Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

29/4/09

Το κλειδί του παραδείσου

Ποιος έχει χάσει το κλειδί του παραδείσου
και με κοιτάει σα ζητιάνος της αβύσου,
σ΄ένα καθρέφτη από χρώματα, σπασμένο,
σε λίμνη μέσα, σύννεφο παγιδευμένο,
που πριν αιώνες, κατοικούσε μια ψυχή;

Ποιος είναι ο άγνωστος που με πλησιάζει
αθόρυβα τις νύχτες, μου μιλάει,
με λέξεις που δεν έχουν μαθευτεί;
Τα μαγουλά του βράχοι προσμονής
που ξέχασε η αγάπη να φιλήσει,
στα χείλη του κοιμήθηκε η θλίψη
κι έχει στα μάτια του ο θάνατος κρυφτεί.

Μοιάζει με κείνο το παιδί στην Παλαιστίνη
και με τη μάνα, πάνω του σκυμένη,
μοιάζει στον άστεγο που δεν περιμένει,
να βρει μία θέση στη ζωή.
Λουλούδι σε βάζο ξεχασμένο,
όνειρο με πόνο ποτισμένο,
νεκρός που έχει πλέον ξεχαστεί.

Τις μέρες δε μετρά, μετρά τα χρόνια
που έρχονται σαν στάλες της βροχής,
φύγαν πριν καιρό τα χελιδόνια
μα χάσαν το δρόμο της επιστροφής.
Κάποιο χνάρι, που ξέμεινε στο χώμα,
από ανέμελο που έπαιζε παιδί,
κι η τρέλα ενός άγριου χειμώνα
έχουν στα στήθη μέσα, μπερδευτεί.

Αρχαίος άνεμος από την Σαντορίνη,
παλάτια στάχτη, ναυάγια κρυφά,
στρατιώτες άταφοι μετά την μάχη
και άγνοια στις πόλεις, μακρυά...
Ένα περιστέρι που μαύρα φέρει
μαντάτα μες τα άσπρα του φτερά,
κι η άνοιξη, τρελή και παραλοϊσμένη
που όλο τρέχει, σε λάθος αγκαλιά.

Τυφλές οι μοίρες μέσα στο καθήκον
τον πόνο και τον χρόνο δε μετρούν.
Ανάμεσα στα ίσως και τα μήπως,
φαντάσματα ενοίκοι καρτερούν,
σε σώματα που πια δε τους ανήκουν,
την έξωση, χωρίς ν΄αντισταθούν.

28/4/09

Η εκδρομή...

Υπήρχε από τη παιδική του ηλικία, εκείνος ο Δράκος, που ήθελε να γίνει φίλος με τους ανθρώπους, μα η όψη του τους τρόμαζε... Ο Δράκος, που όσο πιο κοντά προσπαθούσε να έρθει στους ανθώπους, να τους δώσει να καταλάβουν πως είναι άκακος και θέλει μόνο να παίξουν μαζί, τόσο πιο πολύ φόβο γέμιζε τις καρδιές τους. Ώσπου μια φορά, μαζευτήκανε οι άνθρωποι, κι αποφάσησαν ν΄ απαλαγούν από τον κακό εφιάλτη. Ήταν τόση η χαρά του Δράκου όταν τους είδε να έρχονται προς αυτόν, που σαν θόλωσαν τα μάτια του καθώς οι λόγχες τρυπούσαν το ερπετόμορφο κορμί του, νόμιζε πως η καρδιά του είχε σπάσει από ευτυχία, κι ο πόνος που τον σούβλιζε, ήταν ο πόνος χαράς μεγαλύτερης απ΄ όσο μπορούσε ν΄ αντέξει... Ένα κόκκινο σύννεφο τύλιξε την ψυχή του μικρού Δράκου, και την πήρε μακρυά, βροχή την έκανε, και θαρρώ πως όταν μετά από χειμώνα βαρύ η Άνοιξη χαμογελά στις μουδιασμένες από το κρύο ψυχές, κι αυτές αφήνουν τη δυσπιστία τους να καεί στον ήλιο, είναι εκείνη η βροχή που κάνει να φυτρώνουν παπαρούνες....
Σ΄ένα λιβάδι από κατακόκκινες παπαρούνες ήταν που θυμήθηκε τον Δράκο ξανά, το όνειρο κείνο που έμοιαζε ξεχασμένο από χρόνια. Στην πρώτη γυμνασίου, σε μια έκθεση με ελεύθερο θέμα, η καθηγήτρια τους είχε πει: "γράψτε ότι θέλετε, ακόμη κι ένα παραμύθι"... και κείνος, έγραψε για τον μικρό Δράκο που τον συντρόφευε τα βράδυα. Την μέρα που διαβάστηκαν οι εκθέσεις, έλειπε από το σχολείο, μα την επόμενη που ήρθε, κάποια παιδιά είχαν περιέργως μία διαφορετική συμπεριφορά απεναντί του. Αναμεσά τους, μία κοπέλα. "Πολύ όμορφο το παραμύθι που έγραψες", του είπε... Και τότε, για πρώτη φορά κατάλαβε, πως δεν ήταν ο μόνος που μίλαγε με αλλόκοτα πλάσματα. Δράκοι υπήρχαν πολλοί, κι όλοι πίσω από την τρομερή όψη τους, περίμεναν κάποιον να πλησιάσει, χωρίς φόβο, χωρίς όπλα... Αυτό που δε κατάφερνε να εξηγήσει, είναι γιατί ο Δράκος του ονείρου, ήταν φορτωμένος τόσα αγκάθια.. Νά΄ταν τα δικά του "όπλα", ή μήπως, οι άλλοι, τα βλέπαν σ΄αυτόν δίχως να υπάρχουνε; Δημιούργημα της καχυποψίας τους; Συχνά, στις πληγές, φυτρώνουν αγκάθια.. Και μια και δεν υπάρχει το φως χωρίς το σκοτάδι, η αλήθεια πιθανολογούσε πως ήταν κάπου στη μέση.. Ο Δράκος μπορεί να μην είχε τ΄αγκάθια για να επιτίθεται, μα σίγουρα του προσφέραν μία ασφάλεια. Στην λέξη αυτή, "ασφάλεια", ένιωσε το στήθος του να τον πλακώνει, και την ανάσα να πασχίζει με πόνο να δώσει το απαραίτητο οξυγόνο... Πανικός τον κυρίευσε, μα μόνο μια στιγμή.... Τόσο ήθελε να ταξιδέψει η ματιά του ένα γύρο, να νιώσει νους και καρδιά τον ουρανό, τον αέρα, την λαμπερή ομορφιά των χρωμάτων. Να νιώσει λεύτερος. Κι όταν ένιωσε, τον απέραντο ουρανό, τον ταξιδευτή άνεμο, την εφημερότητα του χρόνου, πόσο υπερεκτιμημένη είναι η ζωή έξω από τη ζωή, μία στάλα αιωνιότητας μέθυσε το αίμα και τους λαβύρνιθους του μυαλού... ξάπλωσε ανάσκελα, και δεν ήθελε άλλο από την χαρά του Τίποτα! Κίτρινες μαργαρίτες, λικνίζονταν ελαφρά δίπλα του, μέχρι, που χορτάτος από γαλάζιο, τις είδε... Και ζήλεψε. "Εσείς", τους είπε, "ποτέ δε θα φορέσετε ρολόι"....
Στο λιβάδι αυτό, δεν είχε έρθει μόνος, μα με την οικογενειά του. Έτσι, όταν άκουσε να τον καλεί η σύζυγός του, χωρίς σκέψη, σηκώθηκε, και ήρεμα βάδισε προς τα κει. Τα παιδιά τρέξανε ενθουσιασμένα καταπάνω του, δείχνοντάς του, το πρωτομαγιάτικο στεφάνι.. "Όλα τα άφησες πάνω μου", διαμαρτυρήθηκε η σύζυγός του, κι είχε δίκιο... Χαμογέλασε και της έπιασε το χέρι, απαλά... "Τα υπόλοιπα θα τα κάνουμε μαζί.. όμως, τώρα ας πάμε μια βόλτα". Εκείνη, σκέφτηκε πως είναι πολλά όσα πρέπει ακόμα να γίνουν.. κι ο χρονος για τις ετοιμασίες λίγος.. Ήθελε πολύ, να κάνει αυτή τη βόλτα, μα έβαλε το καθήκον πιο πάνω. "Δε θα προλάβουμε", του είπε, "το μεσημέρι δε θα έχουμε τίποτα να φάμε. Καλύτερα να μην αργήσουμε να γυρίσουμε"... Εκτίμησε την κατάσταση.. τα παιδιά ήταν ήδη αποκαμωμένα από το παιχνίδι, κι ως συνήθως, εκείνη, είχε δίκιο. "Εντάξει, λοιπόν, πάμε!", είπε, και έψαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου.. Μάζεψαν τα παιδιά, μπήκαν στο αυτοκίνητο, βάλανε μουσική και ξεκίνησαν. Σύντομα, η πιο μικρή τους, αποκοιμήθηκε γλυκά...

8/4/09

άτιτλο...

Απόψε αποφάσησα να φύγω.. Να μπω στο υπερωκεάνιο της λήθης, που ταξιδεύει ξένιαστα στον κόσμο τούτο τους ανθρώπους, και δίχως πόνο, τον ωεκεανό των αστεριών, στεγνός και παρατηρητής να διασχίσω...Θανάτοι και γοργόνες ξεχασμένες, και βιβλία που σαπίσαν την καρδιά και τα μυαλά των ανθρώπων, σύνορα απέραντα και μικρά ψαράκια που λαχταρούν στο ασημόφως του φεγγαριού.. όλα πίσω να αφήσω, κι ανώδυνα να περάσω σε μια νέα, δική μου Ήπειρο.. να ξαναβρώ το άγριο κι αθώο παιδί, να με κοιτάζει, πίσω από φυλωσιές κρυμένο, ερευνητικά, και χωρίς όπλα, να αφήσω τον πόνο και τον φόβο, να γλυστρίσει από το λευκό δέρμα, που κουβαλά την ψυχή στο χρόνο, παρέα με ένα σωρό έθραυστα κόκαλα, πείνα και δίψα για χάδι κι αγάπη... Κι έτσι γυμνός, τ΄αγκάθι της αθωότητας να ματώσει τα πελματά μου, καθώς θα ξαναβρίσκω εμένα...
Κι όμως, η φυγή μου στάθηκε αδύνατη. Τα ρούχα που ντύθηκα, γίναν η μορφή μου, και το υπερωκεάνιο, βούλιαξε στο πρώτο αστέρι και τον πρώτο αναστεναγμό, που μόλις κλείσαν λίγο τα βλέφαρα, καρτερούσε... Πόσα - τόσα, μυτερά αστέρια, αντί να μοιράζουν το φως, τυφλώνουν τους βολβούς των ματιών, στο φως... Κι ήρεμα, μέσα από τα διάφανα της ψυχής αιμοφόρα αγγεία, απλώνουν τις ρίζες τους, και περιμένουν... περιμένουν.. περιμένουν... μέχρι που ο χρόνος να τελειώσει, αυτά, καρτερικά κι αμίλητα, περιμένουν. Κι ίσως η άνοιξη, ο καιρός που οι ρίζες θα απλώσουν φυλλώματα και θα προβάλουν όμορφες στην άκρη ενός χαμόγελου, και άνθη γλυκά γεμάτα χρώματα θα προβάλουν εκεί που πριν κατοικούσαν σκιές, ανάμεσα από τα βλέφαρα, τυφλόνοντας με όνειρα κι αυτόν ακόμα τον ήλιο.... και η καρδιά, παρασυρμένη από μουσική, να πεταρίζει σα πεταλούδα, στο φως, που ξεπηδά από την ίδια τη ζωή που την κατοίκησε.... ίσως η Άνοιξη αυτή να μην φτάσει ποτέ... κι οι ρίζες, τότε, από ελπίδα γίνονται καρκίνος... και το φως, τάφος ατάραχος, που βοηθά τους περαστικούς να μη αρωστήσουν στην άγρια Θέα του νεκρού Θέλω... Μη μπορόντας να δουν, πίσω από το φως το σκοτάδι μιας θλίψης απέραντης, με τον ίδιο τρόπο που η θλίψη, σκεπάζει τα μάτια και ταξιδεύει στο βυθό της, την επιθυμία...
Δεν υπάρχει πιο μεγάλη απογοήτευση από ένα μεγάλο αντίο, που πρέπει να ξαναεπαναλάβεις... είτε τολμήσεις την επανάληψη, είτε όχι. Δεν είναι κακό να αναζητάς στον θάνατο τη ζωή, είναι όμως το χείριστο, η ζωή να γίνεται θάνατος. Να μιλάς με φαντάσματα, και να σκορπάς μαζί τους την κάθε αυγή...Μερικές φορές, μια σκέψη, μικρή κι ανόητη, πως η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο, κι η νύχτα κι η μέρα διαδέχονται η μια την άλλη.. Σκέψη που σκορπά η ίδια διαδοχή που τη γέννησε... Μέχρι που στο τέλος ο καρκίνος θάβει το σώμα που τον γέννησε. Και κανείς, κανείς, δεν μπορεί να πει, πως αυτό το οικτρό πλάσμα που περιφέρεται ανάμεσα στους ανθρώπους, υπήρξε κάποτε άνθρωπος. Κανείς... κι όλο το εγώ και το εσύ, τυλίγεται την σκιά του φεγγαριού, καθώς σέρνει το παραμύθι του στον τόπο των ανθρώπων, αλλάζοντας τα πάντα. Επιτρέποντας στους διαβόλους και τους αγγέλους να μοιραστούνε κόλαση και παράδεισο, αγάπη και μίσος.. χάδι και θεία δίκη.. Μα πάντα.. πάντα... η αυγή υπονομεύει το όνειρο... ώσπου, μια μέρα το φως να μη παραλάβει άλλο από στάχτη....