Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

18/12/16

Η φωτογραφία



Σηκώθηκε όπως συνήθως στις 5.30 το πρωί, ετοιμάστηκε, κι έξι ακριβώς βρισκότανε στη στάση για να πάρει το λεωφορείο να τον πάει ως το Μετρό και από κει να πάει στην εργασία του.  Αγουροξυπνημένα φορτηγά και ΙΧ με τα νυσταλέα φώτα τους διασχίζανε την παγωμένη ακόμη νύχτα. Σε λίγο φάνηκε και το λεωφορείο, κι ο Αριστείδης στάθηκε σε στάση αναμονής με σηκωμένο χέρι, κάνοντάς του νόημα να σταματήσει, όταν συνέβη το τραγικό. Ως συνήθως, οι υποψήφιοι επιβάτες εγκαταλείψανε την ασφάλεια του πεζοδρομίου και κάνανε ένα δυο βήματα μέσα στον δρόμο, αναμεσά τους κι αυτός, καθώς το λεωφορείο πλησίαζε. Ίσως ο οδηγός θεώρησε πως θα κάνανε όλοι ένα βήμα πίσω, ίσως κάποιος έκανε ακόμα ένα βήμα πιο μπροστά ή παραπάτησε.. Η ησυχία της νύχτας διακόπηκε απότομα!  Ένας άνθρωπος χτυπήθηκε από το βαρύ όχημα, το λεωφορείο σταμάτησε, κι ο κόσμος σχημάτισε ένα κύκλο γύρω από τον άτυχο νεαρό άνδρα. Κλήσεις από τα κινητά, εκκλήσεις και φωνές για βοήθεια…  Κάποιοι μείνανε εκεί.. άλλοι απομακρυνθήκανε αποστρέφοντας το βλέμμα τους. Αναμεσά τους κι ο Αριστείδης. Τι νόημα θα είχε να παραμείνει εκεί, δυσχεραίνοντας το έργο όσων θα μπορούσανε αληθινά να βοηθήσουν; Το μοιραίο γεγονός, δεν ήταν θέαμα να κάτσει να παρακολουθεί. Έτσι απομακρύνθηκε σιωπηλά, βαδίζοντας για την επόμενη στάση.. Μα βυθισμένος στις σκέψεις του, συνέχισε να βαδίζει πέρα από την επόμενη και την μετά την επόμενη στάση, μέχρι που φάνηκε το πρώτο φως της ημέρας… Σκέψεις σκοτεινές, ακαταλαβίστικες και χωρίς σειρά, σιωπηλές, όπως κάτι σπήλαια στο βυθό της θάλασσας.
Το επόμενο πρωί ξαναβγήκε στη στάση. Τα φώτα των αυτοκινήτων, η αναμονή του κόσμου, το λεωφορείο που έρχεται. Όλα σα να μην είχε συμβεί ποτέ το χθεσινό γεγονός.. Πρόσωπα το ίδιο σκυθρωπά, σιωπηλά, νυσταγμένα, χωμένα βαθιά στα ρούχα τους να μη κρυώνουνε. Και τι να πουν; Μια κοπέλα που ήρθε τελευταία στιγμή στη στάση, στάθηκε όπως αυτός στην άκρη του πεζοδρόμιου, και ψιθύρισε χωρίς να κατεβεί όπως άλλες φορές στο δρόμο: «κρίμα το παλληκάρι..». «Πέθανε ακαριαία» απάντησε μια άλλη φωνή, πίσω του, κι αυτό ήτανε όλο. Το λεωφορείο έφθασε, ο κόσμος μπήκε στα σωθικά του κι έφυγε. Εκείνος όχι.
«Η ζωή είναι μικρή», συλλογίστηκε… «σύντομη κι εύθραυστη.» Και προτίμησε ακόμη μια φορά να βαδίσει μόνος, ως το χάραμα.
Την επομένη ο Αριστείδης, σηκώθηκε όπως πάντα στις 5.30, ετοιμάστηκε, κι έξι ακριβώς σαν να ήτανε ο ίδιος ρολόι, στεκότανε πάλι στη στάση. Δίπλα στη στάση σε μια κολόνα, υπήρχανε λίγα λουλούδια, και πάνω τους μία φωτογραφία. Ένα μικρό φαναράκι τα έφεγγε… Κάποιοι βημάτιζαν ως εκεί, κοίταγαν με λύπη την φωτογραφία κουνώντας το κεφάλι, κι ύστερα ξαναπαίρνανε τη θέση τους στη στάση… Ήρθε το λεωφορείο, πήρε μαζί του τον περισσότερο κόσμο κι έφυγε. Απόρησε με τον εαυτό του, γιατί περίμενε μαζί τους στη στάση, αφού από την αρχή δεν είχε σκοπό να μπει… Άρχισε να βηματίζει, μα κοντοστάθηκε άθελά του στα επτά βήματα, δίπλα από τον σωρό με την φωτογραφία. Την κοίταξε, και το πρόσωπό του έγινε διάφανο σα την δροσιά της νύχτας… Διάβασε τα μηνύματα που είχανε αφήσει πάνω στα λουλούδια και γύρω από την φωτογραφία.. «Αριστείδη σε αγαπάμε… μας λείπεις… είσαι πάντα εδώ… Καλό παράδεισο!»
Ο Αριστείδης αυτή την φορά δεν βάδισε ως την αυγή. Η αυγή τον βρήκε εκεί, μπροστά στην φωτογραφία του… Η πόλη όμως συνέχισε να βαδίζει, να περνάνε οι άνθρωποι και τ’ αυτοκίνητα, όπως πάντα.

17/12/16

Βήματα



Το δάσος.
Χιλιάδες χρώματα σκοτεινά στο χρώμα του πράσινου, του κίτρινου, του καφέ. Που και που ένα κόκκινο λουλουδάκι σταγόνα αίμα, ή λευκό, σχεδόν διάφανο, που δαμάζει με την ομορφιά και την αθωότητά του και τα αγριότερα ένστικτα του δάσους. Θροΐζουν τα κλαριά, γίνονται πότε ψίθυρος, πότε η κραυγή τ’ ανέμου. Ψυχές που χάσανε το κορμί τους κι αναζητάνε κορμί, μία αγκαλιά, μία τρύπα στα ξύλινα σώματα να κουρνιάσουν. Αδύνατον. Στο πέρασμά τους σωροί άψυχα φύλλα, η απόπειρά τους να αποκτήσουνε χέρια, μνήμη, υφή… Τρομαγμένα πτηνά, ζώα που τυλίγονται το ένα πάνω στο άλλο να μη κρυώνουν, να μη φοβούνται. Μέρες σκοτεινές και μέρες που μέσα από το τίποτα, λόγχες φωτός διατρυπάνε το δάσος ως το μεδούλι της ψυχής. Ο φόβος δίπλα στην αγάπη και η ομορφιά δίπλα στο κουφάρι που απόμεινε από το γεύμα των κυνηγών. Καταφύγιο και κυνηγότοπος μαζί. Ένας κόσμος που πεθαίνει κι αναγεννιέται ασταμάτητα. Ίχνη βημάτων που γράφονται κι εκείνα που γραφτήκανε σε παρελθόντα χρόνο και σβήστηκαν ή σβήνονται… Κάθε ένας μας, κουβαλά το παρόν του, είναι το παρόν του, κι είναι αυτό πριν γίνει άνεμος, το μόνο δώρο του από και προς τη ζωή. Άλλο μερίδιο στον κόσμο αυτό κανένας δεν έχει.
Σταγόνες βροχής τα όνειρα που ταξιδεύανε στα σύννεφα, δεμάτια υγρών μαχαιριών στα χέρια της θύελλας, πάντα επιστρέφουν στη γη. Και πάντα επιστρέφουνε στον ουρανό. Είμαστε ο τρόπος που βαδίζουμε και τίποτε άλλο.

Σαββατοκύριακο

Σαββατοκύριακο.
Με την μέση στα δυο κομμένη και όρθια ψυχή, διπλώνει τα φτερά και τ’ ακουμπά παρακαταθήκη στο ράφι του χρόνου. Χρόνος συμπυκνωμένος σε ένα Σάββατο, μια Κυριακή, σταγόνα άρωμα να μεθά, να ξυπνά το αίμα χωρίς την μνήμη της καθημερινότητας, να ξυπνά σαν μέσα σε γιορτή, να χτυπά ο σφυγμός μετρώντας στιγμές υπό το φως ζεστής, τρυφερής ματιάς. Αξία ανεκτίμητη, να αγαπάς και να σε αγαπάνε.