Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

23/3/11

Άτιτλο

Ο δρόμος ίδιος τα πρωινά του όλα
είχε ακούσει ιστορίες , βέβαια, πολλές,
και να που τώρα τον έχει στοιχειώσει
η τόλμη που δεν έδειξε εχτές.

«Δεν φταίω», σκεφτόταν λυπημένος
«που το ποτάμι με τράβηξε μακριά..
Σε χίλια δύο πράματα πνιγμένος
δεν ήτανε δική μου η δουλειά».

Όποτε περνούσε στο ίδιο μέρος
θυμότανε εκείνη τη ντροπή.
Κι όταν την είδε, ένιωσε σημάδι
την κόκκινή της εύθραυστη μορφή.

Στεκότανε ανάμεσα στο πλήθος
χωρίς ο χρόνος να την ακουμπά,
στο τοίχο νεοκλασικού γερμένη
κι ο άνεμος τη χόρευε αγκαλιά.

Το κόκκινό της ανέμιζε κεφάλι
και παίρνανε τα σύννεφα φωτιά,
Θα ταίριαζε να ζει σ' ένα λιβάδι
μα σπάρθηκε σ’ ανθρώπων ερημιά.

Φεγγοβολούσε όταν έλαμπε ο ήλιος
του θύμιζε πως ήτανε παιδί,
πάντα σταμάταγε να την κοιτάξει λίγο
κι ας έσπρωχναν ξοπίσω οι πολλοί..

Πως γίνεται να σταματάει ο χρόνος
αναρωτήθηκαν οι διαχειριστές..
Το κόκκινο τους έφερνε τον τρόμο
γιατί ξεχώριζε ανθρώπους και ληστές.

Δυσκολευτήκαν τη συμφορά να βρούνε,
τόσο μικρή, ριζωμένη σε ρωγμή.
Μια παπαρούνα που την άνοιξη ζητούσε
σ’ ανθρώπων τη διψασμένη τη ψυχή.

Την ξερίζωσαν την πετάξανε στο δρόμο,
μα δεν υπολογίσανε καλά..
Το κόκκινό της δεν ήταν τόσο μόνο,
και σκόρπισε παντού και πουθενά..

Σα χάρτινη η πόλη άλλαζε όψη
βαφτήκανε δρόμοι, άνθρωποι, σκαλιά,
τα κτίρια γείραν μουδιασμένα,
φτερούγιζαν οι ψυχές σαν τα πουλιά.

Τρόμαξαν τότε οι άνθρωποι του κέρδους
και κάθισαν και σκέφτηκαν καλά..
Ένα λουλούδι, τώρα σκορπισμένο,
θα ήταν η καινούργια τους γροθιά.

«Περάστε κόσμε, να δείτε το λουλούδι..
που η ματαιότητα το φύτρωσε στη γη..
Αχ νά’ τανε αλήθεια το τραγούδι
Νά' μασταν ήρωες σε άλλη εποχή».

Έτσι μιλώντας τον κόσμο καλούσαν
να δει με εισιτήριο φτηνό, αυτό,
που όλοι σαν όνειρο ποθούσαν
μ' αλίμονο, «δεν είναι αληθινό...»

Ίσως το είδανε σε κάποια ιστορία
σε παραμύθι που γράφτηκε παλιό.
«Ο χρόνος τρέχει, φτάνει η φαντασία,
μην χάνουμε κι άλλο τον ρυθμό...»

Μία λεπίδα άστραψε στον ήλιο
μα στάλα αίμα δεν έπεσε στη γη..
Στοίχειωσε μονάχα τα όνειρά τους
στην ήδη στοιχειωμένη τους ζωή.

Κι εκείνος, που τόσο τη ζητούσε
σε κάθε που περνούσε τη ματιά,
για λίγο σάστισε όταν δε την είδε,
μα ξέχασε κι εκείνος τη φωτιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: