Η
επανάσταση έγινε
από μια παρέα φοβισμένα αγόρια
για την ψυχή ενός λαγού.
Ένα μάτσο τριαντάφυλλα ήταν
που σκέπασε το λευκό του ονείρου
και μέθυσε τους Χειμώνες κι Άνοίξεις.
Η επανάσταση, είπε,
άρχισε καθώς αρχίσανε να χτυπάνε
χιλιάδες σήμαντρα,
ως καρδιές των κοριτσιών.
Στην αγκαλιά και το δάκρυ
της μάνας
και τα ροζιασμένα χέρια του πατέρα,
καθώς ακούμπαγε πάνω στο τραπέζι
τον μόχθο και την απελπισία του
για φαΐ.
Και τέλος, τέλος, είπε ο τρελός,
γιατί οι παπαρούνες είναι κόκκινες
και τα πουλιά έχουνε φτερούγες
να πετάνε ψηλά.
Τα παιδιά γελάσανε μαζί του,
σίγουρα δεν γνώριζε
μήτε το όνομα της επανάστασης.
Μα η δασκάλα βούρκωσε,
έβαλε το χέρι στο κεφάλι του,
κι έγνεψε χωρίς φωνή, όλο κατάφαση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου