Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

15/3/11

Και ύστερα ήρθε η άνοιξη…

Ταξίδευε από χειμώνα σε χειμώνα…
Αναρωτιόταν αν υπήρχε άλλο από κρύο και χιόνι και χιονάνθρωποι…
Ως τότε, ναι… είχε συναντήσει άπειρους χιονάνθρωπους να ζούνε στις λευκές πολιτείες τους... τόσους πολλούς… που δε ξεχώριζες πια την μια όψη από την άλλη.
Λευκοί όλοι, αμίλητοι, με ένα χαμόγελο χαραγμένο για στόμα.

Ο χρόνος παγωμένος κι αυτός όπως η καρδιά του…
Κι η καρδιά του κι αυτή λευκή.. μα όχι όπως το χιόνι…,σα χαρτί... που ποθεί μια λέξη για να ζήσει, ή μια γαλάζια φλόγα να το κάψει...
Γαλάζια ήταν και τα μάτια της...

Τα είχε δει στο όνειρό του... και σα γαλάζια φλόγα ήταν το μόνο που τον βάσταγε ζεστό, να μη αφεθεί να γίνει κι αυτός χιόνι μέσα στο χιόνι.
Κι έτσι περιπλανιόταν σε μια πολιτεία που δεν ήταν μέρος της… Ξένη πολιτεία…, ξένος κι αυτός…, πάντοτε άγνωστος σαν κάποιο άνεμο που φυσά, περνά... κι ούτε το όνομά του γνωρίζεις ούτε εκείνος το δικό σου…

Σε μια από τις παγωμένες διαδρομές του, την είδε… την κοπέλα των ονείρων του... τα γαλάζια της βαθυπέλαγα μάτια, που μέσα τους κοιτάζονταν ο ουρανός με ένα ζεστό φωτεινό χαμόγελο.
Μα τα μάτια κείνα, με το τόσο φως, τα κλείδωνε μυστική θλίψη…

Όνειρο που λευτερώθηκε το γαλάζιο, φτερούγισε και κατοίκησε στη ψυχή του..
Κι άρχισε ολόγυρα τότε να βρέχει χρώμα... γαλάζιο, μπλε βαθύ, κόκκινο, ροζ, μωβ, πράσινο, κίτρινο... όλα τα χρώματα που μπορεί το ουράνιο τόξο να κουβαλήσει, κύλαγαν γύρω του χορεύοντας, υπακούοντας σε ένα πρωτόγνωρο ρυθμό.. καρδιάς που ζει στο όνειρό της...
Και καθώς χορεύανε, αφήναν πίσω τους στα βήματα, στον αέρα, χρώματα άλλα νιογέννητα...
Κι όλος ο κόσμος άλλαξε όψη…
Κι η πολιτεία του χιονιού, έλαμπε μέσα στα χρώματά της... κι ένιωθε ευτυχισμένος, καθώς ένα ζεστό δάκρυ, κύλησε από τα μάτια του...

Κι όμως, εκείνη, με όλη τη γαλάζια φλόγα στο βλέμμα, όλα τα κύματα που σαν ήμερα λιοντάρια στεκόντουσαν αγέρωχα κάτω από τις μπλε βλεφαρίδες της..., είχε μια θλίψη....

Το χαρτί γέμισε λέξεις, τόσες λέξεις που δε μπορούσε πια να τις βάλει σε  σειρά… Τόσες σκέψεις και συναισθήματα, που δεν ήταν πια χαρτί αλλά φλόγα…
Κι έτσι, δε μπορούσε ούτε αυτό να της χαρίσει... για να διαβάσει…

Χτύπησε στον αέρα τα φτερά του, και σηκώθηκε πολύ πάνω από τη γη.
Είχε ξεχάσει μες το κενό του χρόνου πως είχε φτερά… κι ακόμα κι όταν τα άνοιξε, δε το έκανε συνειδητά… μα ακολουθώντας μία εσωτερική παρόρμηση, νερό που κυλά από κρυφή πηγή ευχών...

Καθώς πετούσε πάνω από τα γήινα, πάνω από τη θάλασσα, το δάκρυ που γλίστρησε από τα μάτια του έγινε άστρο… σα μικρό διαμάντι... σα φυλαχτό... κι έπεσε στα βαθυγάλανα νερά μέσα....

Ένα μικρό διαμάντι, μες τη σκοτεινή της θλίψη, τα σκοτεινά νερά της ψυχής της, που ποιος θα μπορούσε, ποιος, να διαβάσει... έπεσε από τον ουρανό…
Ένα αστέρι…
Ίσως, κάποια από τις σκοτεινές προσευχές της το άγγιξε, κι αυτό στάθηκε αρκετό να το γκρεμίσει...
Έτσι συλλογισμένη,  κι ασυλλόγιστα, αφέθηκε να κοιτά το μικρό διαμαντένιο άστρο καθώς, την ώρα που έφερνε νερό στα χέρια να πλύνει το πρόσωπό της, αυτό έλαμψε στη παλάμη της μέσα...

Η λάμψη του της δημιούργησε απρόσμενη οικειότητα…
Τίναξε τα ξανθά της μαλλιά, τα έσπρωξε με τα δάχτυλα πίσω από το αυτί... κι έμεινε να το κοιτά... όπως ένα παιδί που γλυκοξυπνάει με ευτυχία την αυγή, κοιτά τις κουρτίνες που παιχνιδίζουν με το φως στο παράθυρό του μπροστά, σαν ένα αγαπημένο πρόσωπο που του διηγείται ιστορίες...Σε κάποιες από αυτές βλέπει τον εαυτό του, πότε ιππότη κι άλλοτε χαμίνι που αγγίζει το Θεό με τα δάκρυά του...
Κάποιες ιστορίες από αυτές, είναι αληθινές, τις έχει ζήσει… το ξέρει... δεν αναρωτιέται που και πως... Απλά το γνωρίζει….
Και το διαμάντι αυτό ένιωσε από τη πρώτη στιγμή που το είδε, πως είναι δικό της…  ανέκαθεν ήταν...
Έτσι έφτιαξε με αυτό ένα μικρό μενταγιόν, που έλαμπε απαλά πάνω στο λαιμό της... και που, μέσα της, ήξερε πως της έφερνε καλή τύχη...

Εγκαταλείποντας τον κόσμο των ανθρώπων, γυρίζοντας σε μέρη που οι ψυχές και μόνο αυτές κατοικούνε, εκεί που δε ξεχωρίζεις το πριν από το μετά, τον άγγελο από το δαίμονα, γιατί ο πόνος τους ίδιος είναι... κι ο χρόνος άχρηστος... αναζητούσε να μάθει την αιτία του πόνου στα μάτια της..
Ήταν σίγουρος πως ο ουρανός έπαιζε ιδιαίτερο ρόλο στη θλίψη της.
Ίσως εκείνο που έμενε καθώς καθρεφτιζότανε στο υγρό της βλέμμα, εκείνο που υπήρχε πίσω από την ορατή αντανάκλαση.

Ταξίδεψε στα πιο απόμερα άστρα, σε ήλιους μακρινούς ή από καιρό σβησμένους, περπάτησε σχεδόν όλη τη σελήνη, κοιτώντας το βαθυγάλανο που από τη πρώτη ματιά αγάπησε…
Μάζεψε νότες που σκουριάσανε στη μοναξιά τους, αφουγκράστηκε προσευχές που ταξιδεύανε στο άπειρο χωρίς πια σκοπό... και χόρεψε στη μουσική που γεννάνε δυο θνητά κορμιά όταν αγγίζονται με τρόπο που να αποκαλύπτει το αιώνιο... αυτό που ο θάνατος δε το αφορά.
Ταξίδεψε και γύρευε την αλήθεια που την έκανε να πονά...

Κι όταν γέμισε η ψυχή του εικόνες, και γνώση, τα δυο του φτερά μουδιάσανε.. κοπήκανε από τον ώμο.
Κι αυτός έπεσε όπως αστέρι από εκεί ψηλά… μέχρι τον βυθό της…
Κι όλο το φως έγινε σκοτάδι.
Η μουσική σιωπή....,τα χέρια του, χέρια ενός άντρα σαράντα ενός ετών....
Κι η γνώση, πως είχε αγγίξει το αιώνιο, για να χαθεί τώρα στη σιωπή τούτη, τον κατέβαλε κι άρχισε να κλαίει…

Μικρά μαύρα μαργαριτάρια, αντί άστρα, κυλούσαν τώρα από τα μάτια του και χανόντουσαν στο σκοτεινό βυθό.
Η Σελήνη, μαργαριτάρι λευκό, φώτιζε αχνά τα δάκρυα τούτα πριν χαθούνε, θησαυροί που κανείς δε θα βρει ίσως ποτέ, στο βυθό εκείνο… που τόσο αγάπησε.

Στη γη των ανθρώπων, ο χρόνος πάντα κυλά, κι αυτός σα τα δάκρυα... ή παγωμένη σιωπή... που σκεπάζει τα πάντα σα χιόνι.
Και τη νύχτα, τα όνειρα, τους εφιάλτες της απώλειας…, διαδέχθηκε η μέρα...
Ο πρωινός ουρανός, γαλήνεψε τα μάτια του...
Η αντανάκλαση του αιώνιου καθώς σκόρπισε την λάμψη της στα μικρά κύματα, τον ξύπνησε με μια γλυκιά θλίψη.

Την είδε να στέκεται στην ακτή.., έτοιμη να πλύνει το πρόσωπό της...
Τόσο όμορφη... τόσο εύθραυστη... τόσο γλυκιά μες το γήινο κορμί της... και το ουράνιο βλέμμα της...
Κι ευχήθηκε τότε από καρδιάς, να ήταν ένα μικρό διαμαντένιο δάκρυ… που να στόλιζε με το φως της αγάπης του το λαιμό της...

Καθώς φόρεσε το μενταγιόν στο λαιμό, δεμένο με ένα μικρό νήμα, της φάνηκε πως όλα γύρω της είχαν περισσότερο χρώμα...
Ένας μικρός υάκινθος, φυτρωμένος στη σχισμή ενός αιχμηρού βράχου, της έγνεψε πως θέλει να στολίσει τα μαλλιά της… κι εκείνη, το έκανε…
Τη θλίψη της τύλιξε σα χάδι λευκό φως, γεννημένο στα βάθη της ψυχής... 
Η Άνοιξη είχε μόλις έρθει...

1 σχόλιο:

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

Πάντα Άνοιξη να έχεις στην ψυχή

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές