Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

15/9/18

Ατιτλο

Με δηλητήριο τα χείλη μου θα βάψω
να σου δοθώ, να σε ανάψω
και να σε δω να σβήνεις σαν κερί.
Χίλιοι Θεοί τη σάρκα σου θα καίνε
στο σπαρτάρισμά σου να χρίζομαι Θεός.

Κι όταν πνοή μου τη πνοή μου παραδώσεις,
μ' ένα φιλί θα σου χαρίσω τη ζωή...
Μέσα απ' τή στάχτη πλασμένη όπως θέλω
Φωτιά, Αγέρας και Ζωή, μέλη από Θάνατο.

Μωβ

Τα δάχτυλά του μικρές μωβ σιωπές
που σκέπασε επιμελώς
μ' ένα μαντήλι στο λαιμό, μωβ,
το μωβ να κρύψει της ζωής της.
Ακροπατούν οι μέρες, δραπετεύουν,
γλιστρούνε πάνω στα μαύρα της γυαλιά
και χάνονται στο πουθενά,
εκεί που το βλέμμα της κοιτά
μη βλέπει, μη νιώθει, μη πονά...
Μη τη ρωτούνε, μη τη λυπούνται,
αόρατη όσο γίνεται να είναι
γιατί όταν αυτός θυμώνει αλλάζει όψη,
τα χέρια του δυο σαδιστές διαβόλοι
που αδυνατεί κι ο ίδιος να ορίσει.

Ένας μεγάλος ουρανός πλατύς
είναι το ποτάμι της ζωής της,
Αχ πόσα άστρα, πόσα πετούμενα, πλοία
σκεπάζουνε τα κρύσταλλα νερά, τα κρύα.
Στην όχθη στέκεται το λυτρωμό κοιτώντας,
τα ψαλιδισμένα της μαλλιά στα γυμνά της πόδια
και το κορμί λευκό, ανέγγιχτο, γυμνό,
να επιπλέει στον σκοτεινό ουρανό.
Ψαράκια οι ευχές αγαπημένων
τον πόνο της ας κάνουνε τροφή,
αφήνοντας για το τέλος μόνο
το φως μιας ελεύθερης ψυχής!



9/9/18

Κόκκινα ρόδα

Ο θάνατος κι ο έρωτας στήσαν χορό μαζί,
στο σφριγηλό της δροσερό, νεανικό κορμί.
Τα χέρια της σα χάρτινα, βελούδο απαλό
που συναντάς στα πέταλα άγριων λουλουδιών,
δίνουν φωνή στα πένθιμα και χλομιασμένα χείλη
με πίδακες ζωγραφίζοντας τα ρόδα ποιητών.
Πόσο στο σκότος φωτεινή λαμποκοπά η καρδιά της
καθώς στ’ άστρα μοιράζεται η αθέριστη χαρά!

Ο θάνατος κι ο έρωτας την φίλησαν στα χείλη
ξέπνοο αφήνοντας τον πόθο για ζωή,
αφού αδύνατον στους δυο να ξεχωρίσει έναν,
μες το χορό τον ζοφερό που σμίξανε οι τρεις.