Αγαπημένη μου
πήρες την μορφή της νύχτας,
άλλοτε άστρα γεμάτη
κι όνειρα ν’ αναβοσβήνουν γλυκά στο προσκεφάλι
όπως το καντήλι μιας ζωής , μιας προσευχής,
κι άλλοτε με όλα τα άστρα σβησμένα και νωπά
από έναν υγρό βόρειο άνεμο
που κουβαλά στο στέρνο του νεφέλες·
όχι και τόσο καλά δεμένες στην αγκαλιά του
καθώς κάποιες ατίθασα
του ξεγλιστρούν
φτάνοντας ως τις
άκρες των βλεφάρων μου,
παγωμένες και χωρίς λόγο… κι ώρες πολλές
ακόμα και μετά το ξημέρωμα
πνίγεται η ψυχή μου σα να’ τανε θάλασσα ο ουρανός
και φουρτούνα, και ο κόσμος ανάποδα.
Τις μέρες δεν υπάρχεις πια,
Τις μέρες δεν υπάρχεις πια,
ούτε σαν λευκό πέπλο, ούτε ως τόση δα σκέψη.
Οι νύχτες κι οι μέρες μου χωριστά ζούνε,
δεν γνωρίζουνε η μια για την άλλη.
Η μέρα δοσμένη στη ζωή, η νύχτα στον Θάνατο.
Θάνατος ωραίος όπως μαύρο μαργαριτάρι
καρφιτσωμένο με όλους τους απόηχους του Ωκεανού,
με όλα τα μυστικά βάθη και τις αιώνια σιωπηλές σπηλιές
κι όλη την λάμψη των ματιών σου των άστρων,
κατάκαρδα.
Αργοστάζει δηλητήριό
στο αίμα, το νου, τα δάχτυλα…
Μουδιάζει τα μέλη με μαύρη μέθη
κι όλες οι αισθήσεις, σου ανήκουνε απόλυτα,
όπως απόλυτο ς είναι κι ο Θάνατος.
Η μέρα πάλι, απλώς ξυπνά από σκοτεινό όνειρο
κι αρχίζει.
Αγαπημένη μου, είναι νύχτες πολλές τώρα,
Αγαπημένη μου, είναι νύχτες πολλές τώρα,
θαρρώ αρκετές για να πεθάνουν και να γεννηθούνε τα αστέρια
και να πεθάνουν ξανά, που δεν έχω μορφή άλλη να σε θυμάμαι.
Κι είναι καιρός τώρα που αναρωτιέμαι αν υπάρχεις αληθινά
ή είσαι το σχέδιο ενός σαλεμένου νου, ψυχής
που αθόρυβα απαρνιέται το σύμπαν χτίζοντας ένα άλλο.
Αν ο λόγος που ξυπνάς τις νύχτες δεν είμαι εγώ ή εσύ,
μα το πέρασμα σε μια άλλη ζωή
που κάποτε ονειρεύτηκε σεργιανίζοντας η ψυχή
σε όσα προσπέρασα και ξέχασα και είμαι,
σε όλα εκείνα τα πέλαγα που απαρνήθηκα θνητός,
μα ως Θεός μέσα μου έχω ανάγκη να υπάρξουν
προτού γίνω σκόνη κι
αγέρας και τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου