Καθότανε στην άκρη του κόσμου.. ήτανε πεπεισμένος πως αυτό
έκανε αφού από εκεί δε γινότανε να πάει πιο πέρα. Οι φίλοι όλοι άχρηστοι.
Άλλωστε σε τέτοιες περιπτώσεις λένε τα συνηθισμένα: «Η ζωή συνεχίζεται και
πρέπει να συνεχίσεις να ζεις» .. ή.. «αν ήταν γραπτό, αν άξιζε, θα ήτανε στη
ζωή σου» ..ή.. «Θα δεις, πως κάποτε θα γελάς με όλα αυτά.. τα έχεις υπερεκτιμήσει» .. ή.. «το καλύτερο
φάρμακο είναι ο χρόνος» .. ή .. «τρώγοντας έρχεται η όρεξη» …. Πόσο άχρηστη
κάθε συμβουλή τους. Εκείνοι δε πονάνε.. δεν μπορούν να νιώσουν την άβυσσο.. Πως
είναι, να έχεις φτάσει στο τέλος του κόσμου, κι η μόνη δυνατή διέξοδος, να
βαδίσεις τον ίδιο δρόμο προς τα πίσω.. αργά, βασανιστικά, λυτρωτικά. Ζώντας
ανάμεσα στα ερείπια των αναμνήσεων, να τρέφεσαι από αυτές, και να δημιουργείς
μικρές ιστορίες.. λίμνες όμοιες με αυτές που αφήνει πίσω της μια καταιγίδα όταν
κοπάσει στις γούβες ενός δρόμου των νότιων προαστίων, κι αντανακλούν μέσα τους ψηφίδες της εικόνα σου.
Κάθε εικόνα έχει τουλάχιστον τρεις τρόπους να την κοιτάς. Όπως
την βλέπουν οι άλλοι, όπως την βλέπεις εσύ.. κι εκείνη την μορφή, που χωρίς να σου συστηθεί, γνωρίζεις πως
είσαι εσύ.. κι ας μη σου μοιάζει καθόλου. Η μορφή που ακολουθεί κάθε σου βήμα,
μα παρουσιάζεται όταν πονάς πολύ, ή στη σιωπή. Κρίνοντάς σε που την καταδίκασες ν’ ακολουθεί, αντί να
πορεύεστε μαζί.. Δαγκώνει τη σιωπή με τα
μάτια: «Δεν είναι η βροχή, δε φταίνε οι
γούβες του δρόμου.. εσύ φταις που δε κατάφερες να με βρεις. .. φταις που η εικόνα
σου σπασμένη χίλια κομμάτια..»
Περπατώντας ξανά και ξανά, στον ίδιο δρόμο, από την Ύπαρξη ως την άκρη του κόσμου, έψαχνε
απεγνωσμένα να βρει ένα καινούργιο λουλούδι.. ένα πέταγμα πτηνού.. ένα
σύννεφο.. Οτιδήποτε θα μπορούσε να
αλλάξει κάπως το τοπίο. Έλπιζε ακόμη;
Είναι δυνατόν; Όχι δεν ήταν ελπίδα.
Αλλά το όνειρο… Ξεχνιότανε. Παρηγοριά
πολύτιμη…
«Εδώ είσαι;» …. Του
είπε..
Τα πόδια του μετέωρα πάνω
από την άβυσσο.. Τα μάζεψε ντροπιασμένος.. Απάντησε με ήρεμη φωνή, αργά, μη
μαρτυρήσει τίποτα. «Εδώ» - λες και θα
μπορούσε να είναι αλλού…
«Σε γύρεψα απόψε» ..
Χαμογέλασε τρυφερά… απόψε η νύχτα θα ήταν γεμάτη άστρα… τρικύμισε η θάλασσα στην καρδιά του.. Στο βάθος του ορίζοντα, ένα χάρτινο καραβάκι,
φορτωμένο όνειρα, άρχιζε το ταξίδι του…. στο βαθύ άγνωστο… «Εδώ είμαι.. πάντα εδώ… για σένα..»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου