Σε περίμενα.. κι ήλθες.
Με κοίταξες σαν ένα αστείο ανθρωπάκι,
τόσο χαζό ήταν το βλέμμα μου όπως σε κοιτούσα...
Δε το ήξερα.. Δε το είχα καταλάβει.
"Κοίτα" μου είπες
δείχνοντάς μου παλιές φωτογραφίες...
"Λιώνεις"
Ήξερες όλη σου τη δύναμη.
Κι η αξιοπρέπεια μέσα μου σώπαινε...
Αμαχητί παρέδωσε ξίφος κι ασπίδα
στα πόδια σου.
Απαλά, μη πονέσω απαλά τα έσπρωξες
και βημάτισες ως την κορυφή του θρόνου σου...
Απαλά.
Δε τον ήθελες τούτο τον θρόνο.
Δεν ήθελες και να με πονέσεις....
" Σήκωσε τα όπλα σου" μου είπες
"και προχώρησε..
Άλλαξε την καρδιά σου.
Βάλε στόχους"...
Σε κοίταζα ως να γκρεμιζόμουν.
Σήκωσα τα όπλα, ως ηττημένος.
Βημάτισα αργά.. απαλά....
Από την αίθουσα του θρόνου
ακουγότανε ένα ταγκό
που όλο έσβηνε...
Γύρισα προς τη μουσική
λίγο πριν τη σιωπή...
Τράβηξα με το ξίφος μου μία γραμμή...
Έσκαψα ένα βαθύ λάκκο.
Τύλιξα μικρό πτερωτό την ψυχή μου σε πορφύρα.
Και την έθαψα...
Κράτησα την καρδιά μου...
Αδύνατο ν' αποχωριστώ τη μορφή σου...
Κι ύστερα, γύρισα πάλι την πλάτη,
στα απαλά σου βήματα....
Αφημένος στον μεγάλο δρόμο
της σιωπής...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου