Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

15/10/11

ατιτλο


Κατέβηκε ομίχλη και σκέπασε τα βήματα σου...
Που είμαι; Που θέλω να πάω;
Αν στρίψω προς το μέρος της καρδιάς
ξεμακραίνω ή επιστρέφω;

Σκέπασε ομίχλη τα βήματα σου,
κι οι σκέψεις μου ακινητοποιηθήκανε
κοπάδι από άσπρα πρόβατα.
Μαρμαρυγή με πιάνει...

Δεν ξέρω αν θέλω να φύγει η ομίχλη,
να πάρω απαντήσεις, να μάθω...
Προτιμώ ακίνητος να στέκομαι..
Ούτε να φεύγω ούτε να γυρνώ..

Φοβάμαι; ... ίσως..
μούλιασε την ψυχή μου η ομίχλη...
Κι η βροχή, ακούγεται σα τραγούδι
εδώ στην καρδιά των νεφών....

Φοβάμαι... και κρυώνω.... τρέμω...
Αυτό που χρειάζομαι
να σταματήσει ο χρόνος.
Να σταματήσει η καρδιά...

Να μην ακούγεται
παρά το τραγούδι της βροχής.
Να μην ξέρω, να μη θυμάμαι...
Κι ο πόνος μου να γαληνέψει...

να κοιμηθεί σα παιδάκι
ξαπλωμένος πάνω στα όνειρα
και παιδί και γω
στα όνειρα να σεργιανίσω..

Στα όνειρα του κοιμισμένου πόνου...
στα όνειρα του κοιμισμένου πόθου...
στα όνειρα ζωής άλλης,
χωρίς ομίχλη και χωρίς βροχή.

ατιτλο

"Βάλε σε ένα καράβι την ψυχή σου και φύγε", του είπε. "Ταξίδεψε"..
Την κοιτούσε με απελπισία. Με παράπονο. Χωρίς ένα γιατί.... η δυναμή του σκόρπησε από τις άκρες των δαχτύλων του, από τα γόνατα... μετέωρη έμεινε η καρδιά του να χτυπάει στο κενό. Δεν ήθελε να ταξιδέψει.... που αλλού να πάει; Να ζητήσει τι... Τι να βρει.... Έστρεψε το βλέμμα του στην θάλασσα.. πέρα από εκεί που σμίγει με τον ουρανό.. Και δε βρήκε μέσα του μία τόση δα επιθυμία γι αυτό το ταξίδι.
"Θα το κάνω" της είπε....
Τα βλεφαρά του γεμάτα υγρά όνειρα.. όνειρα που δεν αντέχουν στο φως... έτσι δεν έστρεψε να την κοιτάξει ξανά, Συνέχισε να μιλά με γυρισμένη την πλάτη... ή έστω.. προσπάθησε να μιλήσει.. μα επανέλαβε απλώς για να ατσαλώσει την θελησή του" θα το κάνω" ....

"Ένα καράβι είναι πολύ μεγάλο για ένα τέτοιο ταξίδι", σκέφτηκε.. "ένα κούτσουρο είναι αρκετό" ..... Έσπρωξε την ψυχή του στη θάλασσα κι ανέβηκε....

ατιτλο

Όσες κι αν έχω σιωπές τις σκίζω
άχρηστες είναι, στου πηγαδιού μου τον βυθό.
Του ουρανού τα δάκρυα μετρώ, χρυσά αστέρια
τα κρύβω στο σκοτάδι της καρδιάς

2/10/11

Χειμώνες κι Άνοιξη

Σε τόπους άνυδρους , πικρό ήμουνα δάκρυ..
Ο άνεμος έγινε κύριος μου...
Ξεψύχησα στη καυτή του ανάσα...
με κουβάλησε και τον κουβάλησα
μέσα από πόλεις, ανήλιαγα δωμάτια
έρημους και Δάση..
όπου ξάπλωσε γυμνή η σελήνη
σε κλαδιά και βάτα
Να θυμηθεί ...
και να φορέσει το κόκκινό της ένδυμα...

Στις βαριές βλεφαρίδες των ονείρων της,
ο άνεμος αναστέναξε βαριά..
Θυμήθηκε όνειρο αρχαίο, δικό του..
Φεύγοντας, με άφησε εκεί,
υπηρέτη της σελήνης,
τα ματωμένα να της πλένω πόδια..
Στο κόκκινό της ξέχασα κάθε εποχή,
το πριν, το μετά....
Κι όταν ακόμα εκείνη φρεσκοπλυμένη
πάλλευκη κι αγρατζούνιστη,
ή ντυμένη με ασήμια και χρυσά,
βάδιζε σε κήπους πόθων νιογέννητων
ή στα κύματα Αγάπης μεγάλης,
εγώ δε κατάφερα ποτέ να ξεχάσω...
Πόσο αίμα.. Τόσο κόκκινο...

Ήταν Ανατολή, κι ήτανε Δύση..
Δεν ξέρω να πω,
μα ο ήλιος ήταν κόκκινη μνήμη...
Κι η σελήνη, χτενίστηκε λυπημένη
για τον αταίριαστο εραστή..
Βάφτηκε, ντύθηκε τα πιο καλά της
έσπασε όπως πάντα το καθρεφτάκι της
σκορπίζοντας το φως της σ΄ ελπίδες θνητών..
να βγει, να ξεχάσει, να χορέψει.
Βαρύ ασήμι σκόρπισε η χτένα στα σύννεφα.
Μαζί και γω.. κόκκινη κηλίδα
στη χαρά που θέλησε....

Ασήμι βαρύ και αίμα,
φορτίο βαρύ...
Κι ο άνεμος αγρίεψε...
"Γιατί διώχνεις τα δώρα μου;" της είπε...
μα η σελήνη μεθυσμένη,
αλαφροπατώντας πέρασε.. δεν άκουσε...
Και γω, θυμόμουν μια φορά ακόμα τα πάντα,
Εσένα,
κι είχα όλο το αίμα της σελήνης
βάρος στην ψυχή μου....
άκουσα τον άνεμο να φυσά θυμωμένα.
Και γω ήμουν στο πριν,
δρόμους γυρεύοντας ανάμεσα στα άστρα
να γράφουνε το όνομα σου....
Σκόρπισε το σύννεφο σε βροχή....
κι έμεινα παρόλο το βάρος που ένιωθα,
πέταλο παπαρούνας
να με ταξιδεύει η οργή κι απελπισία του ανέμου.
Οι προσευχές της σελήνης...
Η ελπίδα μου να σε βρω....

Σε είδα..
Μόνη να περπατάς ντυμένη τα καλά σου...
Με τα μαλλιά στολισμένα...
Μες το Χειμώνα....
Τα πελάγη στα μάτια σου είδα.
Τη σιωπή τους.
Κύματα άγρια να σμιλεύουν
τα βράχια της υπομονής...
Σε είδα, κι ο άνεμος χόρεψε γύρω σου,
άγγιξε τα χείλη σου,
κόκκινα ανάμεσα σε νιφάδες που χορεύουν..
Ίδια στο φως με τη σελήνη
να διασχίζεις τα σκοτάδια του νου.
Έπαιξε με τα λευκά σου ενδύματα ο άνεμος,
και στάθηκε στη καρδιά ..
να ακούει τους χτύπους σου έναν έναν.
Πέταλο κόκκινο, φορτωμένο αίμα...
και προσευχή...
Φορτίο ακριβό αγάπης αξόδευτης...
Που βρήκε γη να καρπίσει.

Κι εκεί έμεινα...
Στο κόκκινο των χειλιών σου,
στις πτυχές των ενδυμάτων σου,
στη ζεστασιά της καρδιά σου...
Προσμένοντας την Άνοιξη εκείνη
π' ανθίζει μόνο για όσους βαδίσανε μόνοι
μέσα σε έρημους και χειμώνες...
πέρα από εκεί που φτάνουνε τα πρέπει...
Και παραδόθηκαν στην απελπισία τους μ' ελπίδα.
Κήπος κοιμισμένος σε τόση δα ελπίδα,
σπόρος μικρός που με την Πίστη
μπορεί να γίνει Δάσος και Θάλασσες, και Βουνά,
γέννημα της Αγάπης για να ζήσει μέσα τους Αγάπη.