Ο κύκλος είναι ένα όμορφο σχήμα. Απ’ όπου κι αν τον πιάσεις είναι αρχή και τέλος μαζί… και πορεία. Αν σπάσει ο κύκλος, το αιώνιο, η ζωή, ο χρόνος όπως τον έχουμε συνηθίσει θα χυθεί εκτροχιασμένος στο άγνωστο. Γιατί χωρίς το σχήμα το πνεύμα ασώματο μένει, και οι λέξεις, η ιστορία, όσα η ανθρώπινη αντίληψη έχει σε τάξη βάλει μέσα στην αταξία θα χαθεί.
Αλλά αυτό είναι κάτι που έχει νόημα εντός του κύκλου. Την ίδια στιγμή που ο κύκλος σπάσει ούτε η ανθρωπότητα θα γνωρίζει πια τ’ όνομά της, ούτε τίποτα απ’ όσα γνωρίζουμε θα είναι πια διακριτό. Χωρίς σχήμα, σώμα, όρια, ο ένας φόβος θα σβήσει μέσα στον άλλον και η λαχτάρα, η ελπίδα, η αγάπη, όλα, χωρίς αντικείμενο κι υποκείμενο το ένα μέσα στο άλλο θα χαθούν, ώσπου το κύμα που γέννησε η τρικυμία της ύπαρξης σωπάσει.
Η σιωπή αυτή μπορεί να κρατήσει για πάντα ή μια στιγμή. Στο τίποτα δεν υπάρχει μέτρο άλλο από το ίδιο το τίποτα.
Στο μεταξύ, ο Γιώργος γνώρισε την Μόϊρα, η οποία μόλις είχε χωρίσει με τον Αλί, ο οποίος ήταν από δεύτερη γενιά μεταναστών από την Αίγυπτο. Όταν ο Γιώργος αντίκρυσε για πρώτη φορά τα μάτια της, τα οποία ήταν βαμμένα με τυρκουάζ σκιά, που τόνιζε το άγριο πράσινο των ματιών της, μα κυρίως βαμμένα παρά τα φανταχτερά χρώματα με εκείνη την θλίψη των ερωτευμένων, που κάνει τα μάτια να μοιάζουν ονειροπόλα κι εύθραυστα, σαν νύμφες που αναδύονται από λίμνη, σχηματισμένη από κάποιον ξεχασμένο στον χρόνο παραπόταμο του ποταμού Αχέροντα. Το φως συνάντησε την σκιά γι’ ακόμα μια φορά… η σκιά σκίρτησε καθώς η ανατολή που με τόσο ενθουσιασμό κι εξαγνιστική δύναμη πρόβαλε στο χαμόγελο του ερωτοχτυπημένου νέου, ανάδευσε μέσα της την επιθυμία, όχι να ερωτευτεί ξανά.. αλλά να συνεχίσει να ζει. Να μη πονά, Να γιατρευτεί. Κι ενώ, η επιθυμία αυτή σαν πύργος από άμμο όπως χτίστηκε βυθίστηκε στα βαλτώδη νερά της λίμνης, η επιμονή του Γιώργου, να ανατέλλει όποτε τη συναντούσε – κάτι που ο ίδιος επιδίωξε να συμβαίνει όσο πιο συχνά γινόταν, άρχισε να κάνει τα νερά της λίμνης πιο διάφανα, και τον βάλτο ολόγυρά της στέρεα γη, καθώς κι εκείνη, έμαθε και συνήθισε να περιμένει την ανατολή, στρέφοντας τα μάτια της συχνά προς αυτήν, με κρυφή ελπίδα, προτού καν το φως φανεί.
Ο Γιώργος αγάπησε την Μόϊρα, κι η Μόϊρα αγάπησε τον Γιώργο, όσο σχεδόν αγάπησε τον Αλή. Κι όταν ο Αλή επέστρεψε κάποτε, σα ναυτικός που αφότου γύρισε τον κόσμο λαχτάρησε οικείο κι απάνεμο λιμάνι, η Μόϊρα αρνήθηκε να τον δει. Γεγονός που από την μια πείσμωσε τον Αλή, κι από την άλλη, έδωσε μια κρυφή ικανοποίηση στον γυναικείο εγωισμό της Μόϊρα. Που ωστόσο, ακόμα τον αγαπούσε.
Ο Γιώργος αγάπησε την Μόϊρα, κι η Μόϊρα αγάπησε τον Γιώργο, όσο σχεδόν αγάπησε τον Αλή. Κι όταν ο Αλή επέστρεψε κάποτε, σα ναυτικός που αφότου γύρισε τον κόσμο λαχτάρησε οικείο κι απάνεμο λιμάνι, η Μόϊρα αρνήθηκε αρχικά να τον δει. Μα καθώς εκείνος επέμενε, στο τέλος δέχτηκε. Και καθώς τα σώματά τους βρεθήκανε κοντά, με μία μνήμη που μόνο η ύλη κατέχει, ανώτερη από τη μνήμη του νου, τα σώματά τους γίνανε ένα.
Τις μέρες εκείνες, ήταν πιο όμορφη. Απόμακρη σα θνητή θεά, στα μάτια της μέσα όλη η ομορφιά του κόσμου… Η άγρια ζούγκλα, με όλα τα υπέροχα πλάσματά της, αλλά και τα κρυμμένα θηρία. Αλλά όταν έφυγε ο Αλή, για δεύτερη φορά, τα άγρια θηρία φύγαν κι αυτά, η ζούγκλα άδειασε από όλα τα πλάσματά της. Η πυκνή βλάστηση έγινε μανδύας που μέσα του τυλίχτηκε, κι έγινε απρόσιτη. Σκοτείνιασε τόσο πίσω από τα σφιχτοκλεισμένα βλέφαρά της, που το χαμόγελο του Γιώργου πάγωσε.
Τότε, ο Γιώργος γνώρισε την Στέλλα… και παρότι αγαπούσε την Μόϊρα τόσο πολύ, αφησε το φωτεινό της χαμόγελο και τα ζεστά της μάτια, να τον τραβήξουν για λίγο έξω από την σκιά που μέσα της ζούσε…
Κι ενώ όλα αυτά συνέβαιναν, την ίδια στιγμή, στην άλλη πλευρά του κύκλου, όλοι τους ζούσαν τόσο ευτυχισμένοι.. καθώς ήταν εκεί η αρχή, κι εκεί το τέλος. Γιατί λίγο προτού χαράξει το φως, όλα είναι φως.. κι όλα σκοτάδι.