώρα..
Κι εγώ δεν είμαι πια πνεύμα ή άγγελος.
Πήλινα γίνανε τα αρχαία φτερά μου,
σπασμένος πηλός η καρδιά..
Και τα όνειρα άργιλος, άμμος....
Ταξιδεύουν πάνω τους ποτάμια από άστρα
το ίδο συχνά με της ερήμου την δίψα
και την απελπισία.

Κάνω μικρές συμφωνίες με τον διάβολο
κρυφά από τον Θεό ...
Δύο παιδιά που σμίγουν σε ώρες παιχνιδιού
πέρα από πρέπει....
Διαπραγματεύομαι την αιωνιότητα
με αντάλλαγμα να είμαι θνητός.
Ο διάβολος αγαπά το αιώνιο.. κι εγώ αγαπώ το χώμα...
Και την σπασμένη πήλινη καρδιά μου.
Στο χώμα μέσα,
θα μπορέσει κάποτε να ξεχαστεί...

H Ζωή Μιας Νεράιδας - μέρος 1ο

H  Ζωή Μιας Νεράιδας ( της κόρης μου Δανάης Παπανικολοπούλου Λαλέ - ετών 12 )

Στην λίμνη Στυμφαλία υπάρχει μια νεράιδα η Λέπρα. Όμορφη με δέρμα κρύο σαν τον πάγο, μαλλιά καστανά σγουρά, τα μάτια της ήταν μπλε σκούρο στο χρώμα του ουρανού  και  χαρακτήρα γλυκό, απότομο, ήρεμο και γαλήνιο σαν το νερό. Κόρη του Ήλιου και της Σελήνης αλλά επειδή την ζήλευαν πολύ οι γονείς της εξαιτίας της ομορφιάς της την έδιωξαν από τον ουρανό κι από αστέρι που ήταν την έκαναν νεράιδα και την παγίδεψαν στην λίμνη Στυμφαλία. Η Λέπρα μπορούσε να βγει μόνο τα βράδια επειδή και τα αστέρια μόνο την νύχτα φαίνονται αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν, έτσι κι αυτή. Κάθε βράδυ όταν έβγαινε χόρευε τον πιο λυπηρό χορό, μόλις τέλειωνε ο χορός κολύμπαγε στην λίμνη αργότερα κοίταζε τον ουρανό, έβλεπε τα αδέρφια της τα άστρα και την μητέρα της να την κοιτάζουν από ψηλά κι εκείνη άρχιζε να κλαίει. Έτσι περνούσε κάθε βράδυ η Λέπρα, μόνη και στεναχωρημένη σε όλη την παιδική της ηλικία με καμία ελπίδα για ευτυχία.
Σε μια άλλη χώρα ένα πριγκιπόπουλο ο Ντέρεκ μεγάλωνε. Αλλά αυτό το πριγκιπόπουλο δεν ήταν κακομαθημένο όπως τα άλλα πριγκιπόπουλα, μεγάλωνε με δυο γονείς υπερπροστατευτικούς και άκουγε κάθε βράδυ τις φωνές τους που μάλωναν αλλά μπροστά σε κόσμο έκαναν την χαρούμενη οικογένεια όμως όταν έφευγαν όλοι κι έμεναν μόνοι τους πάλι μάλωναν. Ο Ντέρεκ δεν άντεχε πια όλους αυτούς τους τσακωμούς των γονιών του, πολλές φορές του ερχόταν να τρέξει έξω από το σπίτι και να αρχίσει απλώς να τρέχει χωρίς να έχει προορισμό, χωρίς σκέψεις και αναμνήσεις απλά να έτρεχε μακριά από όσα των πληγώνουν και τον κάνουν να νιώθει καταπιεσμένος να πήγαινε σε μια χώρα μαγική και πανέμορφη, ονειρική χωρίς να ανησυχεί για το τι θα συμβεί στην ζωή του και να ζει έτσι για πάντα. Aλλά ήξερε ότι δεν γίνετε κάτι τέτοιο επειδή υπήρχαν ακόμα πολλά ερωτηματικά για τον έξω κόσμο που έπρεπε να μάθει. Πάντως  όταν κοίταζε τον ουρανό ηρεμούσε και χαμογέλαγε στα αστέρια τα οποία είχαν προβλέψει ένα υπέροχο μέλλον για τον ίδιο.
Η Λέπρα κι ο Ντέρεκ μεγάλωναν σταθερά αφού περνούσαν τόσο εύκολα τα χρόνια σαν μέρες κι οι μέρες σαν ώρες. Ώσπου ήρθε η μέρα που έγινε κάτι πολύ θλιβερό πατέρας του Ντέρεκ πέθανε!  Ντέρεκ δεν μπορούσε να το αντέξει αυτόν  τον πόνο ακόμα κι αν μάλωναν πολύ συχνά κι όμως τον αγαπούσε βαθιά μέσα στην καρδιά του πολύ δυνατά για αυτό λοιπόν κι ένα βράδυ έφυγε από το σπίτι του ήταν νύχτα ατελείωτη για τον ίδιο δεν άντεχε να μένει στο ίδιο σημείο στο οποίο μάλωνε με τον πατέρα του αντί να τον αγκαλιάσει να τον ακούσει τι έχει να του πει μιας κι είναι μεγαλύτερος από εκείνον και ήξερε πολλά περισσότερα  για τον κόσμο για τους ανθρώπους κι όμως εκείνος προτιμούσε να μαλώνει μαζί του. Υπήρχαν και καλές στιγμές όπως τότε που ήταν Χριστούγεννα στην αγκαλιά του πατέρα του κι άνοιγαν τα δώρα χαρούμενοι ή όταν είχαν πάει βόλτα στο δάσος κοντά στο σπίτι τους κι είχαν κάτσει πάνω σε ένα κούτσουρο και του έλεγε ιστορίες με γοργόνες, νεράιδες και ξωτικά κι τα πίστευε όλα αυτά .Τα βράδια πριν κοιμηθεί του έλεγε ένα παραμύθι κι ύστερα την πιο γλυκιά καληνύχτα και τον έπαιρνε κατευθείαν ο ύπνος, κι τώρα τίποτα σιωπή και μόνο σιωπή έτσι εκείνο το αναπάντεχο βράδυ αποφάσισε να φύγει για λίγα χρόνια μακριά από το σπίτι του, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Ντύθηκε, πήρε μαζί του μερικά πράγματα, πήγε στους στάβλους πήρε το άλογο που του είχε χαρίσει ο πατέρας του.  Αυτή η μέρα τον έκανε να νιώσει πολύ μεγάλος αν και ήταν μόνο δώδεκα ετών, κι όμως επειδή ο πατέρας του του είχε πει ότι είναι πια άντρας εκείνος το είχε πιστέψει. Θυμάται ακόμα και την πρώτη φορά που προσπάθησε να ανέβει στο άλογο του είχε φανεί τόσο περίεργο που στην αρχή φοβόταν να δοκιμάσει αλλά τώρα ανέβηκε με πολύ ευκολία, διότι ο πατέρας του του είχε μάθει. Άρχισε να ιππεύει και γρήγορα το άλογο ξεκίνησε να τρέχει, από τα μάτια του Ντέρεκ έτρεχαν δάκρυα σαν ποτάμι ξαφνικά ένιωσε μια ζαλάδα κι λίγο αδύναμος τότε έπεσε από το άλογο και χτύπησε το κεφάλι του. Όταν ξύπνησε είδε ότι βρισκόταν μπροστά σε μια μεγάλη λίμνη του φάνηκε βαθιά. Κοίταξε γύρω του δεν έβλεπε πουθενά το άλογο... ένιωσε τόσο άχρηστος που έχασε το δώρο του πατέρα του που μόνο αυτό είχε πια, αφού είχε μάθει ότι η μητέρα του είχε ήδη βρει άλλον άντρα . Ένιωθε μόνος. Δοκίμασε να κολυμπήσει στη λίμνη ώστε να ξεπλυθεί από τα χώματα και τις λάσπες. Όταν τελείωσε κάθισε κι έκοψε ένα μήλο κι έφαγε κάτω από το δέντρο μπροστά στη λίμνη και κοίταγε πέρα μακριά στα βουνά κι έκανε όνειρα πολλά και γεμάτα αλλά δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να τα πραγματοποιήσει δυστυχώς του έλειπε η αισιοδοξία, για να τα κάνει αληθινά.

Δανάη Παπανικολοπούλου Λαλέ

18/11/11

Ατιτλο

Γιατί…;
αναρωτήθηκε…
στρέφοντας το βλέμμα της προς τον ουρανό…
Γιατί να μη μπορώ να πετάξω κι εγώ τόσο ψηλά…
Από κει πάνω όλα φαίνονται μικρά,
λίγα, μακρινά, απλά, εύκολα, ήρεμα, αδιάφορα…
Αυτό χρειαζόταν… σκέφτηκε…
και κοίταξε με θλίψη τα βρεγμένα της φτερά…

Nάντια Κωνστάντου

Κι ο ουρανός που την άκουσε, σκοτείνιασε περισσότερο...
Μέσα στην μαύρη του καρδιά τ άστρα μοιάζανε ακόμα πιο λαμπερά.. πιο ποθητά...
Πόσο θα ήθελε η ανταριασμένη από τις χιλιετίες ψυχή του,
από τις φωτιές και σιωπές ανείπωτες.... πόσο... πόσο πολύ...
μια σταγόνα δάκρυ να ήταν στα μάτια της,
πρωτού αυτό σύννεφο γίνει, βροχή...
Πόσο στην μικρή της καρδιά να χωρέσει ήθελε....
Κι όλο ανάβανε πιο δυνατά τα αστέρια στο ουράνιο αίμα του..

Πόση μοναξιά να είναι όλα μικρά, μακρινά, αδιάφορά...

Αχ!.. το πετράδι του πόνου, στα μάτια της....
πόσο τό θελε να τό χε για καρδιά.....
κι ας ήταν ένας χτύπος.. ένα δάκρυ.. η ζωή του όλη....

Νικόλας Παπανικολόπουλος

ατιτλο

Παράξενο , έτσι να αποστατεί η καρδιά...
από την αυγή.
Κενό το έλα της, χωρίς εσένα...
Παράξενο που τα μάτια αντικρύζουν την αυγή.
Που ο ήλιος δε πάγωσε στην καρδιά μέσα..
κι ανέγγιχτος, άσπλαχνος, φωτίζει....
Παγωμένη έρημος, Δυνατό φως...
Κι όλο χάνομαι στα δαιδαλώδη μονοπάτια
της ψυχής μου, να κρυφτώ..
Να κρυφτώ, μη με βρει η απουσία σου..
Κατάβαση ως εκεί,
που ξέψυχη κοιμάται η Σελήνη..
από του άσπλαχνου ήλιου το έλα...

Αναρωτιέμαι κάποιες φορές -κι άλλες σωπαίνω -
αν κοίταξες το βράδυ τούτο για λίγο, τη Σελήνη...
Κι αν ήσυχα κοιμήθηκες στο πλευρό γυρισμένη.
Αναρωτιέμαι.. αν όσα έχασα τα έχεις εσύ...
Ή.. Δεν τα έχει κανείς μας....
Κι αν ότι απόμεινε είναι όνειρο στο όνειρο μέσα,
εφιάλτης, που ξυπνά τρομαγμένος
στη θύμηση του "Ζω"

15/11/11

Ατιτλο

Μου είπες πως δε γράφω χαρούμενα ποιήματα,
πως όλα μ' ένα δάκρυ τελειώνουν...
Τα πιο όμορφα, αληθινά, δε τά' χω γράψει,
γιατί δε βρήκα λέξεις να περιγράψουνε το χαμογελό σου,
ή το λευκό σου δέρμα και τα κόκκινα χείλη σου.

Δε μιλώ για τα μάτια... δε μπορώ να μιλήσω γι ' αυτά..

δε μπορώ να μιλήσω σ΄έκσταση τόση μέσα...
Μόνο να ονειρεύομαι μπορώ... και να Υπάρχω!

Νύχτωσε

Νύχτωσε... κι η πανσέληνος δύει στης ψυχής μου τον Ωκεανό.
Κάπου πέρα από τα ονειρά μου, ταξιδεύει μια Ήπειρος.. ή ένα αστέρι...
Κάτω από τον ίδιο Ουρανό και την ίδια Συννεφιά της ματιάς σου...
Η θύελα, μαστιγώνει ανυπεράσπιστο της ψυχής το κυβούρι...
Κορμί ανυπεράσπιστο, παραδωμένο στη φωτιά των Θεών.. στον Έρωτα...
Σχίζει στα δυο το κορμί ο κεραυνός  κι ενώνει Τον Ουρανό με τη γη..
Το όνειρο με την αλήθεια... Στιγμές μόνο, αστραποβολά.. μα φτάνει...
Κι η θύελα γίνεται παιδική γιορτή, αλάνα να συναντιούνται οι αιώνες,
το μηδέν με την Ύπαρξη... κι η ψυχή μου να φωτίζεται από την δική σου ψυχή.

Νύχτωσε... μα μέσα μου έχει πάρει να χαράζει...
βαδίζω στη νύχτα, ξεχνώντας ναυάγια και λιμάνια...
με την αυγή που ξύπνησες, να γλυκοφιλά τη ρόγα της ελπίδας...
Ακούς το κλάμα... μα ποτέ τη χαρά, που σιωπηλά, με ανακούφιση,
στα δικά σου άστρα, στο φως σου, αποκοιμιέται ονειρευόμενη.
Ας νύχτωσε, ας μην έρθουν ποτέ κοντά τα λιμάνια...
Εμένα μ' αρκεί των ματιών σου το χάδι.. η σιωπή σου....
Μου αρκεί η πνοή σου που λευτερώνει το σύμπαν απ' τά δεσμά του...
Κι ας μη ξημερώσει ολότελα ποτέ.. Μπορώ να  ζω και στη στιγμή μόνο...
Στο ταξίδι μιας αστραπής... και σε μια πανσέληνο βυθισμένη...

μεθυσμένη....


και στο μυστικό που κρύβει στα σπλάχνα του το αιώνιο...

12/11/11

Ατιτλο

Είναι Χειμώνας και η Άνοιξη κοιμάται,
βασίλισσα που στο φιλί σου θ'ανατειλει.
Με το φαρμάκι κοιμάται στην καρδιά,
κι ολόγυρα, λευκή θλίψη την τυλίγει.

Είσαι το λάθος προς αποφυγή,
κι εγώ λάθος που το λάθος σου ζητάω.
Να επιστρέψω που γυρεύω στη ζωή
στο φαρμάκι σου ξανά να ξεψυχάω.

11/11/11

Άτιτλο

Κάθομαι εδώ σε μια γωνιά του ΚΑΠΗ
κι ο νους μου σε σένα φτερουγίζει.
Σήμερα έμαθα μια ιστορία.
Της Σόνιας και του Χρήστου.
"Σόνια μου!" της λέει και γλυκοδακρίζει.
Κι εκείνη, στο αλτσχάιμερ χαμένη,
καθώς της σιγοτραγουδά τραγούδια αγάπης,
να τον θυμάται στη θολούρα μέσα
Εκείνον μόνο... όταν της τραγουδά...
Και με γλυκύτητα "Χρήστο μου!" λέει.
Και το λευκό της μάγουλο
όπως το ρόδο ανθίζει.

Και γω, ν'ακούω, να βλέπω, να μαθαίνω
τον ερωτά τους τον πολυταξιδεμένο...
Και η καρδιά μου, τ΄ονομά σου, γλυκά να ψυθυρίζει.
Άλλο ζευγάρι, δεν θυμάμαι, έτσι να είδα
όπως αυτοί τον ερωτά τους ακόμα να υμνούν.
Και ξέρω πως κι αν ακόμα η καρδιά
δακρίζει από αγάπη στ΄ονομά σου,
τόσο γλυκό, το δάκρυ δε θα γίνει.
Αφού δε με αξίωσε ο Θεός,
κοντά σου να ζω και να γεράσω...

10/11/11

Ήταν μια φορά....


κι έναν καιρό... ... ένα παραμύθι μικρό.. Που κοίταζε από το παραθυρό του τη Ζωή, τα μεγάλα παραμύθια.. κι όλο έλεγε, με ντροπή.. Πως να υπάρξω δίπλα σε τόοοοσο μεγάλα Παραμύθια, κι εγώ; Κι η Ζωή πάντα προσπερνούσε αδιάφορη, ακολουθόντας τον πολύχρωμο ίσκιο των μεγάλων παραμυθιών... Ήταν ένα μικρό παραμυθάκι.. κι άλλα, πολύυυ Μεγάλα...  Όταν η ζωή επέστρεψε στον Κυριό της, εκείνος, τη ρώτησε.. πες μου Ζωή, ποιες οι αλήθειες σου; Κι εκείνη, δεν είχε άλλο από ένα μικρό δάκρυ.. που μέσα του ζούσε ένα μικρό παραμύθι...

Ατιτλο

Σαν Οδυσσέας που γυρνά από ταξίδι μακρινό,
έτσι, γυρνώ σε σένα.
Ιθάκη που ποτέ δε φτάνω,
κι όμως, βρίσκεται μέσα στην καρδιά.
Όπου γυρνώ το βλέμμα , σε κοιτάζω.
Ό,τι αγγίζω κι αγαπώ σε σένα το χαρίζω.
Έτσι μονάχα να τ' αγγίζω μπορώ.

Ακόμα κι η σκληρή πέτρα μες την τραχυτητά της
έχει τον τρόπο γλυκά να φανερώνει τ' ονομά σου.
Απέραντη η θάλασσα, πιο απέραντος ο ουρανός.
Πιο πλαστιά θάλασσα κι ουρανό από τα μάτια σου
δεν είδα.
Τι ευτυχία ναυαγός νά' μαι, κι ας πνίγομαι,
στα μάτια σου μέσα.
Τι ευτυχία να πνίγομαι στην ευτυχία μέσα...
σαν με κοιτάς...

6/11/11

Ατιτλο

Ήρεμη νύχτα.. ήρεμα ξημέρωσε η μέρα..
Μοιάζουν από ύπνο οι εικόνες.
Αλήθεια, πονούσα χτες;
Και σήμερα;
Την ζωή μου συνεχίζω ή μιαν άλλη;

Αρνούμαι να σκεφτώ.. να μη θυμάμαι..
Πέρα, πίσω από το τζάμι
κι ακόμα πιο πέρα,
τη θάλασσα κοιτώ που κυματίζει...
Σαν παραμύθι η αγάπη με καλεί.

Χαμογελώ πίσω από το τζάμι,
με το ζεστό καλοριφέρ ν'ανάβει...
Ξημέρωμα απόψε Κυριακής.

Πιο πίσω η Δευτέρα περιμένει...
Μαζί και όσα σήμερα ξεχνώ...
Μα θαλασσά μου, δε θα ταξιδέψω...
Χειμώνιασε, αγρίεψε ο καιρός.
Θα φτιάξω ένα ωραίο πρωινό..

Σα φύλλα οι μέρες θα περνάνε
θα χτυπούν στο τζάμι όταν φυσά.
Στη μουσική τη βοή θα κοιμίζω
θα κερνώ τον άνεμο κόκκινο κρασί..
Σε όσα σκεπαζει η σιωπή, σπονδή.

Κι αν κάποτε η Άνοιξη θα έρθει
όπως τα φύλλα θα σκεπάζουν την καρδιά,
φωτιά θ'ανάψω, τα ξερά να κάψω.

Κι ίσως στη φλόγα μέσα να σωθώ.

4/11/11

Ατιτλο

Είναι φορές που πρέπει να στέκεσαι μακριά, όταν αγαπάς...
Σαν ήλιος, που πίσω από τα νέφη, χρωματίζει το τοπίο αθορυβα..
Χωρίς να καίει τα λευκά χαρτιά στο φως του..
χωρίς να τρομάζει τα φρεσκοξυπνημένα όνειρα.
Είναι φορές, που πρέπει κοντά να είσαι, κι άλλες,
που πρέπει να φεύγεις... χωρίς να κάνεις θόρυβο... Όταν αγαπάς...

Και κουβαλώντας τη σκιά σου, ευτυχισμένος να είσαι... γιατί αγαπάς.
Κι όταν αγαπάς, ο πόνος είναι ταξίδι προς την ευτυχία.

Κοιτάς το χαμογελό της, και νιώθεις, το ξέρεις, πως είναι καλά...
Δε θες άλλο... τίποτα πιο μεγάλο από το να είναι καλά...
Τότε μπορείς με σιγουριά να πεις αντίο... με χαμόγελο..
με μια πικρά φρέσκου αμύγδαλου, που όμως με χαρά γεύεσαι...
κι ευτυχισμένος από τη γλυκιά πίκρα, στρέφεις το βλέμμα αλλού...
Λευτερώνοντας το μικρό πτηνό από την προσοχή σου...
Τ άκούς να πετά, και λαχταρίζει η καρδιά στην όμορφη πτήση...

Και ξεμακραίνεις το βήμα, υπηρέτης στην καρδιά σου...

.. που της ανήκει...

3/11/11

Ατιτλο

Κλείνω τα μάτια και σε φέρνω εδώ,
χάνομαι στα γαλανά σου μάτια...
Είμαι στα χέρια σου παιχνίδι παιδικό
που λαχταρά της προσοχής σου τον καπνό...

Κλείνω τα χέρια μου και νιώθω το κορμί σου,
μεθώ ανάσα μου στην κάθε σου πνοή.
Είσαι η θάλασσα κι εγώ μικρό λιμάνι
στων κυμάτων των μαλλιών σου, κάπου, ζω...

Είμαι άγγελος σου είπα ... μα είπα ψέμα...
Χώμα είμαι που ψήθηκε.. πηλός...
στα χείλη σου κανάτι ευλογημένο,
και μακρυά σου αγάπης ναυαγός....

Ανοίγω τα μάτια, τα χέρια άδεια..
και πάλι εσένα νιώθω στην καρδιά...
Δε το μπορώ τους χτύπους να σωπάσω
χωρίς αγάπη μου,να σβήσω στη φωτιά.

Ζητώ στον άνεμο την τρέλα μου να πάρει
να την κρύψει στο πιο βαθύ βουνό,
τον πόνο μου μη νιώσεις που πονάω,
που είσαι.. και δεν είσαι.. εδώ.

Στο πέλαγος μαδάω κάθε λέξη,
τα χρωματά της να βυθίζονται στο μπλε...
Σιωπής να γίνουνε κοράλια,
που ίσως κάποτε, τα βρεις σα θησαυρό..

Τα κύματα μετρώ, την κάθε σου έγνοια,
βαρκούλα χάρτινη,  χάδι τρυφερό,
να χτενίσω θέλω τα μαλλιά σου,
και στο χαμογελό σου, να πνιγώ...

2/11/11

Κόκκινο πέπλο

Είχε ένα υπέροχο κορμί
φρεσκολουσμένο,
αστράφτανε τα μάτια από πόθο
και το φιλί, σαν άνεμος,
την είχε κυριεύσει…

Το κόκκινο ενδύθηκε το πέπλο… μόνο
και στο παράθυρο σκαρφάλωσε του έκτου
ατενίζοντας, μεσάνυχτα, τα λίγα φώτα…
το ένα πόδι στο κενό, μετέωρο…

Μία ηδονή γλυκιά σα μέθη
της γαργαλούσε τα ταραγμένα στήθη
μα μες την ζάλη την γλυκιά, η δύστυχη
δεν είχε σωστά το βάρος της ζυγίσει…

[Νικ. Παπανικολόπουλος]

Αλλά προτού το βήμα της
στην άβυσσο πατήσει
μια πνοή στην πλάτη της,
ανέμου φύσημα ζεστό,
ήρθε να την αγγίξει…

Το χέρι του της άπλωσε
στην αγκαλιά την πήρε
και το φιλί σαν όνειρο
μες την καρδιά την βρήκε…

Το κόκκινο το πέπλο της
το μόνο που φορούσε
στον άνεμο ταξίδεψε
κι εκείνη το κοιτούσε…

Νάντια Κωνστάντου

Τον ήλιο σκέπασε
το κόκκινό της,
το πυρωμένο του κορμί
στη θάλασσα βυθίζει…

Κι έγινε νύχτα...
σιωπή στο κόσμο των Αγγέλων…
για να ακούνε τη πνοή
που όρισε το Ένα…

Ο κόσμος όλος τραντάχτηκε
και γέλασε η νύχτα,
μέσα από τα σπλάχνα της
η μέρα ξημερώνει…

Και στο παράθυρο γλυκά
στο φως λικνίζει
το τρυφερό της το κορμί
μια πάλλευκη ανεμώνη.

Νικόλας Παπανικολόπουλος

15/10/11

ατιτλο


Κατέβηκε ομίχλη και σκέπασε τα βήματα σου...
Που είμαι; Που θέλω να πάω;
Αν στρίψω προς το μέρος της καρδιάς
ξεμακραίνω ή επιστρέφω;

Σκέπασε ομίχλη τα βήματα σου,
κι οι σκέψεις μου ακινητοποιηθήκανε
κοπάδι από άσπρα πρόβατα.
Μαρμαρυγή με πιάνει...

Δεν ξέρω αν θέλω να φύγει η ομίχλη,
να πάρω απαντήσεις, να μάθω...
Προτιμώ ακίνητος να στέκομαι..
Ούτε να φεύγω ούτε να γυρνώ..

Φοβάμαι; ... ίσως..
μούλιασε την ψυχή μου η ομίχλη...
Κι η βροχή, ακούγεται σα τραγούδι
εδώ στην καρδιά των νεφών....

Φοβάμαι... και κρυώνω.... τρέμω...
Αυτό που χρειάζομαι
να σταματήσει ο χρόνος.
Να σταματήσει η καρδιά...

Να μην ακούγεται
παρά το τραγούδι της βροχής.
Να μην ξέρω, να μη θυμάμαι...
Κι ο πόνος μου να γαληνέψει...

να κοιμηθεί σα παιδάκι
ξαπλωμένος πάνω στα όνειρα
και παιδί και γω
στα όνειρα να σεργιανίσω..

Στα όνειρα του κοιμισμένου πόνου...
στα όνειρα του κοιμισμένου πόθου...
στα όνειρα ζωής άλλης,
χωρίς ομίχλη και χωρίς βροχή.

ατιτλο

"Βάλε σε ένα καράβι την ψυχή σου και φύγε", του είπε. "Ταξίδεψε"..
Την κοιτούσε με απελπισία. Με παράπονο. Χωρίς ένα γιατί.... η δυναμή του σκόρπησε από τις άκρες των δαχτύλων του, από τα γόνατα... μετέωρη έμεινε η καρδιά του να χτυπάει στο κενό. Δεν ήθελε να ταξιδέψει.... που αλλού να πάει; Να ζητήσει τι... Τι να βρει.... Έστρεψε το βλέμμα του στην θάλασσα.. πέρα από εκεί που σμίγει με τον ουρανό.. Και δε βρήκε μέσα του μία τόση δα επιθυμία γι αυτό το ταξίδι.
"Θα το κάνω" της είπε....
Τα βλεφαρά του γεμάτα υγρά όνειρα.. όνειρα που δεν αντέχουν στο φως... έτσι δεν έστρεψε να την κοιτάξει ξανά, Συνέχισε να μιλά με γυρισμένη την πλάτη... ή έστω.. προσπάθησε να μιλήσει.. μα επανέλαβε απλώς για να ατσαλώσει την θελησή του" θα το κάνω" ....

"Ένα καράβι είναι πολύ μεγάλο για ένα τέτοιο ταξίδι", σκέφτηκε.. "ένα κούτσουρο είναι αρκετό" ..... Έσπρωξε την ψυχή του στη θάλασσα κι ανέβηκε....

ατιτλο

Όσες κι αν έχω σιωπές τις σκίζω
άχρηστες είναι, στου πηγαδιού μου τον βυθό.
Του ουρανού τα δάκρυα μετρώ, χρυσά αστέρια
τα κρύβω στο σκοτάδι της καρδιάς

2/10/11

Χειμώνες κι Άνοιξη

Σε τόπους άνυδρους , πικρό ήμουνα δάκρυ..
Ο άνεμος έγινε κύριος μου...
Ξεψύχησα στη καυτή του ανάσα...
με κουβάλησε και τον κουβάλησα
μέσα από πόλεις, ανήλιαγα δωμάτια
έρημους και Δάση..
όπου ξάπλωσε γυμνή η σελήνη
σε κλαδιά και βάτα
Να θυμηθεί ...
και να φορέσει το κόκκινό της ένδυμα...

Στις βαριές βλεφαρίδες των ονείρων της,
ο άνεμος αναστέναξε βαριά..
Θυμήθηκε όνειρο αρχαίο, δικό του..
Φεύγοντας, με άφησε εκεί,
υπηρέτη της σελήνης,
τα ματωμένα να της πλένω πόδια..
Στο κόκκινό της ξέχασα κάθε εποχή,
το πριν, το μετά....
Κι όταν ακόμα εκείνη φρεσκοπλυμένη
πάλλευκη κι αγρατζούνιστη,
ή ντυμένη με ασήμια και χρυσά,
βάδιζε σε κήπους πόθων νιογέννητων
ή στα κύματα Αγάπης μεγάλης,
εγώ δε κατάφερα ποτέ να ξεχάσω...
Πόσο αίμα.. Τόσο κόκκινο...

Ήταν Ανατολή, κι ήτανε Δύση..
Δεν ξέρω να πω,
μα ο ήλιος ήταν κόκκινη μνήμη...
Κι η σελήνη, χτενίστηκε λυπημένη
για τον αταίριαστο εραστή..
Βάφτηκε, ντύθηκε τα πιο καλά της
έσπασε όπως πάντα το καθρεφτάκι της
σκορπίζοντας το φως της σ΄ ελπίδες θνητών..
να βγει, να ξεχάσει, να χορέψει.
Βαρύ ασήμι σκόρπισε η χτένα στα σύννεφα.
Μαζί και γω.. κόκκινη κηλίδα
στη χαρά που θέλησε....

Ασήμι βαρύ και αίμα,
φορτίο βαρύ...
Κι ο άνεμος αγρίεψε...
"Γιατί διώχνεις τα δώρα μου;" της είπε...
μα η σελήνη μεθυσμένη,
αλαφροπατώντας πέρασε.. δεν άκουσε...
Και γω, θυμόμουν μια φορά ακόμα τα πάντα,
Εσένα,
κι είχα όλο το αίμα της σελήνης
βάρος στην ψυχή μου....
άκουσα τον άνεμο να φυσά θυμωμένα.
Και γω ήμουν στο πριν,
δρόμους γυρεύοντας ανάμεσα στα άστρα
να γράφουνε το όνομα σου....
Σκόρπισε το σύννεφο σε βροχή....
κι έμεινα παρόλο το βάρος που ένιωθα,
πέταλο παπαρούνας
να με ταξιδεύει η οργή κι απελπισία του ανέμου.
Οι προσευχές της σελήνης...
Η ελπίδα μου να σε βρω....

Σε είδα..
Μόνη να περπατάς ντυμένη τα καλά σου...
Με τα μαλλιά στολισμένα...
Μες το Χειμώνα....
Τα πελάγη στα μάτια σου είδα.
Τη σιωπή τους.
Κύματα άγρια να σμιλεύουν
τα βράχια της υπομονής...
Σε είδα, κι ο άνεμος χόρεψε γύρω σου,
άγγιξε τα χείλη σου,
κόκκινα ανάμεσα σε νιφάδες που χορεύουν..
Ίδια στο φως με τη σελήνη
να διασχίζεις τα σκοτάδια του νου.
Έπαιξε με τα λευκά σου ενδύματα ο άνεμος,
και στάθηκε στη καρδιά ..
να ακούει τους χτύπους σου έναν έναν.
Πέταλο κόκκινο, φορτωμένο αίμα...
και προσευχή...
Φορτίο ακριβό αγάπης αξόδευτης...
Που βρήκε γη να καρπίσει.

Κι εκεί έμεινα...
Στο κόκκινο των χειλιών σου,
στις πτυχές των ενδυμάτων σου,
στη ζεστασιά της καρδιά σου...
Προσμένοντας την Άνοιξη εκείνη
π' ανθίζει μόνο για όσους βαδίσανε μόνοι
μέσα σε έρημους και χειμώνες...
πέρα από εκεί που φτάνουνε τα πρέπει...
Και παραδόθηκαν στην απελπισία τους μ' ελπίδα.
Κήπος κοιμισμένος σε τόση δα ελπίδα,
σπόρος μικρός που με την Πίστη
μπορεί να γίνει Δάσος και Θάλασσες, και Βουνά,
γέννημα της Αγάπης για να ζήσει μέσα τους Αγάπη.