Είχε αρνηθεί όλες τις προτάσεις που του είχανε γίνει από φίλους και μη, κι όλες τις ευκαιρίες να βγει από το σπίτι. Παραπονιότανε πως ο χρόνος μέσα σε κάθε μέρα ήτανε λίγος και δεν του έφτανε να βάλει σε σειρά σκέψεις και προτεραιότητες, να αρχίσει ή να τελειώσει οτιδήποτε. Μπροστά σε όλο αυτό το χάος, προτιμούσε απλώς να μη κάνει τίποτε, να παραιτηθεί, και καθώς η παραίτηση είναι πολύ κοπιαστικό πράμα ο ύπνος του ήτανε αναγκαίος. Πραγματοποιούσε τις πιο επιτακτικά απαραίτητες ενέργειες της μέρας και ύστερα ξάπλωνε και κοιμότανε. Κοιμότανε το πρωί, το μεσημέρι ως αργά το βράδυ, κι αν δεν κοιμότανε ως αργά το βράδυ, τότε κοιμότανε και μες το απόγευμα… και φυσικά το βράδυ. Ωστόσο κάποια βράδια, θες η ηρεμία της ώρας, θες η έλλειψη εκκρεμοτήτων λόγω του ακατάλληλου της ώρας να ασχοληθεί κανείς με αυτά, ή ακόμη και η υπερβολικά μεγάλη δόση ημερήσιας ανάπαυσης, αδύνατο να κοιμηθεί. Έφτιαχνε ζεστό τσάι με κονιάκ, μέλι και κανέλα, και το απολάμβανε βλέποντας μέσα από το τζάμι της μπαλκονόπορτας τ’ αναμμένα φώτα και τους έρημους δρόμους. και χωρίς κανένα φανερό λόγο μπορεί να δάκρυζε ή να χαμογελούσε, ή και τα δυο.
«Ό,τι ξεχνάς σε ξεχνάει, κι ό,τι θυμάσαι που έχεις ξεχάσει καιρό, καλύτερα να το ξεχάσεις…» Τι όμως ήταν αυτό που ξεχνούσε, δεν θυμότανε ή δεν επέτρεπε στον εαυτό του να θυμάται. Ένα δωμάτιο, ένα παράθυρο, κι αυτός… ετούτη ήτανε η καθημερινότητα κι η ζωή του, κι όσο απόθεμα ψυχικής δύναμης του απέμενε, μπορούσε άνετα να εξαντληθεί χωρίς μάλιστα να δώσει απαραίτητα απάντηση, στο αν το παράθυρο έπρεπε να είναι κλειστό ή ανοιχτό. Κι έτσι παρέμενε όπως το βρήκε, ανοιχτό. Ανοιχτό όπως ένας ανοιχτός τάφος, ανοιχτό όπως πληγή που δεν κλείνει, μα και ως κάποια αόριστη ελπιδοφόρα υπόσχεση. Ένα δωμάτιο χωρίς πόρτα, ένα παράθυρο που όλο μικραίνει, κι αυτός. Στο τέλος, αν κάποιος για άγνωστο κι ακατανόητο λόγο τον αναζητούσε, δε θα κατάφερνε να βρει ούτε το δωμάτιο. Θα είχε σαφώς, και το ίδιο εξαφανιστεί.
«Ο κόσμος όλος, τέλειος σαν μία τελεία». Τέτοιοι ακαθόριστοι χωρίς λογικό υπόβαθρο, ήταν οι μονόλογοι και οι εικόνες που έφερνε στο νου του. «Όνειρα γι’ αυτούς που κοιμούνται και στον ξύπνιο τους»… Αιτίες αφορμές και προτροπές, τίποτε άλλο παρά ένα ατελείωτο άσπρο χειμωνιάτικο τοπίο, όπου τίποτε δε συμβαίνει πέρα από τις νιφάδες που όλο πέφτουνε, χωρίς να αφαιρούν ή να φέρνουν κάτι σ’ αυτόν τον μονόλογο. Απλές νιφάδες που λιώνουν στο τζάμι.
«Τι κάνει έναν άνθρωπο να χαμογελάει;» .. «τι να ονειρεύεται; Σύννεφα πάνε κι έρχονται και σε λίγο, το ξημέρωμα. Ώρα πάλι για ύπνο.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου