Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

22/1/20

Τρικυμία


Παράξενη λέξη ο συμβιβασμός.. τι είναι συμβιβασμός, πως να εξηγήσεις μια τέτοια λέξη; "Είναι η συνήθεια", ψέλλισε ο άγριος άνεμος. "Οι άνθρωποι δεν πετάνε όπως τα φύλλα, δεν αλλάζουν ψυχή ανάλογα με την εποχή, γιατί η συνήθεια έχει σκεπάσει τα θέλω και τα φτερά τους".... Μία παπαρούνα που άκουσε τον άνεμο, κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι της. Τα λόγια του πήρε η θάλασσα... και τα μάζεψε από το κύμα, χρυσό από αλάτι και νερό, που στραφτάλιζε στο κατάστρωμα κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο, ένα παλιό σκαρί... Γι αρκετή ώρα, έπλεε μεσοπέλαγα έτσι ατάραχα. Μα άξαφνα η θάλασσα μάβιασε κι ο ουρανός έκρυψε τον ήλιο και βρόντηξε άγρια όπως αν του ξέσκιζαν τα στήθη. Η μέρα φόρεσε μαύρο ένδυμα, και τα κύματα πάψανε να ερωτοτροπούν με το πλοίο. Το σήκωναν τώρα ψηλά ως τα σκοτεινά σύννεφα κι έπειτα το γκρέμιζαν στον Άδη...
"Ξέρεις", είπε ο καπετάνιος στον τρομαγμένο ναύτη, που ήταν ακόμη έφηβος... "Παλιά πίστευα εσφαλμένα πως η συνήθεια, είναι αποτέλεσμα της επιδίωξης γι’ ασφάλεια... Απλά, καθημερινά πράγματα που στο τέλος συμβαίνουν μηχανικά... Μια τέτοια σκοτεινή μέρα, η ασφάλεια τούτη, για μένα θα ήταν ανακούφιση.. Εκείνο που μίσησα σαν παιδί, η ρουτίνα του σχολείου ας πούμε, τώρα μοιάζει υπέροχη! Σαν ένα λιμάνι... που κοιτάζει στον ωκεανό είναι η συνήθεια... Όταν ο καιρός χαλάει, το έχεις ανάγκη.. μα δεν αντέχεται για πολύ. Το πολύ είναι χειρότερο από όποια καταιγίδα. "
Ο Μικρός ναύτης έντρομος άκουγε σαν αφήγηση παραμυθιού τα λόγια του καπετάνιου.. Ο φόβος δημιουργούσε αλληλουχία από εικόνες στα μάτια του... Κάθε που κοίταγε τα κύματα και το πλοίο, έβλεπε αγγέλους και δαίμονες να παλεύουν για τη ζωή του... Αγαπημένα πρόσωπα, τούτη την ώρα, μαλάκωναν το θόρυβο του ανέμου στ΄ αυτιά του, μα και βοή από φωνές αιχμαλώτων που βάστηξε αιώνια η θάλασσα, τον αναστάτωνε. Κάθε που έκλεινε τα βλέφαρα για να αποφύγει το αλμυρό νερό, οι παραστάσεις αλλάζανε, και μνήμες από χρόνια παιδικά, φτάνανε αλλοπρόσαλλες στο νου του... Εικόνες που δεν είχαν θέση καταμεσής μιας τρομερής καταιγίδας βρίσκαν αφορμή, τώρα που την λογική παρέλυε ο φόβος, να δραπετεύσουν από τα δαιδαλώδη μονοπάτια της μνήμης. Τα ονόματα κάποιων από αυτές τις εικόνες, ξεχασμένα, άγνωστα.. η αίσθηση όμως γνωστή.. Ένας παλαιός καυτός ήλιος πόναγε τα πέλματά του, κι οι παλάμες του για λίγο δεν είχαν να κάνουν με τραχιά σχοινιά μα με την ζέστη μιας παλάμης άλλης, στοργικής, που μέσα της άφηνε με εμπιστοσύνη την ζωή του όλη...
Αναλογίστηκε πως όλη η ζωή του ανθρώπου είναι παιδί... Ένα φοβισμένο ή χαρούμενο παιδί..  Το δίχως άλλο και την καρδιά του καπετάνιου, αυτό το παιδί ορίζει ακόμα... με τον φόβο ή το χαμόγελο... Τα λόγια του καπετάνιου για το λιμάνι άραγε να ισχύουν για κάθε καρδιά; Όλοι οι καπετανέοι δεν είναι το ίδιο.. μα πάλι.. ο ίδιος καπετάνιος, σ’ ένα σκαρί ταλαιπωρημένο, και σ’ ένα σκαρί γερό, θα έπαιρνε τις ίδιες αποφάσεις; Θα τολμούσε με την ίδια ευκολία ν’ ανοιχτεί στην απέραντη θάλασσα; Οι άνθρωποι μισούν τα λιμάνια όταν δένουν σ’ αυτά όχι από αγάπη, μα από ανάγκη; Ή μισούν πιο πολύ τη θάλασσα;... Θυμήθηκε καλύτερα τα λόγια του καπετάνιου... "ανακούφιση".... Κι οι άνθρωποι, είναι λιμάνια για κάποιους άλλους.. σκέφτηκε, κι απόρησε γι΄ αυτή την σκέψη του... μα γρήγορα την έδιωξε, καθώς το πλοίο του βρέθηκε να έχει ουρανό την θάλασσα και τα μαύρα σύννεφα τον τυλίξανε και τον φιλήσαν στο στόμα... και κείνος, έφερε στο νου του τους θαλασσοπόρους του Κολόμβου, που ξημεροβραδιάζονταν κοιτώντας τον απέραντο ορίζοντα, νιώθοντας πόσο στενή φυλακή μπορεί να γίνει και το απέραντο της θάλασσας. Πιο στενάχωρη στενή κι από τάφο!... Κι εκείνη την ώρα, παρόλα τα νιάτα του, πόσο λαχτάρησε την θαλπωρή μιας πολύ συνηθισμένης μέρας....
Μερικές φορές, πρέπει να πεθάνεις για να ζήσεις. Να γκρεμιστεί και το τελευταίο ίχνος του παλιού κόσμου, πριν δημιουργηθεί ένας καινούργιος, κάθε φόβος, κάθε δισταγμός του να είναι νεκρός. Όπως και κάθε ελπίδα... Κι έπειτα απρόσμενα, εκείνο το ευεργετικό φως, η αίσθηση πως ακόμη ζεις - τίποτα δε τελείωσε, και ο απαλός ήχος από τις πατούσες ενός παιδιού που τρέχει και γελά πάνω στην άμμο...Έτσι κι ο νέος, άνοιξε τα μάτια και με ευγνωμοσύνη είδε να του είχε χαριστεί η ζωή.. Πάνω στη ρίζα ενός δέντρου ανάμεσα από τα πράσινα φύλλα του, είδε το φως της καινούργιας ζωής του. Έκλεισε τα μάτια ξανά, κι αποκοιμήθηκε...
Ήταν ένα νησί έρημο. Η θάλασσα το όργωνε από παντού, και στη μέση του ένα μόνο δέντρο... Τα κλαριά του είχαν παράξενα λυγίσει, σχεδόν αγκάλιαζαν το κεφάλι του νεκρού αγοριού... "Να κάποιος που είναι τόσο μόνος όσο και γω".. θρόισε το δέντρο... Και καθώς η νύχτα έπεφτε, σκέπασε σα νά’ ταν δάκρυα, το χλωμό αγόρι με τα φύλλα του...
Το αγόρι κοιμήθηκε αιώνες.. ο χρόνος, η αγωνία, όλα, σβηστήκανε από το νου του.. Όταν ανάλαφρο από τον βαθύ του ύπνο ξανάνοιξε τα μάτια, είδε καλύτερα.. Μια όμορφη κοπέλα, να τον κοιτά, και να τον κρατά αγκαλιά σα να ήταν γι’ αυτήν όλος ο κόσμος... Χαμογέλασε, και κείνη, με δάκρυα στα πράσινα μάτια της, τον σκέπασε με τα μαλλιά της, και τον έσφιξε ακόμη πιο δυνατά... "Σ΄ αγαπάω", του είπε, "πάντα σε περίμενα, πάντα ζητούσα να έρθεις.. Και τώρα που ήρθες, πονάω... Πόσο οδυνηρό ν' αγαπάς κάποιον που δεν μπορείς να έχεις".... Το αγόρι, δεν κατάλαβε τίποτα από όσα του είπε... Το μόνο που ένιωσε ήταν η ανάγκη να ανταποδώσει την αγκαλιά, και να πάρει πνοή από το φιλί της.. "Δεν ξέρω γιατί, μα και γω σ΄ αγαπώ.. Και δεν θα μπορούσα να είμαι πουθενά αλλού... " ... Κι έσφιξε την νεαρή, φοβισμένη κοπέλα στην αγκαλιά... Γι’ άλλη μια φορά, τα πάντα γύρω του άλλαξαν, ο χρόνος γύρισε αντίστροφα, οι μέρες, τα χρόνια, οι εποχές, σβήστηκαν και γράφτηκαν πάλι... Κι αυτός με κείνη, βρέθηκαν να περπατάνε πάνω από τα σύννεφα, πιο πάνω από όσο φτάνουν καταιγίδες και μάτια ανθρώπου... χέρι - χέρι... Ο κόσμος όλος, γεννημένος ξανά, και στο πλάι, πέρα από τις άκρες του ουρανού, η θάλασσα, αυτή που φτιάχτηκε από πάθη και καημούς των ανθρώπων, εκεί που χάθηκαν τα συντρίμμια της παλιάς τους ζωής, τραγούδαγε ένα γνώριμο, συνηθισμένο σκοπό...
Στην προκυμαία ενός πλοίου, πρωτοταξίδευτος ναύτης νόμισε πως άκουσε τα κύματα να τραγουδούν υποσχέσεις γι’ αγάπη παντοτινή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: