Τώρα χόρευε σα τη φλόγα, πανίσχυρη μέσα στην άγνοιά της, ποια σχέδια κάνει η
ζωή για εκείνη, για όταν η φλόγα κοπάσει, και εκείνη στάχτη πια, αρχίσει να
πέφτει από το όμορφο συννεφάκι της στη σκεπασμένη από στάχτη γη… «Γιατί να υπάρχουνε παντού δύο άκρες;» της έλεγε
όχι η λογική, μα η καρδιά της… η ζωή κρατά όσο κρατά η φωτιά… «το μυστικό είναι
να μη σβήνεις ποτέ τη φωτιά… αλλά να σβήνεις με τη φωτιά… μαζί της.» Και
συνέχισε να χορεύει νιφάδα φωτιάς, πολύ ψηλότερα πάνω από το ελάχιστο και το
γκρι του τίποτα.
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
25/11/17
Νιφάδα φωτιάς
Ατέλειωτα χιλιόμετρα θολά, σκεπασμένα με κρύο, αίσθηση αποπροσανατολισμού,
ανησυχίες. Στο τέλος βρέθηκε στο σωστό δρόμο, το δρόμο που ανταμώσανε. Ήτανε
σύμπτωση, η σωστή στιγμή ανάμεσα σε τόσα λάθος μέρη... Δόθηκε ολόκληρη στη φωτιά
του τυχαίου, έριξε στις φλόγες τις αμφιβολίες της, το νυφικό της, άφησε να καεί
ως και τις ρίζες μετατρέποντας όλη τη προηγούμενη ζωή της σε μια μικρή
αιωρούμενη καύτρα που χορεύει καταπώς λικνίζεται η φωτιά. Ο παλιός της εαυτός
δε θα επέτρεπε ποτέ να προξενήσει τόσο κακό, σε εκείνους που οι ρίζες τους μεγαλώνανε
τυλιγμένες στις δικές της. Ο παλιός της εαυτός θα χρησιμοποιούσε τη λογική και
το συναίσθημα για να τη χαλιναγωγήσει, θα γινότανε ακόμα μια φορά θυσία για το
καλύτερο για όλους. Ωστόσο αυτό το «όλοι καλά», εξαιρούσε διαρκώς τον δικό της εαυτό,
ψάχνοντας την ευτυχία στον συμψηφισμό.. εκείνη και οι άλλοι, θα πει «όλοι»… «Όλοι
μαζί ευτυχισμένοι» , στο βαθμό του δυνατού να αγγίξει κανείς την ευτυχία.. Κι
όλοι μαζί, υποκριτές! Ούτε η λογική ούτε τα συναισθήματα τα οποία επικαλούνταν
ως δικά της, υπήρξανε ποτέ δικά της. Ήταν συναισθήματα ενός γκρι, άμορφου σα
ζύμη μες την ομοιογένειά του, «όλου».
22/11/17
Ονειροπαγίδα
Η σιωπή του σκάλισε τα χείλη..
"Τι όμορφα χείλη" θαυμάζανε με αφέλεια,
τι όμορφα φιλούνε και πόσα λένε με τη σιωπή.."
Η φαντασία τους υπήρξε η δύναμή του.
Η σιωπή το μαγικό πέπλο που τον μεταμόρφωνε
σ' εκείνο που περισσότερο είχανε ανάγκη.
Για τον ίδιο, η σιωπή ήτανε το δηλητήριό του.
Γλυκά τις νάρκωνε με όλα όσα δεν έλεγε,
με όλα όσα δεν αρνήθηκε ποτέ του..
Μεθούσε καθώς τις μεθούσε,
πεταλούδες ζαλισμένες, που ο πόθος
ανοιγόκλεινε τα λεπτεπίλεπτα φτερά τους!
Πετούσε μαζί τους γύρω απ' το φως ώσπου η φωτιά
να τους γκρεμίσει τυφλούς στο πάτωμα.
Τ' αντίο του αθόρυβα, σιωπηλά σα το δηλητήριο
στα χείλη του. Το χιόνι μέσα του...
Χωρίς να σκοτώνει τίποτα δηλητηρίαζε τα πάντα..
Μία τεράστια αράχνη - το όνομά της "Αναμονή"
τύλιγε τα θύματά του στο κουκούλι
προσφέροντάς του ένα εύκολο δείπνο
στις ατέλειωτες πορείες του στην έρημο.
Παιδί της νύχτας, με μάτια αστέρια μακρινά
να χαράζουνε όνειρα στη μέση του πουθενά,
όνειρα που δεν του ανήκουν.
Κάθε κοκκινοσκουφίτσα τον προσκαλεί
στις κρυμμένες κι από την ίδια προσευχές της
να νιώσει τα δόντια του στο λαιμό της.
Κι όχι γιατί αγάπησε τον λύκο - τον μισεί όσο τον φοβάται.
Αλλά γιατί δεν αντέχει να μη τον γνωρίσει.
Γιατί η φαντασία έχει τα δικά της δόντια
κρυμμένα στους πιο μύχιους φόβους και πόθους·
αντίθετο κάτοπτρο της όψης μιας ιδανικής ζωής.
"Τι όμορφα χείλη" θαυμάζανε με αφέλεια,
τι όμορφα φιλούνε και πόσα λένε με τη σιωπή.."
Η φαντασία τους υπήρξε η δύναμή του.
Η σιωπή το μαγικό πέπλο που τον μεταμόρφωνε
σ' εκείνο που περισσότερο είχανε ανάγκη.
Για τον ίδιο, η σιωπή ήτανε το δηλητήριό του.
Γλυκά τις νάρκωνε με όλα όσα δεν έλεγε,
με όλα όσα δεν αρνήθηκε ποτέ του..
Μεθούσε καθώς τις μεθούσε,
πεταλούδες ζαλισμένες, που ο πόθος
ανοιγόκλεινε τα λεπτεπίλεπτα φτερά τους!
Πετούσε μαζί τους γύρω απ' το φως ώσπου η φωτιά
να τους γκρεμίσει τυφλούς στο πάτωμα.
Τ' αντίο του αθόρυβα, σιωπηλά σα το δηλητήριο
στα χείλη του. Το χιόνι μέσα του...
Χωρίς να σκοτώνει τίποτα δηλητηρίαζε τα πάντα..
Μία τεράστια αράχνη - το όνομά της "Αναμονή"
τύλιγε τα θύματά του στο κουκούλι
προσφέροντάς του ένα εύκολο δείπνο
στις ατέλειωτες πορείες του στην έρημο.
Παιδί της νύχτας, με μάτια αστέρια μακρινά
να χαράζουνε όνειρα στη μέση του πουθενά,
όνειρα που δεν του ανήκουν.
Κάθε κοκκινοσκουφίτσα τον προσκαλεί
στις κρυμμένες κι από την ίδια προσευχές της
να νιώσει τα δόντια του στο λαιμό της.
Κι όχι γιατί αγάπησε τον λύκο - τον μισεί όσο τον φοβάται.
Αλλά γιατί δεν αντέχει να μη τον γνωρίσει.
Γιατί η φαντασία έχει τα δικά της δόντια
κρυμμένα στους πιο μύχιους φόβους και πόθους·
αντίθετο κάτοπτρο της όψης μιας ιδανικής ζωής.
20/11/17
Σκορπάς
Σκορπάς,
υδράργυρος από θερμόμετρο που έσπασε.
Τα κομμάτια μπίλιες, που κανείς δε θα παίξει μαζί τους.
Δεν είναι πως γερνάς, μα να, η κατάσταση είναι τέτοια
ξεμακραίνουν οι φίλοι, παλίρροια η σιωπή τους σκεπάζει.
Ποιος θέλει να μιλά και ποιος ν΄ ακούει τη μιζέρια.
Η αδιέξοδη επανάληψη από τοίχο σε τοίχο εξαντλεί.
Κι ύστερα είναι τα όνειρα.. Άμοιρα φτερωτά!
Ακροπατάς μη τρίξει στον ύπνο τους, γλυκοκοιμούνται!
Μοσχοβολά ο δυόσμος από τη γλάστρα στη βεράντα,
ποιος άνεμος τάραξε τη λήθη και πλημύρισε άρωμα!
Σκορπάς, ακόμη μια φορά στις μνήμες… ριπές και τρύπες·
Κλείνεις τη πόρτα, η ύπαρξή σου διαμέρισμα μικρό.
Χώρο δεν έχει να φαντάζεσαι ταξίδια, εκτός ίσως..
το πληκτρολόγιο κι ένα χαρτί ψηφιακό, λευκό…
Μεθάς τις λέξεις μουσική για να τις πιάσεις,
τις ψαλιδίζεις, τις κονταίνεις να χωρέσουν δίπλα δίπλα,
κι ύστερα μέσα σου τις καις.. Κανένα μεγάλο ταξίδι
δεν αντέχεται και δεν γίνεται από έναν μόνο…
Τα κομμάτια μπίλιες, που κανείς δε θα παίξει μαζί τους.
Δεν είναι πως γερνάς, μα να, η κατάσταση είναι τέτοια
ξεμακραίνουν οι φίλοι, παλίρροια η σιωπή τους σκεπάζει.
Ποιος θέλει να μιλά και ποιος ν΄ ακούει τη μιζέρια.
Η αδιέξοδη επανάληψη από τοίχο σε τοίχο εξαντλεί.
Κι ύστερα είναι τα όνειρα.. Άμοιρα φτερωτά!
Ακροπατάς μη τρίξει στον ύπνο τους, γλυκοκοιμούνται!
Μοσχοβολά ο δυόσμος από τη γλάστρα στη βεράντα,
ποιος άνεμος τάραξε τη λήθη και πλημύρισε άρωμα!
Σκορπάς, ακόμη μια φορά στις μνήμες… ριπές και τρύπες·
Κλείνεις τη πόρτα, η ύπαρξή σου διαμέρισμα μικρό.
Χώρο δεν έχει να φαντάζεσαι ταξίδια, εκτός ίσως..
το πληκτρολόγιο κι ένα χαρτί ψηφιακό, λευκό…
Μεθάς τις λέξεις μουσική για να τις πιάσεις,
τις ψαλιδίζεις, τις κονταίνεις να χωρέσουν δίπλα δίπλα,
κι ύστερα μέσα σου τις καις.. Κανένα μεγάλο ταξίδι
δεν αντέχεται και δεν γίνεται από έναν μόνο…
19/11/17
Τρέμω
Τρέμω, μήπως φανείς
Τρέμω, φύλλο φθινοπωρινό
που άγγιξε η ανάσα του χειμώνα,
κι ακόμα βαστά
χωρίς να γνωρίζει "γιατί".
Ο καιρός πέρασε, και τρέμω
τώρα που είναι τόσο αργά
και συνήθισα στην ιδέα,
μη τυχόν φανείς...
Τρέμω, φύλλο φθινοπωρινό
που άγγιξε η ανάσα του χειμώνα,
κι ακόμα βαστά
χωρίς να γνωρίζει "γιατί".
Ο καιρός πέρασε, και τρέμω
τώρα που είναι τόσο αργά
και συνήθισα στην ιδέα,
μη τυχόν φανείς...
16/11/17
Ψαράκια
Τα
όνειρα τα πήρε το ποτάμι.
Τα χρόνια και τ’ άνθη της στη λάσπη βουλιαγμένα.
Ολόγυρα ανέμελα ψαράκια κολυμπούνε,
και τα παιδάκια στην ακτή τα χέρια πλατσουρίζουν.
Ανέφελος ο ουρανός, ξασπρίζουν μόνο οι γλάροι.
Εκείνος ένας στους πολλούς, ψηφίδα στην εικόνα.
Η λύπη ποτέ της δεν αρκεί τον κόσμο να γκρεμίσει.
Ξεμένει πίσω, αρνείται τον τροχό ν' ακολουθήσει,
ο χρόνος του περνά, η ζωή τον προσπερνά,
μα του είναι αδύνατο να τη λησμονήσει.
Ποτάμι φοβερό ο χρόνος, φοβερότερο η ζωή.
Κάτω από την όμορφη ελπίδα, τα όνειρα, την επιφάνεια,
πλανούνται τα στοιχειά· εκείνοι που απέμεινε η σκιά τους.
Αόρατοι! Ποιος o τρελός που θα σκάψει να τους δει,
αφού αρέσκονται οι ζωντανοί να κυνηγούν το φως;
Κάτω από την ολοστρόγγυλη σελήνη, ή κάποιο απόγευμα
νωχελικό που θα χύνεται το φως και με γαλήνη,
κάποια από τις τόσες ιστορίες που θα έχουνε ξεμείνει
σαν παραμύθι, γλυκά θα συγκινήσει.. Ίσως κάποιος ριγήσει…
Μα σαν ψαράκι στη στιγμή, πάλι θα κολυμπήσει.
Τα χρόνια και τ’ άνθη της στη λάσπη βουλιαγμένα.
Ολόγυρα ανέμελα ψαράκια κολυμπούνε,
και τα παιδάκια στην ακτή τα χέρια πλατσουρίζουν.
Ανέφελος ο ουρανός, ξασπρίζουν μόνο οι γλάροι.
Εκείνος ένας στους πολλούς, ψηφίδα στην εικόνα.
Η λύπη ποτέ της δεν αρκεί τον κόσμο να γκρεμίσει.
Ξεμένει πίσω, αρνείται τον τροχό ν' ακολουθήσει,
ο χρόνος του περνά, η ζωή τον προσπερνά,
μα του είναι αδύνατο να τη λησμονήσει.
Ποτάμι φοβερό ο χρόνος, φοβερότερο η ζωή.
Κάτω από την όμορφη ελπίδα, τα όνειρα, την επιφάνεια,
πλανούνται τα στοιχειά· εκείνοι που απέμεινε η σκιά τους.
Αόρατοι! Ποιος o τρελός που θα σκάψει να τους δει,
αφού αρέσκονται οι ζωντανοί να κυνηγούν το φως;
Κάτω από την ολοστρόγγυλη σελήνη, ή κάποιο απόγευμα
νωχελικό που θα χύνεται το φως και με γαλήνη,
κάποια από τις τόσες ιστορίες που θα έχουνε ξεμείνει
σαν παραμύθι, γλυκά θα συγκινήσει.. Ίσως κάποιος ριγήσει…
Μα σαν ψαράκι στη στιγμή, πάλι θα κολυμπήσει.
7/11/17
Ο γκρι γάτος
Σαν ψιλό
ένδυμα η ψυχή του δεν τον προστάτευε τώρα που ο καιρός πάγωσε, αρκετά. Ο
ανόητος, δεν φαντάστηκε ξεκινώντας το πρωί τέτοια μεταβολή στον καιρό κι αμέλησε
να πάρει μαζί του πανωφόρι. Νόμιζε ότι μ’ ελαφρύ το κορμί κι άδεια τα χέρια, θα
μπορούσε να κινείται πιο ανέμελα, πιο άνετα… Μα τώρα τουρτούριζε, τάχυνε το
βήμα του να ζεσταθεί προσπερνώντας πόσα όμορφα, που γι’ αυτά άφησε πίσω του τη
θαλπωρή της ασφάλειας του σπιτιού του… Άλλαξε η εποχή σε λίγες ώρες μέσα.. Το
πρωί ήτανε καλοκαίρι, και τώρα μες το καταμεσήμερο χειμώνας γδάρτης…
Νιώθοντας ανήμπορος να βρει τον δρόμο της
επιστροφής, αφού βάδισε αρκετά κι είδε το φως να φθίνει, άρχισε να ψάχνει
καταφύγιο να περάσει την επερχόμενη νύχτα. Ένα παλιό μεγάλο χαρτοκιβώτιο, του
πρόσφερε λύση. Έστρωσε κατάχαμα την αξιοπρέπειά του, γώνιασε καλά τις άκρες για να κόβει το κρύο, μπήκε μέσα, και τράβηξε τα φύλλα της κούτας να κλείσει.
Σύντομα η κούραση βάρυνε τα βλέφαρά του και κλείσανε. Κι ήτανε ο ύπνος του σύντομος θάνατος, χωρίς σκέψεις για πριν ή μετά.. Χωρίς τίποτα. Αφημένος στο
μεγάλο κενό, αόρατος, σχεδόν ανύπαρκτος.
Τον θάνατό διέκοψε ο θόρυβος από κάποιο σύρσιμο στην χαρτόκουτα… Θολωμένα τα μάτια από το σκοτάδι, έχοντας την εντύπωση πως, η κούτα είναι όνειρο που μετεωρίζεται πάνω από το σπιτικό του κρεβάτι, κι ακόμα ψηλότερα - ανάμεσα στα σύννεφα, με δυσκολία εστίασε στο άνοιγμα της κούτας… μία γκρι μικροκαμωμένη σκιά χύθηκε πάνω του, την ένιωσε με ανακούφιση να τρίβεται στο κορμί του, κι ήρθε και κούρνιασε κατάστηθα στην καρδιά του, λες και γνωριζόντουσαν χρόνια. Την αγκάλιασε με το χέρι του, κι εκείνη, ρουθούνισε γλυκά διώχνοντας το κρύο απ' την ψυχή του!…
Όταν υπήρξε παιδί, είχε βρει ανάμεσα σε ξερόκλαδα έναν μικρό καλικάντζαρο, μια τριχόμπαλα από λάσπη… Νιαούριζε τρομαγμένος χωρώντας ολόκληρος στη χούφτα του ενός χεριού. Ξεσχίστηκε μέχρι να τον πιάσει.. Πόσος τρόμος στα γουρλωμένα ματάκια του.. έτρεμε το μικρό αδύναμο κορμί… Το έκανε μπάνιο με χλιαρό νερό, και διαπίστωσε έκπληκτος πόσο απαλό όμορφο γκρι τρίχωμα είχε… Του έβαλε να πιει γάλα, και κείνο έπινε χωρίς στιγμή να πάψει τ’ αναφιλητά.. Είχανε προσπαθήσει, έμαθε αργότερα, να το πνίξουνε στο ποτιστικό χαντάκι κάποια παιδιά του χωριού, λες και δοκιμάζοντας τα όρια και τις αντοχές του αθώου πλάσματος θα καταλαβαίνανε τι είναι η ζωή και τι ο θάνατος.. Χάνοντας έτσι τα δικά τους όρια, αντοχές, κι αθωότητα.
Αν και οι αρσενικοί γάτοι είναι γυρίστρες, τούτος εδώ σε ολόκληρη τη ζωή του δεν απομακρύνθηκε μέρα από το σπίτι και τον περίγυρό του.. Ο ίδιος απουσίαζε όταν η κάποτε λασπωμένη τριχόμπαλα, γέρικος γάτος πια, διαλέγοντας το πιο απόμερο σημείο στην αυλή κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ. Πόσο τον πείραξε που δεν ήταν εκεί!.. Πόσα δάκρυα κι ενοχές!
Καθώς τα μάτια ξεθαμπώνανε από τον θάνατο, αφέθηκε να πιστέψει πως αντάμωσε τον ίδιο γκρι γάτο των παιδικών του χρόνων. Άραγε, είχε ο γάτος μπει στο δικό του όνειρο ή εκείνος στον μεγάλο ύπνο του γάτου του; Δάκρυα πλημυρίσανε τα μάτια και δεν χόρταινε να νιώθει ανάμεσα στα δάχτυλά του το ζεστό τρίχωμα του γάτου.
Στις πόλεις οι άνθρωποι μοιάζουν ποτάμια που την ροή τους ορίζει ο χρόνος κι η ανάγκη.. Όσο περισσότερη ανάγκη τόσο λιγότερος χρόνος.. Πέφτουνε ολόκληροι άνθρωποι στο ποτάμι, για να καταλήξουν κάποτε στην όχθη ό,τι απέμεινε από τον εαυτό τους… Κάποιο χέρι που αναζητά ένα άλλο χέρι, μισό πόδι, λίγη ψυχή από δω λίγη από κει, μισή καρδιά, μισή πνοή.. Κι όλοι ζητάνε στον ελάχιστο αυτόν χρόνο πριν το ποτάμι τους τραβήξει ξανά στα σωθικά του και τους στροβιλίσει στα έντερά του, να νιώσουν πάλι ολόκληροι. Αρπάζονται από τα σπασμένα όνειρά τους προσπαθώντας να βάλουν σε σειρά όσα θρύψαλα ακόμη κατέχουν.. και κάθε π' ανέλπιστα ταιριάξουν δυο θρύψαλα καρδιάς, νιώθουν αγαλλίαση σα να ένωσαν γη κι ουρανό. Κι ωστόσο, πόσο τους είναι εύκολο να προσπερνάνε, κλωτσάνε, συνήθως άθελα από αβλεψία και κεκτημένη ταχύτητα, τα θραύσματα από όνειρα συνανθρώπων τους.
Για δυο μέρες η κούτα ήτανε αόρατη στα μάτια των περαστικών.. Μα δεν άργησαν να προσέξουνε το γκρίζο γατί, που όλο και συχνότερα μπαινόβγαινε μέσα της. Αυτός στάθηκε ο σημαντικότερος λόγος που η κούτα ξανάγινε ορατή.. Εκείνοι που δεν αγαπάνε τ΄ αδέσποτα, νιώσανε φρικτά στην ιδέα πως ένα αδέσποτο έφτιαξε φωλιά κοντά στο δικό τους αόρατο σπίτι.. Ίσως γιατί αισθάνθηκαν ακόμα πιο αόρατοι.. Ίσως επειδή γυρεύουν πάντοτε αφορμή να φωνάξουν και να διαμαρτυρηθούνε δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο την παρουσία τους, καθώς η προσοχή των ενοχλημένων από τις φωνές αποτελεί και για τους ίδιους, επιβεβαίωση πως υπάρχουν. Ποιος ξέρει τι θα κουβαλούσε αυτός ο γάτος μέσα στη κούτα για τροφή, πόσα υπολείμματα τρωκτικού υπήρχανε ίσως… Γεγονός είναι πως, η κούτα μύριζε δυσάρεστα.
Πρώτη έφθασε η αστυνομία, στη συνέχεια το ΕΚΑΒ που δεν είχε πολλά να κάνει, και τέλος οι άνθρωποι του δήμου. Η λέξη «άστεγος» όσο θλιβερή κι αν ακούγεται, αφαιρούσε το μυστήριο κι ενδιαφέρον από την εύρεση της σωρού.. Η σωστή απολύμανση του χώρου αποδείχτηκε πιο ενδιαφέρουσα για τους μαγαζάτορες και τους γείτονες από την ιστορία του συνανθρώπου τους. Ακούστηκε πως ζούσε πότε εδώ και πότε εκεί τα τελευταία χρόνια, πως μάλλον ήτανε σαλεμένος.. κι αυτό τους φάνηκε αρκετό. Σε κάποιους κι ανακουφιστικό. Ψίθυροι μόνο κι η σιωπή περισσότερη...
Μα εκείνος, αγκαλιάζοντας τον γάτο του κατάστηθα χαμογελούσε ευτυχισμένος: «Τι σημασία έχει ποιος μπήκε στ όνειρο του άλλου, αφού είμαστε πάλι μαζί!»
Τον θάνατό διέκοψε ο θόρυβος από κάποιο σύρσιμο στην χαρτόκουτα… Θολωμένα τα μάτια από το σκοτάδι, έχοντας την εντύπωση πως, η κούτα είναι όνειρο που μετεωρίζεται πάνω από το σπιτικό του κρεβάτι, κι ακόμα ψηλότερα - ανάμεσα στα σύννεφα, με δυσκολία εστίασε στο άνοιγμα της κούτας… μία γκρι μικροκαμωμένη σκιά χύθηκε πάνω του, την ένιωσε με ανακούφιση να τρίβεται στο κορμί του, κι ήρθε και κούρνιασε κατάστηθα στην καρδιά του, λες και γνωριζόντουσαν χρόνια. Την αγκάλιασε με το χέρι του, κι εκείνη, ρουθούνισε γλυκά διώχνοντας το κρύο απ' την ψυχή του!…
Όταν υπήρξε παιδί, είχε βρει ανάμεσα σε ξερόκλαδα έναν μικρό καλικάντζαρο, μια τριχόμπαλα από λάσπη… Νιαούριζε τρομαγμένος χωρώντας ολόκληρος στη χούφτα του ενός χεριού. Ξεσχίστηκε μέχρι να τον πιάσει.. Πόσος τρόμος στα γουρλωμένα ματάκια του.. έτρεμε το μικρό αδύναμο κορμί… Το έκανε μπάνιο με χλιαρό νερό, και διαπίστωσε έκπληκτος πόσο απαλό όμορφο γκρι τρίχωμα είχε… Του έβαλε να πιει γάλα, και κείνο έπινε χωρίς στιγμή να πάψει τ’ αναφιλητά.. Είχανε προσπαθήσει, έμαθε αργότερα, να το πνίξουνε στο ποτιστικό χαντάκι κάποια παιδιά του χωριού, λες και δοκιμάζοντας τα όρια και τις αντοχές του αθώου πλάσματος θα καταλαβαίνανε τι είναι η ζωή και τι ο θάνατος.. Χάνοντας έτσι τα δικά τους όρια, αντοχές, κι αθωότητα.
Αν και οι αρσενικοί γάτοι είναι γυρίστρες, τούτος εδώ σε ολόκληρη τη ζωή του δεν απομακρύνθηκε μέρα από το σπίτι και τον περίγυρό του.. Ο ίδιος απουσίαζε όταν η κάποτε λασπωμένη τριχόμπαλα, γέρικος γάτος πια, διαλέγοντας το πιο απόμερο σημείο στην αυλή κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ. Πόσο τον πείραξε που δεν ήταν εκεί!.. Πόσα δάκρυα κι ενοχές!
Καθώς τα μάτια ξεθαμπώνανε από τον θάνατο, αφέθηκε να πιστέψει πως αντάμωσε τον ίδιο γκρι γάτο των παιδικών του χρόνων. Άραγε, είχε ο γάτος μπει στο δικό του όνειρο ή εκείνος στον μεγάλο ύπνο του γάτου του; Δάκρυα πλημυρίσανε τα μάτια και δεν χόρταινε να νιώθει ανάμεσα στα δάχτυλά του το ζεστό τρίχωμα του γάτου.
Στις πόλεις οι άνθρωποι μοιάζουν ποτάμια που την ροή τους ορίζει ο χρόνος κι η ανάγκη.. Όσο περισσότερη ανάγκη τόσο λιγότερος χρόνος.. Πέφτουνε ολόκληροι άνθρωποι στο ποτάμι, για να καταλήξουν κάποτε στην όχθη ό,τι απέμεινε από τον εαυτό τους… Κάποιο χέρι που αναζητά ένα άλλο χέρι, μισό πόδι, λίγη ψυχή από δω λίγη από κει, μισή καρδιά, μισή πνοή.. Κι όλοι ζητάνε στον ελάχιστο αυτόν χρόνο πριν το ποτάμι τους τραβήξει ξανά στα σωθικά του και τους στροβιλίσει στα έντερά του, να νιώσουν πάλι ολόκληροι. Αρπάζονται από τα σπασμένα όνειρά τους προσπαθώντας να βάλουν σε σειρά όσα θρύψαλα ακόμη κατέχουν.. και κάθε π' ανέλπιστα ταιριάξουν δυο θρύψαλα καρδιάς, νιώθουν αγαλλίαση σα να ένωσαν γη κι ουρανό. Κι ωστόσο, πόσο τους είναι εύκολο να προσπερνάνε, κλωτσάνε, συνήθως άθελα από αβλεψία και κεκτημένη ταχύτητα, τα θραύσματα από όνειρα συνανθρώπων τους.
Για δυο μέρες η κούτα ήτανε αόρατη στα μάτια των περαστικών.. Μα δεν άργησαν να προσέξουνε το γκρίζο γατί, που όλο και συχνότερα μπαινόβγαινε μέσα της. Αυτός στάθηκε ο σημαντικότερος λόγος που η κούτα ξανάγινε ορατή.. Εκείνοι που δεν αγαπάνε τ΄ αδέσποτα, νιώσανε φρικτά στην ιδέα πως ένα αδέσποτο έφτιαξε φωλιά κοντά στο δικό τους αόρατο σπίτι.. Ίσως γιατί αισθάνθηκαν ακόμα πιο αόρατοι.. Ίσως επειδή γυρεύουν πάντοτε αφορμή να φωνάξουν και να διαμαρτυρηθούνε δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο την παρουσία τους, καθώς η προσοχή των ενοχλημένων από τις φωνές αποτελεί και για τους ίδιους, επιβεβαίωση πως υπάρχουν. Ποιος ξέρει τι θα κουβαλούσε αυτός ο γάτος μέσα στη κούτα για τροφή, πόσα υπολείμματα τρωκτικού υπήρχανε ίσως… Γεγονός είναι πως, η κούτα μύριζε δυσάρεστα.
Πρώτη έφθασε η αστυνομία, στη συνέχεια το ΕΚΑΒ που δεν είχε πολλά να κάνει, και τέλος οι άνθρωποι του δήμου. Η λέξη «άστεγος» όσο θλιβερή κι αν ακούγεται, αφαιρούσε το μυστήριο κι ενδιαφέρον από την εύρεση της σωρού.. Η σωστή απολύμανση του χώρου αποδείχτηκε πιο ενδιαφέρουσα για τους μαγαζάτορες και τους γείτονες από την ιστορία του συνανθρώπου τους. Ακούστηκε πως ζούσε πότε εδώ και πότε εκεί τα τελευταία χρόνια, πως μάλλον ήτανε σαλεμένος.. κι αυτό τους φάνηκε αρκετό. Σε κάποιους κι ανακουφιστικό. Ψίθυροι μόνο κι η σιωπή περισσότερη...
Μα εκείνος, αγκαλιάζοντας τον γάτο του κατάστηθα χαμογελούσε ευτυχισμένος: «Τι σημασία έχει ποιος μπήκε στ όνειρο του άλλου, αφού είμαστε πάλι μαζί!»
6/11/17
Όλοι οι άντρες είναι γουρούνια
_Το μόνο εμπόδιο οι φόβοι μας.. αντί να κατηγορείς όλους τους
άλλους, παραδέξου, πως για ό,τι σου έχει τύχει εσύ φταις. Οι αναστολές, η
δειλία σου. Ο κόσμος γλυκιά μου, δεν υπήρξε ποτέ τέλειος. Ένα θηρίο δεν επέλεξε
να είναι στη ζούγκλα.. αν του έδινες χώρο, ένα καναπέ να ξαπλώσει, τροφή νερό
κι ένα σύντροφο θα ήτανε παιχνιδιάρικο κι άκακο σαν ένα γατάκι.. Ο κόσμος είναι
αυτός που είναι και στο να επιλέξει κανείς να είναι κυνηγός αντί θήραμα δε χωρά καμιά ενοχή.
_Εμείς δεν είμαστε ο κόσμος..
_Νομίζεις!.. είμαστε μία μικρότερη εκδοχή της μεγάλης εικόνας. Απόδειξη, κλαις, λυπάσαι.. και για ποιο λόγο; Επειδή δεν μπορείς να βαλσαμώσεις το χρόνο!; Θα έπρεπε να να είσαι χαρούμενη με όσα μοιραστήκαμε και ζήσαμε.. που τα ζήσαμε!
_Ήταν όλα ένα ψέμα… τα λόγια σου, τα αισθήματα που έλεγες πως είχες…
_Ψέμα;.. σε ήθελα, αυτό ήτανε αλήθεια.. ένιωθα όμορφα μαζί σου..
_Μα γιατί;; Γιατί;; τι άλλαξε;;
_Έγινες βαρετή.. κρύφτηκες ολάκερη πίσω από την παγίδα που αποκαλείς θυσία.. Παραδέξου το.. Όσα έκανες δεν τα έκανες από τη καλή σου καρδιά, αλλά για να με δέσεις… Για να πεις: «Κοίτα πόσα έκανα εγώ για σένα, απαρνήθηκα μέχρι και τον ίδιο μου τον εαυτό!» Παραδέξου το! Παραδέξου το, όχι σε μένα, αλλά σε σένα.. Και πάψε να κλαις!.. Αυτό ακριβώς εννοώ… όταν λέω δεν σε αντέχω άλλο… Αυτό άλλαξε. Βρίσκεις ένα όμορφο αγριολούλουδο, το κόβεις, το βάζεις στο βάζο, και μετά ρωτάς τι άλλαξε; Τόσο περιστρέφεις τον κόσμο γύρω από σένα που δεν μπορείς να δεις;
Τα πάντα αλλάξανε και τα πάντα αλλάζουνε συνέχεια.. νόμος της φύσης! Ή το αποδέχεσαι και προχωράς, ή φθείρεσαι πιασμένη στη παγίδα που η ίδια έστησες. Σε παρακαλώ, μη πάρεις τηλέφωνο… δε θα απαντήσω.
_ Ώστε γι’ αυτό με έφερες εδώ την ερημιά; Φοβήθηκες μη κάνω σκηνή;
_Έλπιζα πως θα γινότανε όλο αυτό πιο απλά, πιο συγκαταβατικά, πιο ήρεμα.. Πως στο τέλος θα μοιραζόμασταν ένα «ευχαριστώ».. για όσα ζήσαμε. Δεν φοβήθηκα, ήμουνα σίγουρος πως θα κάνεις σκηνή, όπως κι έκανες! Δεν αντέχω τα κλάματα, τα δράματα, τις υπερβολές σου! Δεν είναι σκηνή από ταινία, ούτε τελειώνει εδώ η ζωή..
_Η δική σου!
_Να λοιπόν γιατί! .. Μου επιτρέπεις να σε φιλήσω για τελευταία φορά;
_Απλά φύγε… άσε με και φύγε…
Τον είδε να γυρνά την πλάτη και να απομακρύνεται ήρεμα, ξαλαφρωμένος… έψαξε στη τσάντα της ένα χαρτομάντηλο… Την είπε εγωίστρια!.. αυτό έβλεπε λοιπόν σε κείνη; Τίποτα άλλο; Έφερε στο νου της την αρχή, τα χαμόγελα, τον αυθορμητισμό της φωτιάς.. Τόση χημεία… και τέτοια αλλαγή. Δεν είναι η πρώτη φορά.. Τόσο αρπαχτικά είναι οι άντρες;
Σκούπισε τα μάτια, τη μύτη της… Πόσο αχάριστος, δεν εκτίμησε τίποτα από όσα του πρόσφερε. Σκέφτηκε να γράψει ένα γράμμα και να κάνει κακό στον εαυτό της. Να τον τιμωρήσει.. σιγά όμως μη τον νοιάξει! Όχι, σιγά μη χαλαστεί γι’ αυτόν! Θα έρθει η ώρα, σκέφτηκε, που θα το μετανιώσει.. αλλά τότε θα είναι αργά… «Έχει μέσα μου πεθάνει» ψέλλισε, «.. τόσο που με πέθανε μέσα μου!..» Η λύπη μέσα της έγινε οργή, καθώς αναλογιζότανε το ύφος του όταν μιλούσε, την απάθειά του μπροστά στο πόνο της! Παλιότερα θα αναρωτιότανε αν φταίει η ίδια.. Όμως είναι πεπεισμένη πλέον, πως όλοι οι άντρες είναι γουρούνια, χωρίς εξαίρεση..
Τουλάχιστον ως την επόμενη φορά που θα ερωτευθεί!
_Νομίζεις!.. είμαστε μία μικρότερη εκδοχή της μεγάλης εικόνας. Απόδειξη, κλαις, λυπάσαι.. και για ποιο λόγο; Επειδή δεν μπορείς να βαλσαμώσεις το χρόνο!; Θα έπρεπε να να είσαι χαρούμενη με όσα μοιραστήκαμε και ζήσαμε.. που τα ζήσαμε!
_Ήταν όλα ένα ψέμα… τα λόγια σου, τα αισθήματα που έλεγες πως είχες…
_Ψέμα;.. σε ήθελα, αυτό ήτανε αλήθεια.. ένιωθα όμορφα μαζί σου..
_Μα γιατί;; Γιατί;; τι άλλαξε;;
_Έγινες βαρετή.. κρύφτηκες ολάκερη πίσω από την παγίδα που αποκαλείς θυσία.. Παραδέξου το.. Όσα έκανες δεν τα έκανες από τη καλή σου καρδιά, αλλά για να με δέσεις… Για να πεις: «Κοίτα πόσα έκανα εγώ για σένα, απαρνήθηκα μέχρι και τον ίδιο μου τον εαυτό!» Παραδέξου το! Παραδέξου το, όχι σε μένα, αλλά σε σένα.. Και πάψε να κλαις!.. Αυτό ακριβώς εννοώ… όταν λέω δεν σε αντέχω άλλο… Αυτό άλλαξε. Βρίσκεις ένα όμορφο αγριολούλουδο, το κόβεις, το βάζεις στο βάζο, και μετά ρωτάς τι άλλαξε; Τόσο περιστρέφεις τον κόσμο γύρω από σένα που δεν μπορείς να δεις;
Τα πάντα αλλάξανε και τα πάντα αλλάζουνε συνέχεια.. νόμος της φύσης! Ή το αποδέχεσαι και προχωράς, ή φθείρεσαι πιασμένη στη παγίδα που η ίδια έστησες. Σε παρακαλώ, μη πάρεις τηλέφωνο… δε θα απαντήσω.
_ Ώστε γι’ αυτό με έφερες εδώ την ερημιά; Φοβήθηκες μη κάνω σκηνή;
_Έλπιζα πως θα γινότανε όλο αυτό πιο απλά, πιο συγκαταβατικά, πιο ήρεμα.. Πως στο τέλος θα μοιραζόμασταν ένα «ευχαριστώ».. για όσα ζήσαμε. Δεν φοβήθηκα, ήμουνα σίγουρος πως θα κάνεις σκηνή, όπως κι έκανες! Δεν αντέχω τα κλάματα, τα δράματα, τις υπερβολές σου! Δεν είναι σκηνή από ταινία, ούτε τελειώνει εδώ η ζωή..
_Η δική σου!
_Να λοιπόν γιατί! .. Μου επιτρέπεις να σε φιλήσω για τελευταία φορά;
_Απλά φύγε… άσε με και φύγε…
Τον είδε να γυρνά την πλάτη και να απομακρύνεται ήρεμα, ξαλαφρωμένος… έψαξε στη τσάντα της ένα χαρτομάντηλο… Την είπε εγωίστρια!.. αυτό έβλεπε λοιπόν σε κείνη; Τίποτα άλλο; Έφερε στο νου της την αρχή, τα χαμόγελα, τον αυθορμητισμό της φωτιάς.. Τόση χημεία… και τέτοια αλλαγή. Δεν είναι η πρώτη φορά.. Τόσο αρπαχτικά είναι οι άντρες;
Σκούπισε τα μάτια, τη μύτη της… Πόσο αχάριστος, δεν εκτίμησε τίποτα από όσα του πρόσφερε. Σκέφτηκε να γράψει ένα γράμμα και να κάνει κακό στον εαυτό της. Να τον τιμωρήσει.. σιγά όμως μη τον νοιάξει! Όχι, σιγά μη χαλαστεί γι’ αυτόν! Θα έρθει η ώρα, σκέφτηκε, που θα το μετανιώσει.. αλλά τότε θα είναι αργά… «Έχει μέσα μου πεθάνει» ψέλλισε, «.. τόσο που με πέθανε μέσα μου!..» Η λύπη μέσα της έγινε οργή, καθώς αναλογιζότανε το ύφος του όταν μιλούσε, την απάθειά του μπροστά στο πόνο της! Παλιότερα θα αναρωτιότανε αν φταίει η ίδια.. Όμως είναι πεπεισμένη πλέον, πως όλοι οι άντρες είναι γουρούνια, χωρίς εξαίρεση..
Τουλάχιστον ως την επόμενη φορά που θα ερωτευθεί!
1/11/17
Σιωπή
Ο κόσμος γύρω του γκρεμιζότανε.. του φωνάζανε: «Κατέβα πιο χαμηλά, άμα πέσει το γεφύρι, χάθηκες». Του κάκου. Η σιωπή μέσα του κάλυπτε τις φωνές τους, δεν τον αγγίξανε.. δεν τις άκουσε.. Περιβεβλημένος το μανδύα της μοναξιάς, που πότε γινότανε κόκκινος όπως πυρωμένο κάρβουνο, πότε λευκός πάγος, πλησίασε όσο πιο κοντά γινότανε στην άκρη του γκρεμισμένου γεφυριού. Από κάτω απλωνότανε γκρίζα ουδέτερη και θολή η ματαιοδοξία αυτού του κόσμου, έμοιαζε από κει ψηλά όλα να έχουνε ήδη χαθεί. Κρεμασμένος πάνω από το χάος, μοναδικό στίγμα της ύπαρξης, ερωτοτροπούσε με την ανυπαρξία.. «Η μόνη αταξία στο χάος, η ύπαρξη», σκέφτηκε… «Τόσος κόπος, τόση συνθλιμένη χαρά, τόσος πόνος, για να διαπιστώσουμε πως, μόνο στο πουθενά και το τίποτα κατοικεί η γαλήνη»
Τα πόδια του γινόντουσαν όλο και πιο αόρατα καθώς ηρεμούσανε μέσα του οι δράκοι, ένα σμήνος πουλιά λευτερώθηκε σα φως κι έσβησε στην ομίχλη. «Πόσο όμορφη μουσική η σιωπή, καθώς απλώνεται παντού και γίνεται τα πάντα, λυτρώνοντας φωτιά και πάγο!»
Η φιγούρα στη γέφυρα χάθηκε, ίσως και να μην υπήρχε ποτέ. Ο κόσμος είναι γεμάτος από φοβίες και την προβολή τους, καθώς οι καθρέφτες θαμπωμένοι από το διασπαστικότατο «εγώ» περισσότερα κρύβουνε παρά φανερώνουν.. Ο λίγος κόσμος που είχε μαζευτεί κάτω από τη γέφυρα σκόρπισε μέσα στις υποψίες του και τον πολύ ανυποψίαστο κόσμο. Και καθώς κανείς δεν ήτανε σίγουρος τι συνέβη, τι είχε δει, απέφυγε να μιλήσει ο ένας στον άλλον και σύντομα η ιστορία ξεθώριασε τελείως, καθώς η πραγματικότητα για μια ακόμα φορά έγινε ο αδιαφιλονίκητος νικητής.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)