Πρώτα φτάσανε οι χτύποι της καμπάνας, συρτοί και θλιμμένοι.
Ύστερα οι φήμες και μετά η επιβεβαίωση: «Πνίγηκε ο Στάθης!» .. «μα πως;».. «Βγήκε
με βάρκα να ψαρέψει..».. « Μα με τέτοιον καιρό;»…
Ο Στάθης δεν την φοβότανε την θάλασσα, δεν την σεβότανε. Θαρρούσε πως την είχε του χεριού του, σαν τις περισσότερες γυναίκες που γνώριζε, και γνώριζε πολλές… Μα η πιο μεγάλη αγαπημένη του, η ελευθερία.. Οι ανοιχτοί ορίζοντες με άνεμο, κι η ατίθαση θέληση.
Ο Στάθης δεν την φοβότανε την θάλασσα, δεν την σεβότανε. Θαρρούσε πως την είχε του χεριού του, σαν τις περισσότερες γυναίκες που γνώριζε, και γνώριζε πολλές… Μα η πιο μεγάλη αγαπημένη του, η ελευθερία.. Οι ανοιχτοί ορίζοντες με άνεμο, κι η ατίθαση θέληση.
«Να φοβάσαι την γυναίκα και την θάλασσα», του είχε πει κάποτε μια μικρή τσιγγάνα. «Την φωτιά όχι;» Την είχε ρωτήσει περιπαιχτικά. «Γιατί, όπου υπάρχει αληθινή γυναίκα, δεν γίνεται να μην υπάρχει και φωτιά!»
Η πραγματικότητα όμως δεν είναι πάντοτε φανερή, συχνά κρύβεται κι από αυτόν, κυρίως αυτόν, που αφορά. Όσο κι αν ο ατρόμητος Στάθης έμοιαζε να μην λογαριάζει ούτε γυνή ούτε θάλασσα, ούτε την φωτιά, βαθιά στα δασιά στήθη του, υπήρχε ένα μέρος που η φωτιά δεν μπορούσε να βρει άλλο να κάψει. Αιτία, υπήρξε μία γυναίκα, μία παντρεμένη γυναίκα που λάτρεψε κάποτε. Κι όσο την λάτρεψε, τόσο την περιφρόνησε, για να μη μαραζώσει.
Την νύχτα πριν βγει για ψάρεμα, την αντάμωσε τυχαία, μετά από χρόνια… Δεν μιλήσανε, την προσπέρασε αποφεύγοντας να στρέψει περισσότερο το βλέμμα πάνω της. Μα εκείνη όχι, τον είδε, του χαμογέλασε, κι όπως φάνηκε έτσι χάθηκε ξανά, στο σκοτάδι.. Σταμάτησε πριν αποφασίσει να πάει για τη βάρκα για λίγο στον καφενέ… Ως συνήθως, κάποιος βρέθηκε να τον κεράσει, μόνο και μόνο για ν’ ακούσει τις ιστορίες του.
«Οι άνθρωποι χτίζουνε μόνοι τον θρύλο τους», του είπε, κι εκείνος τον κοίταξε με θαυμασμό. Παρατηρώντας το έκθαμβο βλέμμα του αναλογίστηκε πόσο αφελείς είναι οι περισσότεροι άνθρωποι. Ριζωμένοι σαν δέντρα, θαυμάζουν οτιδήποτε πετά, περπατά έστω, οτιδήποτε ταξιδεύει, αγνοώντας τον τρόμο που κρύβει η διαρκής φυγή. Στην ζωή του δεν μπόρεσε να δέσει σ’ ένα τόπο, πάντα έφευγε, με έναν μετεωρισμό στην καρδιά του… Μια αίσθηση πως κάποτε απλώς θα χαθεί και κανείς δεν θα τον γυρέψει. Γιατί δεν θα γνωρίζει ούτε που να τον ψάξει, αλλά ούτε θα έχει λόγο να το κάνει. Εκείνοι ζηλεύανε την ελευθερία του, κι εκείνος τη δική τους ζωή. Την δύναμή τους να σηκώνουν τις ευθύνες τους, να χτίζουν, να μένουν. «Η ζωή έχει νόημα μόνο αν καίγεσαι», συλλογίστηκε, «άκαυστη δεν προσφέρει φως».. « Όσο για την οδύνη, αυτή πάντα υπάρχει, ούτως ή άλλως... Τόσα ταξίδια για να φτάσω στο σημείο μηδέν, τόσες ευκαιρίες, σταθμοί, τόσοι άνθρωποι - παντού και πουθενά»…
Μα κι αν μπορούσε να γύριζε πίσω τον χρόνο τίποτα δεν θα άλλαζε, εξαιτίας του ίδιου φόβου που τον έκανε πάντα να φεύγει. Ίσως ήρθε λίγο πιο νωρίς, ή λίγο πιο αργά σε αυτό τον κόσμο, και γι’ αυτό ένιωθε τόσο παράταιρος. «Έχω ανάπηρη καρδιά», συχνά έλεγε στον εαυτό του «κι ο κόσμος δεν έχει φτιαχτεί γι’ ανθρώπους με τέτοια αναπηρία.»
Ίσως λίγο πιο νωρίς ή λίγο πιο αργά.. Αν την είχε συναντήσει πιο νωρίς, ή πιο αργά, ίσως δεν θα είχε χρειαστεί να ταξιδεύει μακριά από όσα αγάπησε ή μπορούσε ν’ αγαπήσει. Μα ο έρωτας πέρα από τυφλός είναι και βλαμμένος, σπάνια κάνει κάτι σωστά. Είναι σαδιστής. Κι ενίοτε μαζοχιστής. Και κάποιες από τις καταδίκες του κρατάνε ολόκληρη ζωή, στην κακιά περίπτωση, μπορεί και περισσότερο.
«Πόσο θα ήθελα να είχα τη δική σου ζωή!» του είπε ο έκθαμβος ανθρωπάκος…
«Πρόσεχε τι εύχεσαι», του αποκρίθηκε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, ενώ μέσα του σκεφτότανε: «κι εγώ την δική σου…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου