Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

15/7/17

Σχεδόν πανσέληνος

Σχεδόν μηδέν· τρέμει σα φύλλο η σιωπή.
Το ανεπαίσθητο θρόισμα στη ζωή τη κρατά,
σα μπλουζ μουσική μέσα στη νύχτα, που ακούγεται
από κάπου πολύ μακριά.. μα και τόσο οικεία!
Και βαστά τα μάτια, αν και νυσταγμένα ανοιχτά..
χωρίς γύρω τους να κοιτάνε μα μονάχα στη ψυχή..
μη ξεχωρίζοντας το φως απ’ το σκοτάδι καθώς θυμούνται,
φαντάζονται, ταξιδεύουνε… στη σιωπή…!

Σχεδόν κύκλος, η σαΐτα του έρωτα καρφωμένη στα πλευρά της
δεν την αφήνει να γίνει μηδέν. Ημιτελής κι ημιθανής
Υπομένει μαρτυρικά το διαρκές τέλος της.
Είναι ένα φύλλο που κατοικεί στη σιωπή ψυχορραγώντας
στον αποστειρωμένο από φίλους κύκλο του μηδενός.

13/7/17

Ξωτικά



Μεταξένιες μέρες κυλούνε πάνω από το δέρμα της, γλιστρούν ανεμίζοντας με χάρη τη ρωμαλέα ομορφιά τους, αυξάνοντας τους παλμούς της κάνοντας τα μαγουλά της ροδαλά, τη ματιά της πτηνό που υποφέρει για να πετάξει. Σε ένα κόσμο γεμάτο βόμβες κι ερημιά, πόνο κι υποκρισία, φόβο κι απελπισία, το δικό της μαρτύριο είναι η Άνοιξη. Κρατήρες ηφαιστείου τα έτοιμα ν’ ανοίξουνε άνθη της, αδημονεί η ζωή μέσα της να λυτρωθεί, σκορπώντας το άρωμα και την ομορφιά της στον κόσμο.. Να γίνει ένα με το φως, ένα με το σκοτάδι, ένα με τη μέρα, ένα με τη νύχτα… Τ΄ ολόγιομο φεγγάρι να τη βρει γυναίκα… Γυναίκα και ξωτικό!
Για εκείνον τα πράματα δεν ήτανε ακριβώς έτσι, τόσο ρομαντικά κι ανυποψίαστα. Οι δεύτερες σκέψεις είχανε τον πρώτο λόγο. Τα βήματά του εξαιρετικά ελεγχόμενα κι υπολογισμένα, ο ενθουσιασμός του μετριαζότανε διαρκώς από δυνητικές καταστάσεις, κι ενοχή. Η ζωοδότρα Άνοιξη ήτανε γι’ αυτόν ακόμη μια εποχή, που όπως όλες, θα ολοκληρώσει το κύκλο της και θα παραδώσει τη σκυτάλη στην επόμενη. Η αθωότητα, αποτελούσε στη συνείδησή του παιδική ασθένεια, μια μεταβατική φάση που όσο πιο γρήγορα την περάσει κάποιος τόσο το καλύτερο για τον ίδιο αλλά και για τους άλλους, που ήδη έχουνε περάσει μια φορά τις ανοησίες της ανωριμότητας.
Ο κυνισμός του ερέθιζε γλυκά το μυαλό της, σα πληγή που το ξύσιμο τη ματώνει και την ανακουφίζει μαζί.. Η Άνοιξή μέσα της απερίσκεπτα αισιόδοξη πολεμίστρια, δε κατάφερνε ν’ αντισταθεί στη μάχη τούτη.. προσπαθώντας με όποιο τρόπο να κάνει την έρημο μέσα του και τη πέτρα, ανθοφορούσα. Όλο πιο αδύναμη, πιο γυμνή, βάδιζε βαθύτερα στη φωτιά και το κρύο που ζούσε μέσα του… Προσπερνούσε τα χίλια πρόσωπά του, τα νεκρά δέντρα, τους ματωμένους ήλιους, την αφόρητα παγωμένη σελήνη γυρεύοντάς τον, πιστεύοντας πως, όσα βλέπει δεν είναι άλλο από παραπετάσματα καπνού και πως μόλις κατορθώσει να φτάσει στην αλήθεια του και τη λευτερώσει, σκορπώντας τα ψέματα και τις πλάνες, με τα οποία ζει, τόσο αυτός όσο κι εκείνη θα μπορούνε να ζήσουνε ευτυχισμένοι μαζί.
 Και οι μέρες κυλούν… σπαρταρά μέσα της η μεταξένια χαίτη, το κόκκινο του ρόδου, τρέμουνε τα φτερά της από την ανυπομονησία να πετάξει ψηλά… Μ’ αντί αυτού, βαδίζει όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο μόνη, εκεί που οι πιο δυνατές της εκρήξεις, δύσκολο να ακουστούνε ακόμα κι από την ίδια… Κι όλο αυτό, απλά επειδή συνάντησε τον λάθος άνθρωπο…
Όχι δεν είναι οι μέρες που περνάνε… είναι οι άνθρωποι. Περνάνε, προσπερνάνε, χάνονται… και μαζί τους κάποιοι χάνουνε τον εαυτό τους, άλλοι πάλι τον βρίσκουνε… είτε γιατί μείνανε, όσο, είτε γιατί φύγανε.. Οι εποχές πάντα εναλλάσσονται, κι ωστόσο, μέσα στην ερημιά του κόσμου, πάντοτε θα βρίσκεται ένα λουλούδι, ένα πεταρούδι, ένα παιδί ή μια γυναίκα, μια αγκαλιά κι ένα φιλί, που τολμούνε κι αμφισβητούν με την ίδια τους την ύπαρξη, τη νομοτέλειά τους.