Θολό
μέταλλο βαστούσε ως καθρέφτη,
κι η μορφή της ήτανε σαν μέσα από νερά.
Τι κι αν καθάριζε ολόγυρα ο Ζέφυρος τα νέφη,
αδυνατούσε μέσα της να δει πιο καθαρά.
Γράφει με το δάχτυλο στο μέταλλο το Άλφα
κι ο κένταυρος από ψηλά το πόδι του χτυπά.
Ευωδίασε η κόμη της απ’ του τρελού το χάδι
μα είχε η καρδούλα της το μαύρο της το χάλι.
«Έλα!» της λέει ο ποταμός, «έλα να
γίνουμε ένα.
Τα πιο όμορφα πετράδια μου στα στήθη σου, αν θες..
Απ’ τά κρυστάλλινα χείλη σου θα πίνουνε
πτηνά
κι η Άνοιξη θα τραγουδά μέσα από την καρδιά σου.
Άγρια ρόδα θα γίνουνε τα κόκκινα μαγουλά
σου
κι από τα αβρά τα μέλη σου, κρινάκια κι ανεμώνες.
Για να βοσκούν οι μέλισσες να φτιάχνουνε το μέλι
δώρο για κείνον π’ αγαπάς, κι αυτός ας μη σε θέλει.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου