Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

13/1/10

Άτιτλο

θα σου χαρίσω μόνο την αρχή όχι το τέλος

Ποτάμι η ψυχή στου ουρανού τα δάση,
πέτρες φοράει μαύρες στο λαιμό
και λαμπερά διαμάντια
στολίζουνε τα μακριά μαλλια της.
Κι είναι γυμνή, πάντα γυμνή,
και μόλις ένα σύννεφο φοράει στο βλέμμα,
που στάζει από το βλέφαρο ως την καρδιά...

Τα πόδια ματωμένα από ευχές σκληρές
άλλων, που γύρεψαν το δρόμο να της στρώσουν...
Άδεια τα χέρια, τίποτα ποτέ της δε κρατά...
Και τα φτερά στον ώμο της μικρά
για να σηκώσουνε το βάρος της αγάπης...
Μια λέξη ένας κόσμος, στο ναι - στο όχι, ακροβατεί
κι ένα μικρό χαμόγελο αρκεί για να τη σώσει...

το τέλος το φυλώ, για μένα....

11/1/10

Θλιμένη θάλασσα

κατεβασε το καπελο χαμηλα για να μην βλεπουνε τα ματια της.......

μια θλιμμενη θαλασσα ......ετσι της ελεγε ......τοτε .......

τοτε που την κοιταζε και ελιωνε και πεθαινε......

η λεπτη της φιγουρα προδιδε ανθρωπο κουρασμενο...εξαντλημενο ......

ειχε μερες να φαει κανονικο φαγητο......και το τσιγαρο ειχε γινει πια ενα μ'εκεινη......

καποτε θα το κοψω σκεφτηκε....μα οχι τωρα ....τωρα ειναι η παρεα μου.....ο φιλος μου......

εφτασε στην θαλασσα.......και ητανε η ωρα που ο ηλιος πηγενε να ανταμωσει την θαλασσα.......

ενα γλυκο γεματο παθος κοκκινο εντυσε την πλαση και εκεινη αναστεναξε.....

θεε μου μονολογησε.....οπου παω και οπου βρεθω ειναι μαζι μου.......

μ'ακολουθει , μ'αγγιζει......πρεπει να τον ξεπερασω......

πρεπει να χαθω.....πρεπει να σταματησω να τον σκεφτομαι.......

πρεπει να καταφερω να ζησω απο εδω και μπρος χωρις αυτον.........

γονατισε στην αμμο......

κοιταζε την θαλασσα και τα δακρυα ποταμι......

αγαπημενε μου......

αγαπημενε μου...

σε ικετευω.......αν μ'αγαπας......αν πραγματικα μ'αγαπας οπως λες.....τοτε λυσε αυτα τα δεσμα που εχεις απανω μου......αφησε με ελευθερη.......

θελω να ζησω καλε μου..........θελω να ζησω......ελευθερη........

ο γλαρος πιο περα πεταξε μακρια.......

το κυμα......αναρηγισε και γυρισε πισω.......

πηραν το μηνυμα και εφυγαν......


τωρα εμεινε μονη.......μονη και ελευθερη.........

αυτο δεν αποζητουσε.....;;;;

Georgia Nefeli

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, εκείνος... με μάτια άδεια, να κοιτάζει στο μικρό Αιγαίο, στη λίμνη της καρδιάς του... Κάποτε, στιγμές πριν, καράβια πειρατικά, διασχίζανε τη θάλασσα τούτη, κι ήταν η λίμνη τούτη θάλασσα γεμάτη σπηλιές ξωτικά και νεράιδες, και κρυμένους παραδείσους... Τώρα το ξέρει, το γνωρίζει, πως όλα αυτά υπήρχαν στη θάλασσα που κατοικούσε μέσα στα μάτια της... Τα μάτια, που τώρα ήταν κλειστά γι αυτόν.... Κλειστή η καρδιά, άδεια η αγκαλιά του.... μάτια χωρίς όνειρα.... Ένα λευκό πανί στα πράσινα νερά, κι ένα ταξιδιάρικο σύννεφο, που κάποτε θα χρησιμοποιούσε για ταχυδρόμο, ανίκανο να κρύψει τον ήλιο, τρυπήσανε την καρδιά του... και κείνη δε σφίχτηκε σα πέτρα... αφέθηκε να αιμοραγεί όνειρα.... Έκλεισε τα πατζούρια, κάθησε στο κρεβάτι, σκέπασε το κεφάλι του με τα χέρια.... Κι η καρδιά, σα ρολόι.... συνέχισε να χτυπάει... αδιάφορα... σα το χρόνο... που τελείωσε πριν καν να αρχίσει.... "Σ΄αγαπώ", ψιθύρισε, και ύστερα σβήστηκε στη σιωπή του..... Κανείς δεν άκουσε ξανά γι αυτόν.

Χρόνια μετά, καθώς εκείνη περπάτησε στην ίδια άμμο, ένας λευκός γλάρος έπεσε από ένα σύννεφο στη τρικυμισμένη θάλασσα... και πνίγηκε... Ποτέ δεν ξαναπέταξε πάνω από το νερό.... Κι ύστερα έγινε κάτι θαυμάσιο... Η θάλασσα γαλήνεψε, κι ένα μικρό μικρό κυματάκι, συνέχισε μόνο να ταξιδεύει κι έφτασε ως τα πόδια της... τα έβρεξε, καθώς εκείνη ξυπόλητη αναθάρησσε από την άξαφνη τούτη γαλήνη και πλησίασε την ακτή... κι ένα μικρό άσπρο φτερό, στάθηκε πάνω στα δάχτυλα του ποδιού της.... έφυγε το κύμα, και το άφησε κει... και Εκείνη, το σήκωσε, και κοίταξε κι η λεύτερη ψυχή της, ένιωσε μια ζεστασιά χωρίς πόνο, μια ζεστασιά που πάντα αποζητούσε....

Και κείνος, ο άγνωστος, ο παράξενος κάτοικος της γης... τον είδανε να γυμνώνεται και να βουτά, γυμνός, στην θάλασσα.... κι όλο ν΄απομακρύνεται... μέχρι που χάθηκε.. Το κύμα τον επέστρεψε μια μέρα μετά πνιγμένο. Μα όσοι τον είδανε, όρκο παίρνανε, πως ήταν η μόνη φορά που είδαν το προσωπό του, αν και πνιγμένος, να χαμογελά.... στις άκρες από τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού, σχεδόν βάσταγε ένα λευκό πούπουλο... Τι πούπουλο να είναι αυτό; Ρώτησε κάποιος... και κανείς δεν ήξερε να απαντήσει.... Γιατί κανένα πουλί που γνωρίζανε δεν είχε πούπουλα σαν αυτό...

Την άλλη μέρα, ένα μικρό παιδί περπάταγε με τη μητέρα του πάνω στην άμμο... Ξαφνικά το παιδί είδε κάτι, έτρεξε, το σήκωσε στο χέρι του, και φώναξε όλο χαρά... " Κοίτα μαμά.. κοίτα!!! Ένα φτερό Αγγέλου.. και το βρήκα εγώ!!" .... "Δεν υπάρχουν Άγγελοι μάτια μου... από κάποιο πουλί είναι..." .. κι η θάλασσα χαμογέλασε λυπημένη.... κι ετοιμάστηκε να υποδεχτεί το πιο μεγάλο κι όμορφο φεγγάρι, στην αγκαλιά της... να την παρηγορήσει... και να ονειρευτούνε μαζί....

Νικόλας Παπανικολόπουλος

10/1/10

Άτιτλο


Το φεγγάρι που έπλεε στα μάτια της, κύλησε κρυστάλλινο μαργαριτάρι, δροσίζοντας  τα κόκκινα μάγουλα, κι έσβησε στον λαιμό της  ξεδιψώντας  τα χείλη του, που με πόθο εξερευνούσαν την καμπύλη που τελείωνε στον ώμο της... Τον γυμνό ώμο που θάμπωνε τα μάτια του, καθώς το απαλό ύφασμα που την σκέπαζε υποχωρούσε από στο χέρι που έτρεμε από φλόγα, ώσπου αποκαλύφθηκε το στήθος της... Χώρεσε η καρδιά της στην παλάμη του.... " Αγαπημένη μου" ... της ψιθύρισε... " Κρατώ τον κόσμο όλο μέσα στο ένα χέρι μου.. κρατώ την καρδιά σου..." .... "Σου άνηκε πριν ακόμα σε γνωρίσω" του απάντησε με το βλέμμα της.... Κι ένα βογγητό, που μόλις ακούστηκε, έκανε την θάλασσα να σταματήσει τα κύματα της, να φορέσει την πιο ασημένια φορεσιά, και τον ουρανό να ανοίξει διάπλατα φανερώνοντας όλα τα αστέρια του... ανάμεσα τους μερικά που γεννηθήκανε εκείνη μόλις την στιγμή.... Κι ήταν νωρίς ακόμα στον δρόμο για τον παράδεισο... Το πρώτο μόλις σκαλοπάτι.... κι η θνητή τους φύση είχε χαθεί..... Άνοιξε τα φτερά της διάπλατα, να τον σκεπάσει, καθώς τα χείλη του γιατρεύανε κάθε τι βρώμικο , κάθε τι ψεύτικο, που κάνει την καρδιά να μην ακούγεται... Όχι, η καρδιά της κόντευε να σπάσει, να εκραγεί... Κι όλο το σύμπαν είχε τυλιχτεί γύρω τους, σα να ήθελε να νιώσει ξανά εκείνη την πρώτη φορά που γεννήθηκε.... Κι αυτός μεθούσε από το στήθος πίνοντας, ευτυχία... κι όσο ζαλιζότανε κι ανέβαινε ανάμεσα στα άστρα, ζήταγε να πιει ακόμα πιο πολύ, ακόμα πιο άγιο ποτό.... Μέχρι που εκείνη έγινε αυτός κι αυτός εκείνη... Και δεν άκουγες πια παρά καρδιά μία.... και στο τέλος ακόμα κι αυτή σώπασε... Γιατί όλοι οι ήχοι, περιττοί ήταν... Φως και οι δυο.... Κι η θάλασσα κυμάτισε πάλι, κι ο ουρανός έκλεισε, σαν μήτρα που μόλις έχει γεννήσει.... κι όλο το σύμπαν ήταν εκεί, νιογέννητο , στα μάτια της μέσα, στα μάτια του που αντιφέγγανε.... Κι ο κόσμος όλος, καινούργιος...