Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

2/10/11

Χειμώνες κι Άνοιξη

Σε τόπους άνυδρους , πικρό ήμουνα δάκρυ..
Ο άνεμος έγινε κύριος μου...
Ξεψύχησα στη καυτή του ανάσα...
με κουβάλησε και τον κουβάλησα
μέσα από πόλεις, ανήλιαγα δωμάτια
έρημους και Δάση..
όπου ξάπλωσε γυμνή η σελήνη
σε κλαδιά και βάτα
Να θυμηθεί ...
και να φορέσει το κόκκινό της ένδυμα...

Στις βαριές βλεφαρίδες των ονείρων της,
ο άνεμος αναστέναξε βαριά..
Θυμήθηκε όνειρο αρχαίο, δικό του..
Φεύγοντας, με άφησε εκεί,
υπηρέτη της σελήνης,
τα ματωμένα να της πλένω πόδια..
Στο κόκκινό της ξέχασα κάθε εποχή,
το πριν, το μετά....
Κι όταν ακόμα εκείνη φρεσκοπλυμένη
πάλλευκη κι αγρατζούνιστη,
ή ντυμένη με ασήμια και χρυσά,
βάδιζε σε κήπους πόθων νιογέννητων
ή στα κύματα Αγάπης μεγάλης,
εγώ δε κατάφερα ποτέ να ξεχάσω...
Πόσο αίμα.. Τόσο κόκκινο...

Ήταν Ανατολή, κι ήτανε Δύση..
Δεν ξέρω να πω,
μα ο ήλιος ήταν κόκκινη μνήμη...
Κι η σελήνη, χτενίστηκε λυπημένη
για τον αταίριαστο εραστή..
Βάφτηκε, ντύθηκε τα πιο καλά της
έσπασε όπως πάντα το καθρεφτάκι της
σκορπίζοντας το φως της σ΄ ελπίδες θνητών..
να βγει, να ξεχάσει, να χορέψει.
Βαρύ ασήμι σκόρπισε η χτένα στα σύννεφα.
Μαζί και γω.. κόκκινη κηλίδα
στη χαρά που θέλησε....

Ασήμι βαρύ και αίμα,
φορτίο βαρύ...
Κι ο άνεμος αγρίεψε...
"Γιατί διώχνεις τα δώρα μου;" της είπε...
μα η σελήνη μεθυσμένη,
αλαφροπατώντας πέρασε.. δεν άκουσε...
Και γω, θυμόμουν μια φορά ακόμα τα πάντα,
Εσένα,
κι είχα όλο το αίμα της σελήνης
βάρος στην ψυχή μου....
άκουσα τον άνεμο να φυσά θυμωμένα.
Και γω ήμουν στο πριν,
δρόμους γυρεύοντας ανάμεσα στα άστρα
να γράφουνε το όνομα σου....
Σκόρπισε το σύννεφο σε βροχή....
κι έμεινα παρόλο το βάρος που ένιωθα,
πέταλο παπαρούνας
να με ταξιδεύει η οργή κι απελπισία του ανέμου.
Οι προσευχές της σελήνης...
Η ελπίδα μου να σε βρω....

Σε είδα..
Μόνη να περπατάς ντυμένη τα καλά σου...
Με τα μαλλιά στολισμένα...
Μες το Χειμώνα....
Τα πελάγη στα μάτια σου είδα.
Τη σιωπή τους.
Κύματα άγρια να σμιλεύουν
τα βράχια της υπομονής...
Σε είδα, κι ο άνεμος χόρεψε γύρω σου,
άγγιξε τα χείλη σου,
κόκκινα ανάμεσα σε νιφάδες που χορεύουν..
Ίδια στο φως με τη σελήνη
να διασχίζεις τα σκοτάδια του νου.
Έπαιξε με τα λευκά σου ενδύματα ο άνεμος,
και στάθηκε στη καρδιά ..
να ακούει τους χτύπους σου έναν έναν.
Πέταλο κόκκινο, φορτωμένο αίμα...
και προσευχή...
Φορτίο ακριβό αγάπης αξόδευτης...
Που βρήκε γη να καρπίσει.

Κι εκεί έμεινα...
Στο κόκκινο των χειλιών σου,
στις πτυχές των ενδυμάτων σου,
στη ζεστασιά της καρδιά σου...
Προσμένοντας την Άνοιξη εκείνη
π' ανθίζει μόνο για όσους βαδίσανε μόνοι
μέσα σε έρημους και χειμώνες...
πέρα από εκεί που φτάνουνε τα πρέπει...
Και παραδόθηκαν στην απελπισία τους μ' ελπίδα.
Κήπος κοιμισμένος σε τόση δα ελπίδα,
σπόρος μικρός που με την Πίστη
μπορεί να γίνει Δάσος και Θάλασσες, και Βουνά,
γέννημα της Αγάπης για να ζήσει μέσα τους Αγάπη.

1 σχόλιο:

BUTTERFLY είπε...

Τελικα εισαι ευλογημενος να κεντας ετσι με τις λεξεις!