που μετάνιωσες,
και στα ερείπιά της πάνω,
χτίζεις τη σιωπή.
Γραμμές μπερδεμένες,
τάσεις φυγής,
κάποιο ταξίδι σε μέρη
που η πόλη δε σε φτάνει.
Μακριά από ανθρώπους,
από έρωτες, αδικίες, απογοητεύσεις.
Δεν έχει νικητές και χαμένους,
Γιατί είσαι μόνος σου.
Τα δάκρυα γίνονται πουλιά,
βουβά δάκρυα που τώρα φτερουγίζουν
στη σιωπή.
Κι οι χαρές γίνονται πουλιά
Μικρά χαμομήλια, τα’ απομεσήμερο.
Ακόμα κι η θάλασσα, χωρά
στη σιωπή σου.
Κι ύστερα, η μουτζούρα τελειώνει.
Ο αόρατος κόσμος σου, γκρεμίζεται
στον πανικό
που φυσά βοριάς στην καρδιά σου.
Όλα όσα πριν εξαφάνισες,
ο πόνος, ο φόβος, οι αδικίες,
η απογοήτευση
από φαντάσματα παίρνουνε σάρκα,
και ζητάνε τη σάρκα σου
να τραφούν.
Κι εσύ αφήνεσαι ελπίζοντας,
όταν τελειώσουν το δείπνο τους,
να μην έχει απομείνει τίποτα.
Ούτε ψυχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου