Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

10/8/12

Άστρο στον ουρανό..


Τον κοίταξε στα μάτια  και του έστειλε ένα φιλί.. μπροστά στη πόρτα του σπιτιού της..
Το άρπαξε, καθώς φτερούγισε, και το ακούμπησε απαλά στην καρδιά του…  εκεί, που βρισκόταν όλη η ψυχή του….  Φοβότανε τον αποχωρισμό….  πως ίσως δεν επιστρέψει..  Σχεδόν βεβαιότητα ο φόβος  αυτός  τον τελευταίο καιρό. Σχεδόν επιθυμία.
Είναι παράξενο, να κατοικούνε νεκροί στον κόσμο των ζωντανών. Να βαδίζουν ανάμεσά τους, με εμμονές που δεν είναι πια εμμονές.. αλλά ένας σκούρος λεκές θλίψης, φτιαγμένος από χρώματα δυνατά.. το κόκκινο του αίματος, το μπλε το βαθύ.. την μωβ αύρα όταν το ένα αγγίζει το άλλο, όπως οι επιθυμίες όταν αγγίζονται μα δε παντρεύονται..    Το κίτρινο που έχουν τα σταχοχώραφα στο θέρος, το καστανοπράσινο των σκιερών από πλατάνια ποταμών..  Μνήμες. Παγιδεύονται οι ψυχές στις επιθυμίες τους, δεν μπορούν να προχωρήσουν.. Κι έτσι κατοικούνε φως και σκιά, στα πιο όμορφα, τα πιο αγαπημένα των ανθρώπων.  Στην πρωινή δροσιά και στη γλυκιά σέπια του ρόδου που τυλίχτηκε την φλόγα του χρόνου.  Μα πιο παράξενο ακόμα, όταν οι ζωντανοί, άθελά τους, περνούν το κατώφλι του κόσμου των  νεκρών. Και γίνονται σκιές, ενώ βαθύ κόκκινο ζεστό ακόμα, κυλά αίμα στις φλέβες , με τρόπο που να μην ανήκουν τελικά ούτε ανάμεσα στους ζωντανούς, ούτε ανάμεσα στους πεθαμένους.
«Δεν ανήκω εδώ» , σκεφτότανε καθώς περπατούσε ήδη στο δρόμο. «αν θέλω αληθινά να κάνω κάτι για εκείνη, πρέπει να μάθω να ζω χωρίς εκείνη. Κι ας είναι αδύνατο να ανασάνω χωρίς να την σκεφτώ» …. Η αδιαφορία τον είχε ήδη τυλίξει, όπως η γαλάζια φλόγα του χρόνου, τον άλλαζε καίγοντας τα πιο μεγάλα του θέλω, τα  ανθισμένα ρόδα του και το γαλάζιο ακόμα τ’ ουρανού…  Βήματα χωρίς νόημα, τον φέρανε πίσω, σ’ ένα τόπο που έμοιαζε με τη ζωή που κάποτε πίστευε για ζωή. Μα κάθε πρωινό, κάθε βράδυ, τυλιγμένος στις ίδιες φλόγες, καιγότανε… ποτέ δεν γινότανε στάχτη…  καταδικασμένος να καίγεται αιώνια, σε κάθε πνοή του, στη σιωπή μιας μεγάλης αγάπης. Στη σιωπή της ζωής του.
Αποδέχτηκε αυτή τη σιωπή, όπως ο νεκρός οφείλει να αποδέχεται πως είναι νεκρός. Μα με κίνητρο ακόμα πιο δυνατό. Από αγάπη. Τη δύναμη που ορίζει τα θαύματα. Και την αντοχή. Ζούσε σ’ ένα σκουρόχρωμο θαμπό λεκέ… μιας ζωής της οποίας υπήρξε λαθρεπιβάτης.
Ο άνεμος μύριζε βροχή..  Το πρωί η μέρα άρχισε ηλιόχαρη, μα από το μεσημέρι κι ύστερα ο καιρός άλλαξε δραματικά. Μολυβένια συννεφιά  κάλυψε τον ορίζοντα κι  από κάπου κοντά, ακούγονταν βροντές.  Απέναντι από το μπαλκόνι του, στο βάθος, υπήρχε μία συστάδα Κουκουναριές… Από τα πανύψηλα δέντρα, είχαν σηκωθεί κοπάδι τα κοράκια και πέταγαν άναρχα.  Αλάφρωσαν τα σύννεφα στο πέταγμά τους.  Και το βλέμμα του αλάφρωνε κι αυτό.. κι ήταν,  σαν η μπόρα που θα ξεσπούσε σε λίγο σα να μην ήτανε μπόρα.. Αλλά τρικυμία…  σα νά’ ταν  ο ουρανός θάλασσα, θηλυκό με παράξενους τρόπους, κι η ψυχή του καράβι που ναυαγεί στο βυθό της.. Πόσες εικόνες δε φέρανε  στα μάτια του τα μαύρα τους φτερά.. Κι αν ήταν μαύρα, με μωβ ζωγράφιζαν στα νέφη… με κόκκινο και βαθύ μπλε… 
Ο άνεμος μύριζε βροχή.. κι ήταν σα να είναι η βροχή τ’ άρωμά της….  Πόσοι μουσκεμένοι πόθοι, ταξίδεψαν, πόσες φορές, από τα μάτια του ως το μηδέν.  Το τίποτα της ύπαρξής του.. επειδή η γραμμή της ζωής του εκεί που άρχισε εκεί έμεινε.. Μόλις μια τελεία - χωρίς παύλα…   Που να στρέψει το βλέμμα και να μην είναι εκείνη;...  τι νόημα έχει να συμβεί οτιδήποτε, να λάμψει ή να σκοτεινιάσει ,  μακριά της; Μα ευτυχώς, όλα συμβαίνουν γι’ Αυτήν.. Γι αυτήν ο άνεμος φυσάει όλο και πιο δυνατά, για τον ορίζοντα κάτω από τις μακριές  της βλεφαρίδες   αγριεύει η θάλασσα να κυριεύσει  τον ουρανό…  Γι αυτήν υπάρχει ο ουρανός κι η γη..  Γι αυτό γεννήθηκε κι ο ίδιος.. γι αυτό , και δεν Υπάρχει…  Γιατί μόνο αν Εκείνη  Υπάρχει… όλα είναι σωστά κι έχουν νόημα..  Όλα!
Κι έκανε τότε επίκληση στον άνεμο… να έχει φτερούγες να πετά…  να βουλιάζει ψαράκι του ουρανού στη δίνη των επιθυμιών.. Να βουλιάξει για πάντα εκεί ψηλά.. να γίνει άστρο … κι από εκεί να την προσέχει όταν κοιμάται φωτίζοντας τα όνειρά της..  Κι ο άνεμος τον άκουσε, σήκωσε άγριο κύμα η θάλασσα.. Άρχισε η μπόρα…. Ένα ένα τα κατάρτια των ονείρων του, σπάσανε….  Σκόρπισαν τα πανιά..  Το ξύλινο σώμα του χάθηκε… θάφτηκε σε σιωπή που δεν αντέχει ο χρόνος…. Κι η ψυχή, λεύτερη, Φως, πήρε να λάμπει στο βυθό τ’ ουρανού… σα  χαμόγελο παιδιού, για κάποιον που αγάπησε πολύ.. τόσο πολύ, που η Αγάπη του, δε θα σβήσει ποτέ… κι ούτε το χαμόγελό του…

Δεν υπάρχουν σχόλια: