Θα μπορούσα να ζήσω με την τρικυμία για μαξιλάρι. Με μισάνοιχτα τα
μάτια και τις αισθήσεις ακροβολισμένες στα δόρατα του ανέμου. Τρυπάει ο άνεμος
απόψε.. τσιτώνει το δέρμα.. Μα πιο πολύ τσιτώνει η καρδιά.. ξεσχίζεται .
Μικρές, αόρατες αμυχές, που χωράνε όλο τ' αλάτι και τον πόνο της θάλασσας. Ρέει
η ταραχή της μέσα απ' το αίμα, από μικρές και μεγάλες αρτηρίες, ως την ύστατη
άκρη του νου. Πονάει η θάλασσα και πονάω μαζί της. Είναι δικά της τα κύματα,
δικός της ο πόνος , δικός της κι εγώ. Κάθε που με κοιτάζουν τα θαλασσινά της
μάτια, της ανήκω. Της ανήκει η ψυχή μου. Και μιας και πάει καιρός που τον ύπνο μου ορίζει, και το
σκοτάδι απ' τα κλειστά ματόκλαδα ακόμα,
ανήκω στο τρικυμισμένο, αλμυρό, ασίγαστο πάθος της, τη σιωπή και την
αντάρα που κρύβει στη ψυχή της, ολόκληρος.
Μπορώ να ζήσω με αυτή την
τρικυμία στη ψυχή μου - που της ανήκει. Χωρίς να ξυπνώ, χωρίς να κοιμάμαι,
χωρίς να γνωρίζει. Αδύνατη οποιαδήποτε
αντίσταση κι άρνηση στα θέλγητρά της. Τα καταφέρνω να ζω δίχως αυτήν, με
αυτήν.. μα χωρίς την αλμύρα της να δηλητηριάζει γλυκά τις αισθήσεις και το
νου, φαντάζει άσκοπη κι άχαρη η ζήση.
Στυλώνω τα πόδια της ψυχής - ασάλευτο το κορμί, παρατημένο - και κοιτώ
μες το απέραντο, λιθοβολώντας κι εξορίζοντας το χρόνο, τις μέρες, τις ώρες, τα
δευτερόλεπτα. Γιατί ο χρόνος σου ανήκει όταν τον μοιράζεσαι.. αλλιώς γίνεται ένα ανθρωπόμορφο τέρας που
τρέφεται από τη σάρκα σου. Σε κόβει σε μικρά μικρά κομματάκια, και τρώει από
λίγο, σε κάθε στιγμή άδεια, κάθε χαρά ή λύπη, που βαστά η μοναξιά για τον εαυτό
της. Μικροί αιώνες χωράνε τότε στα δευτερόλεπτα, αιώνες ξένοι, που δε σου
ανήκουν και δεν ανήκεις.
Χίλιες φορές, με τα μάτια κλειστά, να ζω.. πέρα από σκοτάδι κι άδειους χρόνους. Σε
θάλασσες που δεν μου ανήκουν, αλλά τουλάχιστον ανήκω, να πλάθω ταξίδια και να
τα βηματίζει η ψυχή μου σε χάρτες, που ύστερα τους καίω, αποδιώχνοντας το κρύο
στη φωτιά και τον καπνό τους...
Φουρτουνιασμένη απόψε η θάλασσα. Σχεδόν
πιστεύω πως την ζωγράφισε η ψυχή μου. Από ανάγκη να μιλήσει η σιωπή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου