Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

21/3/09

άτιτλο

Ενα δεντρο.......μοναχικο........
Ατενιζει την θαλασσα......
Καποτε ηρεμη και γλυκεια....ποσο θα ηθελε να αφεθει στην αγκαλια της......
μα ειναι φορες που τα κυματα της ερχονται μεχρι τις ριζες του και το κτυπανε.......
ΕΙναι ψιλα πολυ για να μπορεσει να γευτει τα φιλια της.....
μα καποτε θα τα κατεφερει......
αν φανει τυχερο......καποιο σκαρι θα φτιαξουν απ'τα κλαδια του.....
και τοτε ναι.......θα αφεθη στην αγκαλια της, θα γευτει τα φιλια της.....θα ζησει τον ερωτα της......
Ζει τωρα για εκεινη την στιγμη.......
Ζει τωρα για το ονειρο εκεινο που θα του φερει την ευτιχια......
Γεωργία Νεφέλη...




Παράξενη λέξη ο «συμβιβασμός».. τι είναι «συμβιβασμός», πως να εξηγήσεις μια τέτοια λέξη; «Είναι η συνήθεια», ψέλλισε ο άγριος άνεμος. «Οι άνθρωποι δε πετάνε σα τα φύλλα, δεν αλλάζουν ψυχή ανάλογα την εποχή, γιατί η συνήθεια έχει σκεπάσει τα θέλω και τα φτερά τους».... Μια παπαρούνα που άκουσε τον άνεμο κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι. Τα λόγια φτάσανε ως τη θάλασσα και σηκώθηκε κύμα, χρυσό από αλάτι και νερό, που έκανε το κατάστρωμα από το παλιό σκαρί ν ’αστράφτει κάτω απ’ τον μεσημεριάτικο ήλιο. Ανυποψίαστο έπλεε μεσοπέλαγα κι ατάραχα, Μα άξαφνα μάβιασε η θάλασσα, ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από βαριά σύννεφα, κι ο ουρανός άρχισε ν βροντά άγρια σα να του ξέσκιζαν τα στήθη. Τα κύματα πάψανε να χαϊδεύουν αθώα το πλοίο. Τώρα το σηκώνανε ψηλά ως τα μολυβένια σύννεφα κι ευθύς το γκρεμίζανε στον Άδη…
«Ξέρεις», είπε ο καπετάνιος στο τρομαγμένο ναύτη που ήταν δεν ήτανε δώδεκα χρονών, «Παλιά πίστευα εσφαλμένα πως η συνήθεια είναι αποτέλεσμα της επιδίωξης για ασφάλεια.. Απλά καθημερινά πράγματα, που στο τέλος γίνονται μηχανικά. Μια τέτοια σκοτεινή μέρα, η ασφάλεια τούτη, για μένα θα ήταν ανακούφιση.. Εκείνο που μίσησα σαν παιδί, η ρουτίνα του σχολείου ας πούμε, τώρα μοιάζει υπέροχη! Σαν ένα λιμάνι που κοιτάζει στον ωκεανό είναι η συνήθεια... Όταν ο καιρός χαλά, το έχεις ανάγκη.. μα όχι για πολύ.»

Ο Μικρός ναύτης έντρομος, άκουσε σαν σε παραμύθι τα λόγια του καπετάνιου.. Ο φόβος δημιουργούσε αλληλουχία από εικόνες στα μάτια του... Κάθε που κοίταγε τα κύματα και το πλοίο, έβλεπε αγγέλους και δαιμόνους να παλεύουν για τη ζωή του... Αγαπημένα πρόσωπα, τούτη την ώρα, μαλάκωναν το θόρυβο του ανέμου στ’ αυτιά του, μα και βοή από φωνές αιχμαλώτων που βάστηξε αιώνια η θάλασσα, τον αναστάτωναν. Κάθε που έκλεινε τα βλέφαρα ν’ αποφύγει το αλμυρό νερό, οι παραστάσεις αλλάζανε, μνήμες από χρόνια παιδικά, φτάνανε αλλοπρόσαλλές στο νου... Εικόνες που δεν είχαν θέση καταμεσής μιας τρομερής καταιγίδας... Βρίσκανε αφορμή τώρα, που τη λογική παρέλυε ο φόβος, να δραπετεύσουν από τα δαιδαλώδη μονοπάτια της μνήμης. Τα ονόματα κάποιων σ’ αυτές τις εικόνες ξεχασμένα, άγνωστα.. Η αίσθηση όμως γνωστή.. καυτός ήλιος πόναγε τα πέλματά του, κι οι παλάμες του για λίγο, δεν είχαν να κάνουν με τα τραχιά σχοινιά μα με τη ζέστη μιας παλάμης άλλης, στοργικής, που μέσα της άφηνε μ’ εμπιστοσύνη τη ζωή του όλη...
Αναλογίστηκε, για λίγο, πως όλη η ζωή του ανθρώπου είναι ένα παιδί... Ένα φοβισμένο ή χαρούμενο παιδί... Το δίχως άλλο, ακόμα και την καρδιά του καπετάνιου, αυτό το παιδί την ορίζει... με φόβο ή με χαμόγελο...
Σκέφτηκε τα λόγια του καπετάνιου για το λιμάνι... Ισχύουν άραγε, για κάθε καρδιά; Όλοι οι καπετανέοι δεν είναι το ίδιο.. μα πάλι.. ο ίδιος καπετάνιος, σε ένα σκαρί ταλαιπωρημένο, και σε ένα σκαρί γερό, θα έπαιρνε τις ίδιες αποφάσεις; Θα τολμούσε το ίδιο εύκολα να ανοιχτεί στην απέραντη θάλασσα; Οι άνθρωποι μισούνε τα λιμάνια, όταν δένουνε σε αυτά όχι από αγάπη μα από ανάγκη; Ή μισούν πιο πολύ τη θάλασσα;... Αναλογίστηκε καλύτερα τα λόγια του καπετάνιου... «ανακούφιση».... «Κι οι άνθρωποι, είναι λιμάνια για κάποιους άλλους..» σκέφτηκε, κι απόρησε γι’ αυτή τη σκέψη του... μα γρήγορα την έδιωξε, καθώς το πλοίο του, είχε πλέον για ουρανό τη θάλασσα και μαύρα σύννεφα τυλιχτήκανε γύρω του και τον φιλήσανε στο στόμα...  έφερε στο νου του τους θαλασσοπόρους του Κολόμβου, που ξημεροβραδιάζονταν κοιτώντας την απεραντοσύνη του ορίζοντα... κι ένιωσε πόσο στενή φυλακή μπορεί να γίνει το απέραντο της θάλασσας. Στενή, πιο στενή κι από τάφο ακόμη... Εκείνη την ώρα, παρόλα τα νιάτα του, πόσο θέλησε την θαλπωρή μιας πολύ - πολύ συνηθισμένης ημέρας!..

Μερικές φορές, πρέπει να πεθάνεις για να ζήσεις. Να γκρεμιστεί και το τελευταίο ίχνος του παλιού κόσμου προτού γεννηθεί ένας καινούργιος. Κάθε φόβος, κάθε δισταγμός, να’ ναι νεκρός. Όπως και κάθε ελπίδα... Κι ύστερα εκείνο το ευεργετικό φως, η αίσθηση πως ζεις και τίποτα δε τελείωσε, και ο απαλός ήχος από τις πατούσες παιδιού που τρέχει και γελά πάνω στην άμμο.. Έτσι κι ο νέος, σαν άνοιξε τα μάτια με απορία είδε ότι του είχε χαριστεί η ζωή.. Ξαπλωμένος στη ρίζα ενός δέντρου, ανάμεσα από τα πράσινα φύλλα του, είδε το φως της καινούργιας του ζωής. Έκλεισε τα μάτια ξανά, κι αποκοιμήθηκε.
Ήταν ένα έρημο νησί. Η θάλασσα το όργωνε από παντού και στη μέση του ένα μόνο δέντρο... Τα κλαριά του παράξενα λυγισμένα, σχεδόν αγκάλιαζαν το κεφάλι του νεκρού αγοριού... «Να κάποιος που είναι τόσο μόνος όσο κι εγώ».. συλλογίστηκε το δέντρο, και καθώς νύχτωνε, σκέπασε σα νά’ ριχνε δάκρυα, το χλωμό αγόρι με τα φύλλα του…

Το αγόρι κοιμήθηκε αιώνες.. ο χρόνος, η αγωνία, το όνομά του, όλα σβήσανε σα να ήτανε παιχνίδια της άμμου…  Ξανάνοιξε τα μάτια, και είδε καλύτερα.. μια όμορφη κοπέλα, να τον κοιτά και να τον βαστά αγκαλιά... Χαμογέλασε, κι εκείνη, με δάκρυα που δε μπορούσε να κατανοήσει το γιατί, τον σκέπασε με τα μαλλιά και τον έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της... «Σ’ αγαπώ», του είπε, «πάντα σε περίμενα, πάντα έλπιζα πως θά έρθεις.. Και τώρα που είσαι εδώ, πονάω... Πόσο οδυνηρό ν’ αγαπάς κάποιον που δε μπορείς να έχεις!»... Το αγόρι, δεν κατάλαβε τίποτα απ’  όσα άκουσε... Μόνο ένιωσε βαθιά ανάγκη ν’ ανταποδώσει την αγκαλιά, και να πάρει πνοή απ’ τό φιλί της.. «Δεν ξέρω γιατί, μα κι εγώ σ’ αγαπώ.. Και δε θα μπορούσα να είμαι πουθενά αλλού...»  Κι έσφιξε την νεαρή, φανερά απελπισμένη κοπέλα στην αγκαλιά του!  Και τότε, γι’ άλλη μια φορά, τα πάντα γύρω του άλλαξαν, ο χρόνος άρχισε πάλι να μετρά,  αντίστροφα, οι μέρες, τα χρόνια, οι εποχές, σβήσανε και γραφτήκανε πάλι... Κι αυτός μ’ εκείνη, βρεθήκανε να περπατούνε πάνω από τα σύννεφα, πιο ψηλότερα από όσα φτάνουν καταιγίδες και μάτια ανθρώπου... Χέρι με χέρι! Ο κόσμος όλος, γεννημένος ξανά, και στο πλάι, πέρα από τις άκρες του ουρανού, η θάλασσα, αυτή που φτιάχτηκε από πάθη και καημούς των ανθρώπων, εκεί που χάθηκαν τα συντρίμμια της παλιάς τους ζωής, τραγούδαγε ένα γνώριμο, συνηθισμένο σκοπό...
Στην προκυμαία ενός πλοίου, πρωτοταξίδευτος ναύτης νόμισε πως άκουσε τα κύματα να τραγουδούν υποσχέσεις γι’ αγάπη παντοτινή.

Νικόλας Παπανικολόπουλος

3 σχόλια:

O astegos aggelos... είπε...

Δεν είχες ανεβάσει καμιά ανάρτηση καιρό τώρα....μα με αυτό σου το άτιτλο, ΕΓΡΑΨΕΣ για τα καλά!!!

Αχ βρε Νικόλα....έχεις το χάρισμα-νομίζω- να μαγεύεις και να μας ταξιδεύεις.......

Τιμή μου που ήμουν επιβάτης,έστω και για λίγο, σ'αυτήν σου την περιπλάνηση..:)

Artanis είπε...

Εγώ νόμιζα πώς θα έκλεισες...Έχει πέσει μια επιδημία στο νετ, κυρίως ανάμεσα σε φίλους, που κλείνουν προσωρινά ή και μόνιμα...
Καλως γύρισες, και μας έλειψες...
Φιλιά απο ΝΖ...

Μαργαρίτα είπε...

"Οι άνθρωποι δε πετάνε σα τα φύλλα, δεν αλλάζουν ψυχή ανάλογα την εποχή, γιατί η συνήθεια έχει σκεπάσει τα θέλω και τα φτερά τους".... Μια παπαρούνα, που άκουσε τον άνεμο, κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι της. Τα λόγια του πήρε η θάλασσα..."

"Κι αυτός, και κείνη, βρέθηκαν να περπατάνε ψηλά πάνω από τα σύννεφα, πιο πάνω από καταιγίδες και μάτια ανθρώπου... χέρι χέρι... Ο κόσμος όλος, γεννημένος ξανά"

Νικόλα μου τρυφερέ, πιστεύω πως
αν κάπου διαβάσω κείμενό σου
χωρίς να έχει την υπογραφή σου
...θα το αναγνωρίσω αμέσως!!!

Χαίρομαι πολύ που σε συναντώ ξανά
Να είσαι πάντα καλά και να προσέχεις ***