«Μπορώ να συνεχίσω να τους κουβαλώ», συλλογίστηκε, «να ζήσω ακόμα μια μέρα και άλλες
πολλές με τον ίδιο τρόπο, την ίδια ασαφή ως προς το νόημα μεθοδικότητα, ή να
αλλάξω…»
Όταν κάποιος σκέφτεται την αλλαγή, μοιάζει με έναν άνθρωπο που στέκεται μπροστά στη θάλασσα και κοιτά τον ορίζοντα, χωρίς την γνώση ενός χάρτη. Σκέφτεται αν είναι σοφό να περιμένει την άφιξη ενός πλοίου για να ξεκινήσει με αυτό το ταξίδι του, ή αν πρέπει να φτιάξει το δικό του, μία βάρκα έστω, ή , αν η αναμονή είναι τόσο αβάσταχτη γι’ αυτόν ώστε έχει γίνει μανία φυγής, μία σχεδία, ή κι ακόμα να ξανοιχτεί κολυμπώντας, για όσο αντέξει… Όσο πιο αδρανής είναι η ζωή του από φανερούς άμεσους κινδύνους, τόσο δυσκολότερο να είναι άμεση η απόφασή του. Σαν τον καπνιστή, που αγκομαχά και όλο λέει πως θα κόψει το τσιγάρο.. ελπίζει πως θα το κάνει σιγά σιγά και συνήθως δε το κάνει ποτέ, παρά μόνο μετά από κάποιο σοβαρό έμφραγμα ή εγκεφαλικό, όταν δεν έχει τα περιθώρια περισσότερης αναβλητικότητας. Η συνήθεια είναι φριχτό δηλητήριο.
Η ουδετερότητα του καθρέφτη ύστερα από την σκέψη μιας τέτοιας απόφασης ορόσημο, παύει. Κάθε πρωί από εκείνη την μέρα, που ξυπνούσε στο κρεβάτι του, πάσχιζε πολύ να σηκωθεί, λες και ήτανε δεμένος με σχοινιά… Σχοινιά που καταλήγανε στην καρδιά του σαν χίλιες άγκυρες, και κάνανε κάθε κίνηση επώδυνη. Ακόμα και το ανακάτεμα του καφέ, το στρίψιμο του κεφαλιού έξω από το παράθυρο.. Μα το χειρότερο μαρτύριο από όλα, το να κοιτά κατάματα τον εαυτό του. Φευγαλέα έριχνε μια ματιά στην αντανάκλαση, όχι στα μάτια, ίσα να χτενιστεί, να ξυριστεί.. και όλο έλεγε βλέποντας μα οικειοθελώς χωρίς να κοιτά: «θα αλλάξω».
Άλλαξαν τα μαλλιά του χρώμα, το πρόσωπό του έγινε πιο σκοτεινό, πιο ουδέτερο κι από τη φωνή του, που γινότανε ολοένα πιο ατροφική, σα τα χρόνια που δεν έπαψε να κουβαλά … Άχρωμος, αδιάφανος, συνηθισμένος. Ώσπου μοιραία άλλαξε θέση με την σκιά του, και ήτανε οι νεκροί εκείνοι που τον σέρνανε… κι εκείνος η δική τους σκιά.
Όταν κάποιος σκέφτεται την αλλαγή, μοιάζει με έναν άνθρωπο που στέκεται μπροστά στη θάλασσα και κοιτά τον ορίζοντα, χωρίς την γνώση ενός χάρτη. Σκέφτεται αν είναι σοφό να περιμένει την άφιξη ενός πλοίου για να ξεκινήσει με αυτό το ταξίδι του, ή αν πρέπει να φτιάξει το δικό του, μία βάρκα έστω, ή , αν η αναμονή είναι τόσο αβάσταχτη γι’ αυτόν ώστε έχει γίνει μανία φυγής, μία σχεδία, ή κι ακόμα να ξανοιχτεί κολυμπώντας, για όσο αντέξει… Όσο πιο αδρανής είναι η ζωή του από φανερούς άμεσους κινδύνους, τόσο δυσκολότερο να είναι άμεση η απόφασή του. Σαν τον καπνιστή, που αγκομαχά και όλο λέει πως θα κόψει το τσιγάρο.. ελπίζει πως θα το κάνει σιγά σιγά και συνήθως δε το κάνει ποτέ, παρά μόνο μετά από κάποιο σοβαρό έμφραγμα ή εγκεφαλικό, όταν δεν έχει τα περιθώρια περισσότερης αναβλητικότητας. Η συνήθεια είναι φριχτό δηλητήριο.
Η ουδετερότητα του καθρέφτη ύστερα από την σκέψη μιας τέτοιας απόφασης ορόσημο, παύει. Κάθε πρωί από εκείνη την μέρα, που ξυπνούσε στο κρεβάτι του, πάσχιζε πολύ να σηκωθεί, λες και ήτανε δεμένος με σχοινιά… Σχοινιά που καταλήγανε στην καρδιά του σαν χίλιες άγκυρες, και κάνανε κάθε κίνηση επώδυνη. Ακόμα και το ανακάτεμα του καφέ, το στρίψιμο του κεφαλιού έξω από το παράθυρο.. Μα το χειρότερο μαρτύριο από όλα, το να κοιτά κατάματα τον εαυτό του. Φευγαλέα έριχνε μια ματιά στην αντανάκλαση, όχι στα μάτια, ίσα να χτενιστεί, να ξυριστεί.. και όλο έλεγε βλέποντας μα οικειοθελώς χωρίς να κοιτά: «θα αλλάξω».
Άλλαξαν τα μαλλιά του χρώμα, το πρόσωπό του έγινε πιο σκοτεινό, πιο ουδέτερο κι από τη φωνή του, που γινότανε ολοένα πιο ατροφική, σα τα χρόνια που δεν έπαψε να κουβαλά … Άχρωμος, αδιάφανος, συνηθισμένος. Ώσπου μοιραία άλλαξε θέση με την σκιά του, και ήτανε οι νεκροί εκείνοι που τον σέρνανε… κι εκείνος η δική τους σκιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου