Πες μου πως μπορούμε να κάνουμε μια εξαίρεση… να σώσουμε έστω αυτή την μικρή ζωή! Δεν το
νιώθεις; Είναι διαφορετικό από όλα τα άλλα, είναι τυχερό, κι εμείς, η τύχη του.
Είναι ευκαιρία και γι’ αυτό και για μας…. Μη με κοιτάς έτσι… Δεν είμαι τρελή… Δεν
είναι σύμπτωση… Η μητέρα του πέθανε ενώ γεννιόταν, την ίδια ώρα που γεννούσα το
παιδί μου νεκρό… είναι ένα θαύμα που έζησε… το τάισα το γάλα μου… τον πόνο μου…
μου ανήκει!»
Την άφησε να μιλά, να ξεσπάσει. Άλλωστε ήταν ολόκληρη βυθισμένη στο παραλήρημά της. Μάταιος ο κόπος το να επικαλεστεί οτιδήποτε λογικό. Έτσι σιώπησε, ώσπου η τρέλα της έγινε πάλι θρήνος και εκείνη μια μαύρη σκιά τυλιγμένη κουβάρι στην άκρη του κρεβατιού.
Στα χέρια της κρατούσε το νεκρό μωρό της, μέρος κι αυτό του σκοτεινού κουβαριού μέσα στο οποίο η ψυχή της μάταια αναζητούσε να βρει μια άκρη να κρατηθεί, να την οδηγήσει σε κάποια έξοδο. Μα όλο και πιο βαθιά στο κουβάρι μπερδευότανε, όλο και πιο απόμακρα ακούγονταν οι κραυγές της. Αραιά και που, σαν πεταλούδα πιασμένη στο δίχτυ της αράχνης, με απόγνωση προσπαθούσε να κινήσει τα κατεστραμμένα της φτερά.. Τα άκουγε να σπάνε ολοένα σε μικρότερα κομμάτια. Αδύναμος, χωρίς πίστη πια, πως υπάρχει τρόπος να την βοηθήσει.
«Δεν με αγαπάς… έπαψες να μ’ αγαπάς… Δεν με πιστεύεις….», ψέλλισε και σώπασε πάλι.
Ενστικτωδώς κοίταξε τις παλάμες των χεριών του. Σχεδόν διάφανες, μπορούσε να κοιτάξει από μέσα τους. Λίγο ακόμα αν έμενε σ’ αυτό το σπίτι, δεν θα υπήρχε τρόπος ν’ ανοίξει το πόμολο και να βγει έξω… Δεν θα είχε ούτε χέρια ούτε πόδια… Κι έτσι άνοιξε το παράθυρο και πέταξε μακριά, σαν μια ωραία εφήμερη πεταλούδα. Μόνο που δεν είχε φτερά, κι αυτό έκανε την εξαιρετικά σύντομη πτήση του, να τελειώσει μ’ έναν εντυπωσιακό γδούπο, πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου. Υπήρξε η πιο έγχρωμη πινελιά του εδώ και καιρό, στον ασπρόμαυρο κόσμο που ζούσε.
Για την αποκατάσταση της αλήθειας, τα πράγματα δεν γίνανε ακριβώς έτσι. Αυτός απλά έφυγε, ενώ εκείνη, απλώς υιοθέτησε ένα γατάκι στην αρχή, που γίνανε πολλές γάτες και γατάκια στη συνέχεια. Γίνανε το χαμόγελό της, και η μουσική μέσα στην πίκρα της. Όσο για το μωρό, δεν γεννήθηκε ποτέ. Γιατί ποτέ δεν θα έφερνε ένα μωρό σε έναν τόσο σκληρό κι απάνθρωπο κόσμο.
Την άφησε να μιλά, να ξεσπάσει. Άλλωστε ήταν ολόκληρη βυθισμένη στο παραλήρημά της. Μάταιος ο κόπος το να επικαλεστεί οτιδήποτε λογικό. Έτσι σιώπησε, ώσπου η τρέλα της έγινε πάλι θρήνος και εκείνη μια μαύρη σκιά τυλιγμένη κουβάρι στην άκρη του κρεβατιού.
Στα χέρια της κρατούσε το νεκρό μωρό της, μέρος κι αυτό του σκοτεινού κουβαριού μέσα στο οποίο η ψυχή της μάταια αναζητούσε να βρει μια άκρη να κρατηθεί, να την οδηγήσει σε κάποια έξοδο. Μα όλο και πιο βαθιά στο κουβάρι μπερδευότανε, όλο και πιο απόμακρα ακούγονταν οι κραυγές της. Αραιά και που, σαν πεταλούδα πιασμένη στο δίχτυ της αράχνης, με απόγνωση προσπαθούσε να κινήσει τα κατεστραμμένα της φτερά.. Τα άκουγε να σπάνε ολοένα σε μικρότερα κομμάτια. Αδύναμος, χωρίς πίστη πια, πως υπάρχει τρόπος να την βοηθήσει.
«Δεν με αγαπάς… έπαψες να μ’ αγαπάς… Δεν με πιστεύεις….», ψέλλισε και σώπασε πάλι.
Ενστικτωδώς κοίταξε τις παλάμες των χεριών του. Σχεδόν διάφανες, μπορούσε να κοιτάξει από μέσα τους. Λίγο ακόμα αν έμενε σ’ αυτό το σπίτι, δεν θα υπήρχε τρόπος ν’ ανοίξει το πόμολο και να βγει έξω… Δεν θα είχε ούτε χέρια ούτε πόδια… Κι έτσι άνοιξε το παράθυρο και πέταξε μακριά, σαν μια ωραία εφήμερη πεταλούδα. Μόνο που δεν είχε φτερά, κι αυτό έκανε την εξαιρετικά σύντομη πτήση του, να τελειώσει μ’ έναν εντυπωσιακό γδούπο, πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου. Υπήρξε η πιο έγχρωμη πινελιά του εδώ και καιρό, στον ασπρόμαυρο κόσμο που ζούσε.
Για την αποκατάσταση της αλήθειας, τα πράγματα δεν γίνανε ακριβώς έτσι. Αυτός απλά έφυγε, ενώ εκείνη, απλώς υιοθέτησε ένα γατάκι στην αρχή, που γίνανε πολλές γάτες και γατάκια στη συνέχεια. Γίνανε το χαμόγελό της, και η μουσική μέσα στην πίκρα της. Όσο για το μωρό, δεν γεννήθηκε ποτέ. Γιατί ποτέ δεν θα έφερνε ένα μωρό σε έναν τόσο σκληρό κι απάνθρωπο κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου