Εκείνη ξαπλωμένη ανάσκελα,
ατημέλητα, κοιτούσε μ’ ένα ελαφρό μειδίασμα που ερωτοτροπούσε με το φως, τις κουρτίνες
στο ανοιχτό παράθυρο. Κι αυτές ανεμίζανε, χαιρόντουσαν τον δροσερό άνεμο που τις
έσπρωχνε απαλά, σα χάδι.. Σα το δικό του χάδι, που συνεχιζότανε τώρα με τα
μάτια του.. Τα ένιωθε, να ασελγούν
τρυφερά με το γυμνό της κορμί.. Ένιωθε την πληρότητα και μαζί τον πόθο του, να
τη ντύνει ευτυχία! Αυτή η ευτυχία ήταν
κι ο λόγος που υπήρχε αυτό το απόλυτα γυναικείο, μειδίασμα! Ο λόγος που το φως
σταματούσε στα χείλη της.. κόβοντάς του την ανάσα, σταματώντας την καρδιά του
από την ανάγκη ν’ ανασάνει ξανά την πνοή της! Τα καστανά της μαλλιά, ακόμα
μπερδεμένα με τα όνειρα….
Κοίταζε τα μάτια της
που κοίταγαν αλλού, κι ο χρόνος σκάλωσε, αρνήθηκε να κινηθεί προς τα μπρος… Κι
ύστερα , άξαφνα, το όνειρό του έστρεψε αργά τα μάτια της πάνω του.. Ζούσε στο
όνειρό του λοιπόν! Πώς να την αποχωριστεί; Πώς να φύγει; Πώς να γυρίσει πίσω
στην κανονική ζωή, και πως, πώς να αντέξει το χρόνο, ώσπου, να τη συναντήσει πάλι;
Καθότανε στο κρεβάτι, δίπλα της, και την κοιτούσε… του έπιασε το χέρι.. του έτριψε τα δάχτυλα, την
παλάμη..
«Πρέπει να ντυθούμε.. πέρασε η ώρα»…
Η ώρα! Αυτή η υπέροχη ώρα, που τους ανήκε, πέρασε… Η
πραγματικότητά του πιο δυνατή από το όνειρο.. ή μήπως όχι; Όσο μακριά και να
βρεθούνε, εκείνη θα είναι πάντοτε γυναίκα του, κι αυτός, σάρκα δική της και
αλήθεια μέσα στο ψέμα. Η ζωή τους μία παρένθεση μες τη ζωή κάποιων άλλων.. Όμως
ποιος αποφασίζει για το πώς θα ζήσει τελικά; Κανείς. Όλοι το θέλουνε, μα κανείς
δεν αποφασίζει με αυτοκυριαρχία. Τα χρόνια δένουν τους ανέμους μέσα σε σπίτια,
κι αφήνουν μόνο, ανοιχτό κάποιο παράθυρο, να μη πεθάνει από μαράζωμα το άνθος της
ψυχής. Ακόμα και τα αστέρια γίνονται με τον καιρό, φωτογραφίες και κορνίζες που
στολίζουν τα «θέλω», στους τοίχους και τα έπιπλα… Ελεγχόμενη τάξη, ένα τεράστιο
ψέμα. Κι η αλήθεια, η ύπαρξη, μία μικρή παρένθεση, ένα μικρό ρυάκι σα ρωγμή, να
κυλά το απέραντο, όσο χωρά…
Μια τόση δα ρωγμή τα κόκκινα χείλη της. Έκλεισε τα μάτια κι έγειρε πάνω της , μ’ ακόρεστη δίψα, να ρουφήξει φως και πνοή η ψυχή του… Ύστερα, με μια βαθιά ανάσα και με μάτια ακόμα κλειστά, ψιθύρισε τρυφερά με απογοήτευση: «ναι, πέρασε η ώρα»… Ντυθήκανε, ο καθένας μόνος του, σταθήκανε αντικριστά και δώσανε ένα τελευταίο φιλί. Πιασμένοι χέρι χέρι, ανοίξανε τη πόρτα, κατεβήκανε τη σκάλα, και λίγο πριν την εξώπορτα αφήσανε και τα χέρια.
Μια τόση δα ρωγμή τα κόκκινα χείλη της. Έκλεισε τα μάτια κι έγειρε πάνω της , μ’ ακόρεστη δίψα, να ρουφήξει φως και πνοή η ψυχή του… Ύστερα, με μια βαθιά ανάσα και με μάτια ακόμα κλειστά, ψιθύρισε τρυφερά με απογοήτευση: «ναι, πέρασε η ώρα»… Ντυθήκανε, ο καθένας μόνος του, σταθήκανε αντικριστά και δώσανε ένα τελευταίο φιλί. Πιασμένοι χέρι χέρι, ανοίξανε τη πόρτα, κατεβήκανε τη σκάλα, και λίγο πριν την εξώπορτα αφήσανε και τα χέρια.
Μαζί και μόνοι…. Αδύναμοι να αποποιηθούνε τις ευθύνες τους και
συνάμα αρκετά δυνατοί για να μη το κάνουνε. Την συνόδεψε ως τον ηλεκτρικό, να
πάρει το τραίνο.. κι όταν εκείνη αναχώρησε χαιρετώντας τον μέσα από το
παράθυρο, με μια μικρή, μυστική χειρονομία, κι ένα μειδίασμα τόσο όμορφο, τόσο
γλυκό και μαζί λυπημένο, αυτός δεν ήξερε, αν ήτανε μεγαλύτερη η χαρά του για
την ευλογία που τη γνώρισε, ή, η λύπη, της καθημερινότητας χωρίς εκείνη. Το
τηλέφωνο χτύπησε, ήταν εκείνη:
«Σ’ αγαπώ!» του είπε… «Ξέρω πως σου ζήτησα να μη το πούμε
ποτέ, μα σ’ αγαπώ!»
«Κι εγώ… πολύ. Και ήδη μου λείπεις»…
«Να σου λείπω… έτσι πρέπει… Φιλί μου!»
«Φιλί σου»….
Έκλεισε το τηλέφωνο… « έτσι πρέπει» επανέλαβε τα λόγια της..
Κι άγγιξε ανεπαίσθητα με τον αντίχειρα τις άκρες των δαχτύλων του, αναπολώντας
τη ζεστή της σάρκα.. «Έτσι πρέπει;»
Ίσως έτσι έπρεπε. Ίσως είναι η καθημερινότητα που αλλάζει τις
αλήθειες και τις κάνει να μοιάζουνε ψέμα… Ίσως οι αλήθειες να μην αγαπάνε
αληθινά τους δυνατούς ανέμους, όπως δεν αγαπούνε κι την έλλειψή τους. Ή ίσως, είναι απαραίτητη μια καλή δικαιολογία,
για να αντέχουμε, χωρίς τις θύελλες να ζούμε….