«Αστειεύομαι», του
είπε. Κοίταγε επίμονα τα μάτια της, να δει μία ρωγμή , να καταλάβει, αν μίλησε έτσι από πίκρα ή φόβο. Τρεμούλιαζε το σκοτάδι στα ολοφώτεινα μάτια της,
σαν λίμνη που σκιάζουνε δέντρα βαριά, φύλλα από πλατάνια σκεπάζουνε το κρυστάλλινο νερό της, και δεν ξέρεις να πεις
αν μόλις πήρε να χαράζει ή να νυχτώνει…
Οι σκέψεις του πέφτανε φύλλα πάνω στα πεσμένα φύλλα, χωρίς να μπορεί να
καταλήξει στο συμπέρασμα εκείνο που θα νικούσε την αμφιβολία. Να παραιτηθεί στα λόγια της, ή να επιμείνει διακινδυνεύοντας
, όχι τόσο να πληγωθεί – είχε εμπιστοσύνη στις αλήθειες του, - όσο το να
πληγώσει. Να διαρρήξει εκείνα τα όρια, που είτε φέρνουν τους ανθρώπους πιο
κοντά είτε τους σπρώχνουνε εντελώς μακριά τον έναν από τον άλλον. Θα ήταν τόσο
πιο εύκολο αν μπορούσε να διαβάσει τα μάτια της, αν του επέτρεπε καθαρά να δει μέσα της… Όμως γιατί δεν τον άφηνε
να δει μέσα της, αν αυτά που είπε τα εννοούσε; Είχε τόση εμπιστοσύνη στις αλήθειες
του, που δυσκολευότανε να παραδεχτεί πως δεν ήταν οι δικοί της ενδοιασμοί και
φόβοι που τον δυσκόλευε να δει καθαρά, αλλά οι δικοί του. Η πάλη του έγινε
τρέμουλο, έτρεμε το χαμόγελο στα χείλη του, το χέρι , έτρεμε η καρδιά!... Σπαρταρούσε η θέληση στα δίχτυα του «όχι» και του «πρέπει». Κι
εκείνη το πρόσεξε…
«Τρέμεις!» του είπε…. με μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη και καταγοητευμένη από την δύναμη της χημείας… σχεδόν μπορούσε να ακούσει την καρδιά του να χτυπά, στο άκουσμα της διαπίστωσής της… «τρέμεις!». Πόσο παράξενο του φάνηκε που μπορούσε να το δει, πόσο γυμνός ήτανε τώρα μπροστά της.. Δε μίλησε, δεν είχε φωνή να μιλήσει. Μίλησε εκείνη γι’ αυτόν, πιάνοντάς του το χέρι… και φέρνοντας τα ορθάνοιχτα μάτια της, παρατηρητές και δικαστές εμπρός στα δικά του μάτια. Σε αυτή την συνομιλία που μόλις άρχιζε, τα πάντα ψευδή λόγια, γιατί ποτέ δεν θα μπορέσουν να αγγίξουν τις πράξεις, απουσίασαν τελείως, παρότι τα χείλη, δεν μείνανε καθόλου σιωπηλά. Κι είχαν τον τρόπο τους να διηγούνται και να γεύονται πόσο παραμυθένια αντέχει να γίνει η πραγματικότητα..!
«Τρέμεις!» του είπε…. με μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη και καταγοητευμένη από την δύναμη της χημείας… σχεδόν μπορούσε να ακούσει την καρδιά του να χτυπά, στο άκουσμα της διαπίστωσής της… «τρέμεις!». Πόσο παράξενο του φάνηκε που μπορούσε να το δει, πόσο γυμνός ήτανε τώρα μπροστά της.. Δε μίλησε, δεν είχε φωνή να μιλήσει. Μίλησε εκείνη γι’ αυτόν, πιάνοντάς του το χέρι… και φέρνοντας τα ορθάνοιχτα μάτια της, παρατηρητές και δικαστές εμπρός στα δικά του μάτια. Σε αυτή την συνομιλία που μόλις άρχιζε, τα πάντα ψευδή λόγια, γιατί ποτέ δεν θα μπορέσουν να αγγίξουν τις πράξεις, απουσίασαν τελείως, παρότι τα χείλη, δεν μείνανε καθόλου σιωπηλά. Κι είχαν τον τρόπο τους να διηγούνται και να γεύονται πόσο παραμυθένια αντέχει να γίνει η πραγματικότητα..!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου