Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

9/9/14

άτιτλο

Χωρίς φωνή θυμήθηκε όσα είχε ξεχασμένα
και τα παλιά και τα κρυφά και τα ονειρεμένα.
Ζυγός ήταν τα μάτια της τα χείλη αλυσίδες
στερνό σαν έδωσε φιλί και την ψυχή του πήρε.

άτιτλο

Άστρα τη γη βασάνισαν
με την ομορφιά τους
Κεντήσανε τον πόνο της
πάνω στον ουρανό.

Σώπαινες στο παράθυρο
κοιτώντας τον αχό τους
Κλείδωνες την καρδούλα σου
μη δουν τον στεναγμό

Χτίζοντας στη σιωπή.

Μουτζουρώνεις μια λέξη
που μετάνιωσες,
και στα ερείπιά της πάνω
χτίζεις τη σιωπή.
Γραμμές μπερδεμένες , τάσεις φυγής,
κάποιο ταξίδι σε μέρη
που η πόλη δε σε φτάνει.
μακριά από τους ανθρώπους
από έρωτες, αδικίες, απογοητεύσεις.
Δεν έχει νικητές και χαμένους
γιατί είσαι μόνος σου.
τα δάκρια γίνονται πουλιά βουβά
που φτερουγίζουνε στη σιωπή.
Κι οι χαρές γίνονται
μικρά χαμομήλια τ’ απομεσήμερο.
Ακόμα κι η θάλασσα
χωρά στη σιωπή σου.

Κι ύστερα η μουτζούρα τελειώνει.
Ο αόρατος κόσμος σου γκρεμίζεται
στον πανικό
που φυσά βοριάς στην καρδιά σου.
Όλα όσα πριν εξαφάνισες,
ο πόνος, ο φόβος, οι αδικίες,
η απογοήτευση,
από φαντάσματα παίρνουνε σάρκα
και ζητάνε τη σάρκα σου
να τραφούν.
Κι εσύ αφήνεσαι ελπίζοντας
όταν τελειώσουν το δείπνο τους
να μην έχει απομείνει τίποτα.
Ούτε ψυχή.

ατιτλο

Εκείνος κοιμάται, εκείνη ξαγρυπνά
παγιδευμένη σε ξόβεργα αγάπης.
Μεθά από πόνο, κατάματα η τρέλα την κοιτά
κι ωστόσο σφαλίζει  το στόμα με τα «πρέπει».

3/9/14

Χρόνος αόριστος

Χρόνος αόριστος... νοθεύοντας ένα ατέλευτο παρόν. Σαν τι μοιάζει κάτι που δε συνέβη ποτέ;
Στον καθρέφτη ξεδιπλώνουν μία μία οι απάτες τα φτερά τους. Πεταρίζουνε ως την καρδιά… Δεν τις φοβάμαι… Απ’ τό πρώτο σκίρτημα ως τα τώρα συνήθισα. Αποφεύγω να κοιτώ τον καθρέφτη, κι όταν κοιτώ, γνωρίζω ότι είναι κάποιος άλλος εκεί.. Κάποιο μοχθηρό πνεύμα, μια καταδικασμένη ψυχή. Όχι η δική μου.
Μετρώ με νύχτες τις φωτεινές μου στιγμές και το άθροισμα είσαι πάντοτε συ! . Εσύ που ποτέ δεν υπήρξες παρών και πληρών. Είναι η απουσία σου.. Ίσως, όμως, είναι η δική μου απουσία.. Τόσες ελπίδες κι όνειρα και σε κανένα δε χώρεσε η ψυχή. Θάλασσες και πελάγη, μα κάθε που έσκυβα να πιω από τα χείλη σου, στερεύανε. Μικραίνανε και γινόντουσαν ένα λίθινο κοίλωμα, λιοπύρι… Που στέγνωνε στη δίψα τη ψυχή.
Σεπτέμβρης, λες… απολογισμού ώρα… Μα ακόμα κι οι άνεμοι στερεμένοι.. Σα να κοντοστέκονται, μήπως την ύστατη ώρα φανείς.. Σα να γυρεύουν για να ταξιδέψουν την άκρη της κλωστής, το νήμα της ζωής μου. Στέκονται σάμπως στη μέση του πουθενά, όπως δυο τεράστιες φτερούγες, που δεν ξέρεις αν πέσουνε από τον ώμο, ή αν θα σε σηκώσουνε ψηλά.. ορθάνοιχτες και λαβωμένες από φωτιά. Τα χείλη μου πληγιασμένα από την δίψα σου.. στέκομαι μαζί τους και περιμένω, αυτό που δε θά’ρθει. Γίνομαι προσευχή και θάνατος… και στο τέλος μόνο ένα λίθινο κοίλωμα… που όσο κι αν η μίκρυνε ψυχή δεν την χωράει. Όσο κι αν κλάδεψα τα όνειρά.. Όσο κι αν αρνιέται την ύπαρξή σου και τη δική μου μαζί.