Παπαρούνα στοίχειωσε το δάσος, ανθρώπων με χαμένη τη μιλιά.
Σε ρωγμή φυτρωμένη από πάθος, που τόσο το λάθος αγαπά.
Σκιές, για λίγο αποκτήσαν μνήμη, πριν σβηστούνε πάλι στη βοή.
Ένα τεράστιο ορμητικό ποτάμι, στο κόκκινο της στεκόταν μια στιγμή.
Όνειρα στερεμένα από δάκρυα, οι όχθες που μέσα τους κυλά..
λέξεις που απωλέσαν τ΄όνομά τους ανάμεσα σε νούμερα πολλά.
Φοβήθηκαν οι άρχοντες τη γνώση, τη μνήμη που γεννούσε η καρδιά,
γιατί ο χρόνος τους ήταν χρήμα, και χάναν οι πολίτες τη σειρά.
Φιρμάνι βγάλανε, νόμους κι αστυνόμους, το κόκκινο πως είναι βλαβερό,
κι η παπαρούνα το δίχως άλλο, στοιχείο ήτανε τρομοκρατικό.
Την ξεριζώσανε λοιπόν απ' την ρωγμή της, γκρεμίσανε και το νεοκλασικό
στη θέση του υψώσανε μουσείο με εισιτήριο οικονομικό.
Σε γυάλα βάλαν το λουλούδι, το φόρτωσαν με γράμματα χρυσά.
Φτιάξαν κι ένα όμορφο τραγούδι, και παραμύθια για μικρά παιδιά.
Κι έγινε η παπαρούνα ιστορία... μία ακόμα από τα χρόνια τα παλιά.
Τότε που ήρωες νικούσαν τα θηρία, μόνο με φλόγα, όντα αλλοτινά
από εκείνα που ζουν στα παραμύθια.. μα δεν υπήρξανε ποτέ αληθινά.
Παράξενο όνειρο γιατρέ: μια παπαρούνα... Έχω νοσήσει σίγουρα πολύ...
Η ψυχή μου όλο ταξιδεύει, σε λιβάδι κόκκινο γίνομαι πουλί..
Κι όλο πετώ μα πουθενά δε φτάνω... Κι όταν ξυπνώ πάντα αιμορραγώ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου