_ Σώπα, ησύχασε, άσε με να δω… Έφυγε πάει!
_ Χριστέ μου!.. ευτυχώς που δε με τσίμπησε…
Αυτή ήταν η πιο έντονη αντίδραση της τις τελευταίες δυο
εβδομάδες. Η αδρεναλίνη που κύλησε στο αίμα της, έκανε το χλωμό πρόσωπό της , να ροδίσει απαλά… Πλησίασε στο μεγάλο παράθυρο του σαλονιού,
στήριξε ελαφρά τα δυο της χέρια στο πρεβάζι, και κοίταξε αόριστα έξω… Ο καυτός μεσημεριάτικος άνεμος, και το τόσο
φως, δε την βοηθούσε καθόλου. Στάθηκε λίγο, αφουγκράστηκε τη κίνηση στο δρόμο κι ύστερα απογοητευμένη τράβηξε την κουρτίνα και στράφηκε ξανά στο εσωτερικό του σπιτιού. Ήτανε πάλι χλωμή.
_ Πρέπει να φύγω, της είπε. Τον κοίταξε αόριστα, όπως κοιτούσε
έξω από τα παράθυρο…
_ Είμαι καλά, μην
ανησυχείς… θα μου περάσει.
Την πλησίασε και την αγκάλιασε.. ευχότανε μέσα του να είχε η
αγκαλιά του τη δύναμη να απορροφήσει το δηλητήριο που μαύριζε την καρδιά της… Τον αγκάλιασε κι αυτή. Την κοίταξε λίγο στα
μάτια πριν χαιρετήσει, κι έφυγε.
Τον τελευταίο καιρό, ένιωθε πως όλα γύρω της περνούν και
φεύγουνε δίχως να μπορούνε να την ακουμπήσουν.. εκτός ίσως , από τον φόβο που
έφερε εκείνη η μέλισσα.. το βουητό της. Κι ένα άλλο βουητό που τόσο λαχτάρησε … Το βουητό της θάλασσας! Πέρα από τους τοίχους,
το κάλεσμά της γινότανε μέρα με τη μέρα όλο πιο δυνατό, αλμυρή πληγή στα στήθη της.. Κι ο χώρος
ανάμεσα στους τοίχους, όλο πιο ασφυκτικός, πιο στενός… Φορές φορές γύρω στα χαράματα, είχε την αίσθηση πως πριν προφτάσει να δει την αυγή, οι τοίχοι του
σπιτιού θα την καταπιούνε. Δεν ήθελε να
πεθάνει.. δεν ήθελε να ζει.. δεν ήθελε απολύτως τίποτα, πέρα από τον κυματισμό της
θάλασσας και τον ορίζοντά της. Όλα τα άλλα άοσμα κι άχρωμα, αδιάφορα.
Μια τυχαία ματιά, της αποκάλυψε τον εαυτό της στον καθρέφτη.
Δεν ήτανε πια παιδί, ούτε κορίτσι.. οι
ρυτίδες της την κάνανε να φαίνεται μία γοητευτική γυναίκα. Περάσανε γρήγορα τα
χρόνια, και δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει
το πώς, Πάντα είχε κάτι να κάνει, κάτι
για τους άλλους, καθώς από μικρή που νυμφεύθηκε, οι ευθύνες των άλλων την
ακολουθούσαν. Πάνω από όλα, ω ναι, έβαζε τα παιδιά της.. Ο χρόνος που αφιέρωνε σε
αυτά, την προστάτευε από το κάλεσμα της θάλασσας. Μα τα παιδιά μεγαλώνουνε, κι
έρχεται μοιραία κάποτε η ώρα που τελειώνουν οι δικαιολογίες, κι η ψυχή δε
μπορεί πια να σωπάσει το κάλεσμα μέσα της. Ένα άγνωστο πρόσωπο κοιτούσε στον
καθρέφτη, κι ας ήτανε κάθε ρυτίδα, μία δικιά της στιγμή, η έκφραση ενός χαμόγελου,
ο πόνος κι η πίκρα κάποιας απώλειας – σημάδι πως η ρόδα πάντοτε κυλάει - , κάποια
αγαπημένη γκριμάτσα, και κάποια άλλη, οργής…
Όλα τα συγνώμη και τα ευχαριστώ, οι σιωπές, οι φωνές, τα λάθη τα όνειρα
και οι ευχές.. Όλα ήτανε αποτυπωμένα σ’ αυτό το πρόσωπο, που τόσο δύσκολο της ήτανε
να αναγνωρίσει ως δικό της. «Ίσως», αναρωτήθηκε, «έζησα τη ζωή μιας άλλης, κι όχι τη δική μου».
Υπήρχε ένα μικρό λιμάνι χωμένο στην άμμο.. και μια ξύλινη ετοιμόρροπη προκυμαία. Η άμμος
είναι ιδανικό μέρος να βρίσκεις κοχύλια… κι αφιέρωνε ώρες ολόκληρες σε αυτό. Πόσα διακοσμητικά είχε φτιάξει με τα σχεδόν
κοριτσίστικα χέρια της από κοχύλια! Κάθε ένα που έφερνε μες την παλάμη της,
είχε την δική του ιστορία και το δικό του τρόπο να της μιλά!.. Συνήθως της μιλούσανε
με χρώματα.. άλλες φορές, σιγανά μέσα από τον άνεμο.. κι άλλες με το φως…
Πόσο πολύχρωμος ήταν ο κόσμος! Απέραντος κι απρόβλεπτος… γεμάτος μαγεία! Άκουγε τα βράδια, κάτω από τα πεύκα, τη φωνή της
θάλασσας.. Ιστορίες για κάποια γοργόνα που γύρευε τον μέγα Αλέξανδρο.. Ναυτικούς
που χαθήκανε αφήνοντας πίσω στη στεριά
έρημες, τις δικές τους γοργόνες να τους περιμένουνε.. Είχε ακούσει κάποτε κάποιον ψαρά, πριν ανοιχτεί με τη βάρκα του στο πέλαγος, ν’ αποκαλεί το ταίρι του γοργόνα.. και να την αποχαιρετά μ’ ένα φιλί. Κανείς άλλος δεν είχε δει τόσα
πολλά και δεν είχε τόσα να πει, τόσα να κρύψει ή να φανερώσει, όσα η θάλασσα! Σα
την ψυχή της…
Ένα βράδυ ο άντρας της
επιστρέφοντας στο σπίτι βρήκε μόνο, χάρτινα καραβάκια στη σειρά..
και προσεχτικά τοποθετημένα δίπλα τους, αράδα, διάφορα μικρά κοχύλια... Τρεις μέρες αργότερα βρήκανε τα ρούχα της διπλωμένα σ’
ένα βράχο πλάι στην θάλασσα.
Τη νύχτα που εξαφανίστηκε , η Πανσέληνος ήτανε τόσο μεγάλη, που
άγγιζε τη γη. Το φως της μπερδεύτηκε στα ξανθά της μαλλιά, και της έβαλε τέτοια
φωτιά, που έφθασε ως την ψυχή και την κατέκαιε. Η θάλασσα έγινε η μόνη της ελπίδα,
να τη σβήσει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου