"Δεν έχει άλλο μέλι" της είπε.. ""μια σταγόνα μόνο" ... Κι εκείνη, ένιωσε τη γλυκιά βοή από τις εργάτριες, να πασχίζουν από λουλούδι σε λουλούδι, λικνίζοντας τα πιο μικρά άνθη, για να μαζέψουν γύρη και να φτιάξουν, μια τόση δα σταγόνα μέλι. Στα μάτια της η Άνοιξη φτερούγισε απαλά, δροσίζοντας το μέτωπο της από την υστερία των καιρών. Έβαλε το δάχτυλο μέσα στο βάζο, και μάζεψε το τελευταίο μέλι που είχε απομείνει.. Το έφερε στα χείλη της και μετά στα δικά του.. Κι εκείνος, γεύτηκε τρυφερά το γλυκό μέλι, μα πιο πολύ από αυτό, την δική της γλυκιά ψυχή... το δάχτυλό της, την προσφορά.. την έγνοια... Κι αυτή το ένιωσε, και του μέλωσε επιδεικτικά, με όσο μέλι απόμεινε, την μύτη.... "λερώθηκες" του είπε.. "κάτσε να σε καθαρίσω".... Κι έτσι με μια σταγόνα μέλι που θύμιζε Άνοιξη, κατάφεραν να γίνουν γεύσεις κι αρώματα της Άνοιξης... και το ουράνιο τόξο έβρισκε πάντοτε τις σωστές άκρες να ξετυλιχτεί, καθώς ο ένας κοιτούσε τον άλλο, κρύβοντας τον πολύτιμο θησαυρό των ξωτικών στην καρδιά τους...
Για τους ανθρώπους είναι γνώριμο να περπατάνε ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους... Να βλέπουν ένα τσιγάρο που σβήνει πιο καλά από εκείνον που το σβήνει.. Και να μετράνε τα βήματα με το χρόνο και την απόσταση... "Δέκα λεπτά δρόμος", ή "τρακόσια μέτρα από εδώ" ... στην καλύτερη περίπτωση, "ένα τσιγάρο δρόμος", μιας και το τσιγάρο, στις ερημιές του πλήθους μετράει κι αυτό τον χρόνο... Με τον ίδιο τρόπο που οι φυλακισμένοι μετράνε τις μέρες που περάσανε, χαράζοντας γραμμές κι υπολογίζοντας εβδομάδες και χρόνια.. Για να μη νιώθουν πως περάσανε εβδομάδες και χρόνια, χωρίς να τους αφήσουν έστω ένα σημάδι.
Στο απέραντο λιβάδι που λέγεται νεότητα, καλπάσανε σα δυο άσπρα άλογα, τόσο, που τα δυνατά πόδια τους λυθήκανε, λαχάνιασε η ψυχή τους ευτυχία, κι έγειραν ο ένας πάνω στον άλλο αποκαμωμένοι... με έναν ιδρώτα κοινό, που κυλούσε από πηγή αιώνια, τους ξεδιψούσε, και τους δρόσιζε τα ξαναμμένα κορμιά τους.. Η πνοή τους κοινή, βελούδινο χάδι που με τη στοργή του λευτέρωσε κρυφό δάκρυ, κουβαλημένο ζωή πολύτιμη, από τα στήθη ενός έφηβου κοριτσιού... μέχρι τα τώρα... στα στήθη γυναίκας σχεδόν σαράντα ετών, που θυμήθηκε πόσο ψεύτικος είναι ο χρόνος, κι οι όψεις που δίνει στα κάτοπτρα των ανθρώπων όταν ξεχνάνε ποιοι είναι , που πάνε. Ή πιο σωστά, όχι που.. μα πως.... τον τρόπο. Τίποτα πιο αληθινό από την αιωνιότητα της εφηβείας της... τη μοναδικότητά της...Τη μοναδικότητα της κάθε στιγμής... της κάθε ανυπέρβλητης σταγόνας ζωή.... Κι ήταν το δάκρυ τούτο άγιασμα, ευωδιά, μέλι γλυκύτερο από το μέλι και θάλασσα άγρια, που μέρωσε, και προβάλει καταγάλανη την αγκαλιά της και τον καλεί... Εκεί να κατοικήσει, στην ψυχή της. Κι ήταν τα χείλη του διψασμένα γι αυτό το μέλι, τον συγκλόνισε, καθώς το ένιωσε να στάζει το μάγουλο του, να αφήνει τη γεύση του γλυκιά κι αλμυρή μαζί στα χείλη, κι ύστερα, να σβήνει στη ζεστή σάρκα.. κυλώντας όλο πιο αργά..
"Ένιωσα τη θάλασσα μέσα σου".. της είπε.... "ακόμα τη νιώθω.. με συγκλονίζει... γιατί τα κύματα της που μόλις γνώρισα, περίμενα από πάντα.. για πάντα.. "
Το δάκρυ της έγινε βροχή στην αγκαλιά του... την άκουγε να σπαρταρά , κρύβοντας το πρόσωπο της στο στέρνο του.. κι ύστερα, σήκωσε το κεφάλι φωτισμένο με ένα χαμόγελο... και βλέμμα υγρό, θολό... τον κοίταξε πάλι στα μάτια... Σαν αναδυόμενη Αφροδίτη, με τα μαλλιά ξέμπλεκα στολισμένα φως, και κορμί ολάκερο πλασμένο από φως... Οι λέξεις της, σχεδόν συρθήκανε ως τα χείλη.. μα ήταν ακονισμένες καλά, να μην επιδέχονται αντίρρηση.. "Το ξέρεις όμως πως αυτό δε μπορεί να συμβεί... " του είπε.. Κι ήταν κάθε λέξη λεπίδα που τη χάραζε.... Κι αυτός ένιωσε άσκημα πολύ που την ανάγκασε, άθελα του, επιπόλαια, να του πει το αυτονόητο... "Το ξέρω".... Κι έγιναν τα δυο κορμιά μια αγκαλιά μεγάλη και δυνατή..... που μέσα της χώραγε όλη τους η ζωή.. το πριν το μετά, το Τώρα.. Για λίγη ώρα κοιμηθήκανε, και καμιά σκέψη δε φαρμάκωνε την ευτυχία τους. Ύστερα όμως, πέρασε η ώρα, κι έτσι, ετοιμαστήκανε, και βγήκαν έξω στο δρόμο. Πλήθος κόσμου όπως πάντοτε, ποτάμια που κυλάνε .. και εκείνοι γνώριζαν πως θα έπρεπε ο καθένας τους να κυλήσει στη δική του κύτη.. Μέχρι να φτάσουν στη μεγάλη Θάλασσα... "Στη μεγάλη θάλασσα, δεν έχουν αξία όλες αυτές οι ανοησίες", του είπε, εξωτερικεύοντας τη σκέψη της... Οι σταγόνες της Άνοιξης, και το μέλι που φτιάχνουμε στη ψυχή μας... αυτή είναι η ζωή... Η ζωή μας όλη... Φτάνοντας στη θάλασσα, είναι η μόνη αλήθεια που μας ανήκει.. Αυτό που ζήσαμε, κι έγινε μέσα μας φως.." .... Ακόμα μεθυσμένος την κοίταζε στα μάτια... Την άκουγε σαν ένα παιδί που του διηγούνται παραμύθι... Αποσβολωμένος.. Με μια σιγουριά, πως η στιγμή αυτή θα κρατούσε για πάντα.. Τα ποτάμια δεν είχαν πια σημασία... ούτε η απόσταση.. όπως δεν είχε κι ο χρόνος. " Είσαι πάντα μαζί μου" της είπε στο τέλος.. "¨όπου κι αν είσαι"... Κι ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει δυνατά σα φτερά αγγέλου.. "Κι όπου κι αν είσαι είμαι κι εγώ .. αλλιώς δεν Είμαι..." Σκέφτηκε πως ίσως τον θεωρούσε πάλι υπερβολικό... μα εννοούσε κάθε λέξη.. Ξεδίψασε με μια σταγόνα ζωής.. με ένα της δάκρυ.. που γύρευε ανέκαθεν.. Πηγή μυστική που όποιος πιει, ποτέ δε θα ξεχάσει ποιος είναι.. και τον τρόπο να πορεύεται.. Την συνόδευσε ως το τέλος του δρόμου που μπορούσε να τη συνοδεύσει.. Έπειτα, έσκυψε την φίλησε τρυφερά και της είπε "καληνύχτα".... Συνέχισαν από αντίθετη κατεύθυνση το δρόμο τους... Μα παρόλα αυτά αυτός ήταν εκεί όπως κι εκείνη... Κάτω από τα αστέρια, που μάταια παλεύανε να κρύψουν τα πολλά της πόλης φώτα, η Μεγάλη θάλασσα απαστράπτουσα τους χαμογελούσε....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου