Οι μέρες σα τρυποκάρυδος σκάβανε όλο βαθύτερα στη καρδιά της Οι
νύχτες ωστόσο ήταν χειρότερες· σκάβανε σα τρωκτικό. Δαγκώνανε τα
σωθικά, κομματιάζανε τα πιστεύω της... Την κάνανε να κλαίει, κρυφά, μη
το καταλάβουνε τα παιδιά, οι γονείς, ο σύζυγος, κι ύστερα θα έπρεπε να
εξηγεί.. Να εξηγήσει τι, που δε γνώριζε και η ίδια τι συνέβαινε, γιατί
ήτανε τόσο δυστυχισμένη.... Γιατί;
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο
θύτης ερωτεύεται το θύμα. Ιδίως, όταν ο θύτης είναι γέννημα του ίδιου
του θύματος. Έτσι και το μικρό τρωκτικό, αγάπησε τη γυναίκα που τόσο
αφοσιωμένα πια, βασάνιζε κάθε βράδυ. Στην αρχή ήτανε απλώς όνειρο,
έπειτα έγινε σκέψη, φαντασίωση, εμμονή. Κάθε νύχτα τυλιγμένη αόρατα
δάκρυα, όταν όλα τα φώτα σβήνανε, ταξίδευε προς μία αθέατη Πανσέληνο,
ζωγραφισμένη από χρυσό κι ασήμι πάνω στα πελώρια κύματα της ζωής της..
Στάζανε τα δάκρυα στα κύματα κι εκείνα για λίγο χαμηλώνανε φτιάχνοντας
γεφύρι από σπασμένους καθρέφτες τ’ ουρανού και νεκρά άστρα. Τότε βάδιζε
ξυπόλητη ώσπου με ματωμένα τα πόδια έφτανε σε μια ολόφωτη από τη
Πανσέληνο πίστα, στη μέση του πουθενά. Τρεμούλιαζε η καρδιά, από δειλία
και το ψύχος, μα τότε ερχόταν εκείνος, απαλά της έπιανε την παλάμη και
της ζητούσε να χορέψουνε. Άναβε ο ουρανός όλα τα άστρα, σκοτείνιαζε
απαλά η σελήνη κι η τρυφερή μελωδία ενός ταγκό, νανούριζε κάθε πόνο,
καθώς ακουμπούσε την καρδιά του..
Κάθε πρωί της έλειπε όλο και πιο
πολύ εκείνος ο άγνωστος.. και κάθε βράδυ, ένα δάκρυ ολοένα πικρότερο,
άνοιγε δρόμους στα κύματα να τον ανταμώσει σε μια Πανσέληνο πλασμένη
από την βαθύτερή της ανάγκη να Υπάρξει.. να υπάρξει σα γυναίκα, σαν
άνθρωπος που έχει ανάγκη να αγαπηθεί και να αγαπήσει.. Αν το πίστευε με
ειλικρίνεια πως αυτό μπορεί να συμβεί, η αθέατη πανσέληνος ίσως να μην
είχε υπάρξει ποτέ.. κάθε νύχτα μεγάλωνε το φωτεινό στεφάνι να χωρά τη
παγερή της μοναξιά.
Χαράματα.. κι έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού,
ματώνοντας τα πόδια ακόμη μια φορά στο μοναχικό ολόδικό της μονοπάτι,
ακροπατώντας μη ξυπνήσει κάποιος… βαστώντας την ανάσα και τον
ενθουσιασμό βαθιά στα στήθη, κρυφά, σα παιδί που φοβάται το μάλωμα
επειδή αμέλησε το διάβασμα για να παίξει, να κοιμηθεί, να ονειρευτεί…
Και τότε έγινε το κακό… Κάποιος άναψε το φως, και το μονοπάτι σκόρπισε
στα αφρισμένα φτερωτά της θάλασσας που τρομάξανε… Το αγαπούσε το μπλε
της θάλασσας.. κι η θάλασσα την αγαπούσε, την είχε κόρη, υπό την
προστασία της. Ήξερε να της μιλά, να τη παρηγορεί.. να την κρατά στην
αγκαλιά της όταν άλλη αγκαλιά δεν υπήρχε… Μα αυτό που της αποκαλύφθηκε
κάτω απ’ τίς φτερούγες των κυμάτων ήτανε άγριο και σκοτεινό, ξεπερνώντας
τις αντοχές της… Άρχισε να πνίγεται, αδύνατο ν’ ανασάνει.. Τα μάτια
της πλημυρίσανε τρόμο.. Κούναγε απέλπιδα πόδια και χέρια χωρίς νόημα,
χωρίς σκοπό.. Κι έπειτα εντελώς ξαφνικά, αφέθηκε να βουλιάζει σε μια
αδιάφορη άβυσσο. «Η ζωή μου!» , πρόλαβε να σκεφτεί.. ύστερα σιωπή στις
σκέψεις της.. Μόνο η ψυχή της θρηνούσε, χωρίς θρόισμα, χωρίς ίχνος πως
θρηνεί, την αιχμαλωσία της.
«Πόσο καιρό υπνοβατούσε; Γνωρίζετε;»…
« Την είχα δει άλλες δυο φορές… δεν της είπα τίποτα, μη τρομάξει…
Τρομάζει εύκολα όταν κάτι αφορά την υγεία της. Έμενα άυπνος να την
κοιτώ, να σιγουρευτώ πως όλα είναι εντάξει.. Στριφογυρνούσε στο σαλόνι,
χαμογελώντας… Κι εγώ την καμάρωνα, γιατί σπάνια την είχα δει στα τόσα
χρόνια να χαμογελάει τόσο ανέμελα, τόσο ευτυχισμένα!.. Αυτό ήταν
περίπου πριν τρεις μήνες..»
«Η σύζυγός σας, δεν πάσχει από κάτι
οργανικό… όλα φαίνονται φυσιολογικά.. Άγνωστο γιατί δεν αντιδρά… ούτε
καν συσπά τα βλέφαρά της, δεν ονειρεύεται. Όμως όλα λειτουργούνε σωστά..
Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, να περιμένουμε.»
Πόσο γλυκιά
σήμερα, πόσο όμορφη! Απολάμβανε τα γαλαζοπράσινα νερά που τα χρωματίζανε
τα πεύκα κι ο ουρανός. Πως έλαμπε η άμμος στ’ άγγιγμά της!... Κι ο
άνεμος, με ελαφριά ταραχή ερωτοτροπούσε απαλά με την αιώνια ψυχή της…
Πόσο απέραντη αυτή η ομορφιά, πόσο πλανεύτρα! Έτσι ξεγέλασε την
αγαπημένη του και του έκλεψε τη ζωή , παρασέρνοντάς την όλο βαθύτερα ,
ώσπου αποφάσισε να την κρατήσει δική της.. Την επέστρεψε δίχως ψυχή…
δίχως πνοή.. χωρίς ορίζοντα στα μάτια. Κράτησε τη ψυχή της κι επέστρεψε
ένα άδειο κορμί.. Κι ήτανε τόσο όμορφα τα μαλλιά της ακόμα, όπως τα
στεφανώνανε τα φύκια, τόσο άσπρη η επιδερμίδα της… Τόσο άδικος ο χαμός
της!..
Από τότε τη μίσησε. Ήτανε φορές που με το καΐκι του αγνοούσε
τον κακό καιρό, τον δαίμονα μέσα της.. Δεν τον προκαλούσε απλώς,
σχεδόν τον παρακαλούσε.. Λες κι η ψυχή του θα έβρισκε το λυτρωμό αν είχε
το ίδιο τέλος μ’ εκείνη.. Ας σμίγανε πάλι, έστω και κάτω από τα
κύματα… αν ήτανε μαζί, τι νόημα θα είχε να ελπίζει σ’ έναν άλλο
παράδεισο; Ποιο νόημα να έχει χέρια, στήθος, πνοή, όταν η αγκαλιά του
αδειανή; Τέτοια ζωή αβάσταχτη..
Εντάξει, δεν την γνώριζε δα όλη
του ζωή …. Τρία χρόνια μόνο… Τόσο τον αξίωσε ο Θεός.. Τρία χρόνια που
αλλάξανε τη ζωή του και του αποκαλύψανε το λόγο που πλάστηκε ο κόσμος:
μόνο για να γεννηθεί Εκείνη. Ευλογημένος που τη γνώρισε και μοιράστηκε
μαζί της, για όσο, τη ζωή... Γιατί ο κόσμος υπάρχει ακόμα;… Οι μέρες
και οι νύχτες… Πως αντέχουν τ’ άστρα ν’ ανάβουνε κάθε βράδυ, έτσι όπως
ορφάνεψαν από το βλέμμα της; Με ποια δύναμη ο ήλιος καταφέρνει να
σέρνεται ως την ανατολή.. ; … Κι εκείνος; Γιατί αναπνέει; Τέτοιες
ήταν οι στιγμές, αβάσταχτες, όπου αγνοούσε τη φουρτούνα και τον άνεμο,
και χωρίς ίχνος φόβου ανοιγότανε μεσοπέλαγα… Αυτός ο Θεός κι η
θάλασσα…. Περιφρονώντας την δύναμη και των δυονών…
Η Πανσέληνος
έμπαινε στο δωμάτιο, από το μικρό παράθυρο που δεν είχε κουρτίνα,
φωτίζοντάς το απ’ άκρη σ’ άκρη… μαζί και τις σκέψεις του.. Εικόνες τον
επισκέφτηκαν από Πανσέληνους άλλες και δεν λογάριαζε πια να κοιμηθεί
μη σωπάσουν.. και του μείνει μόνο ο πόνος συντροφιά. Τούτες οι μνήμες,
είχαν το άρωμά της, το φως από το χαμόγελό της, την γλυκύτητα των
τρόπων της… Ο άνεμος τράνταζε την εξώπορτα… που ήτανε κι η μοναδική
πόρτα του σπιτιού του, μιας κι επέλεξε από όταν συνέβη το ατυχές
γεγονός, να μη μείνει στο σπίτι που ετοιμάζανε για να ζήσουνε, αλλά σε
ένα άλλο, που είχε παλαιότερα ένας θείος του, δίπλα στη θάλασσα,
χτισμένο πάνω στο πλάτωμα ενός βράχου.. Πιο πολύ παράγκα ήτανε, παρά
σπίτι.. Δεν ήθελε να κατοικεί μονάχος στο σπίτι τους. Μα η Πανσέληνος
που τόσες φορές κοιτάζανε μαζί, ήρθε και τον βρήκε, φέρνοντάς του
εκείνην… Καθώς στριφογύριζε το δωμάτιο γινότανε όλο και πιο μικρό. Δεν
τον χωρούσε πια.. Έτσι φόρεσε τα ρούχα, τις γαλότσες, το αντιανεμικό,
και κίνησε για το καΐκι του… Έλυσε τα σχοινιά, κι έβαλε ρότα για το
φεγγάρι… Δεν άργησε να ευθυγραμμιστεί με το φωτεινό του μονοπάτι..
Χαμήλωσε τη μηχανή κι αφέθηκε να το ακολουθεί… Κάπου κάπου, του
φαινότανε σα να έβλεπε εκεί που έσβηνε το φως, τη σιλουέτα μιας
γυναίκας που χορεύει.. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία.. Τα κάνει τέτοια
τερτίπια η θάλασσα τη νύχτα… Ένα μικρό σύννεφο, μια σκιά… σε ξεγελά και
σου φανερώνει εκείνα που ίσως, θα ήθελες να δεις… Μα σύντομα άρχισε να
αναρωτιέται αν κοιμότανε… και το ταξίδι του λάμβανε χώρο σε ένα
όνειρο.. Γιατί όσο περνούσε η ώρα έβλεπε τη γυναίκα καθαρότερα,
ξεχώριζε πια τη μορφή της, τα μαλλιά … απολάμβανε το ρυθμό του κορμιού
της, και σχεδόν άκουγε τη μελωδία… Το θεώρησε της μοίρας του αυτό το
μονοπάτι και συνέχισε να προχωρά .. Σχεδόν την έφθασε, χόρευε πια
μπροστά στην καρίνα …. Έστριψε προσεχτικά το τιμόνι, να τη πλευρίσει..
Να δει από κοντά αυτό το αλλόκοτο θαύμα, τούτο το μυστηριώδες πλάσμα
της θάλασσας… και τότε την έχασε.. Σαν να μην υπήρχε ποτέ, σα να τον
γελούσανε τόση ώρα τα μάτια του, εκείνη, δεν ήτανε πια εκεί. Σώπασε τη
μηχανή.. σταμάτησε.. κι αφέθηκε στο κύμα να τον ορίζει… Βγήκε από τη
καμπίνα, και γονατίζοντας στα ξύλινα σανίδια, έσκυψε και κοίταξε στα
κύματα και τότε την είδε πάλι! Να προσπαθεί απέλπιδα να ανέβει στη
επιφάνεια.. Να κουνά τα χέρια κοιτώντας τον κατάματα.. φωνάζοντας βουβά:
«Σώσε με!»… Ήταν αντικριστά του… δε το σκέφτηκε.. έβγαλε τις
γαλότσες και πήδηξε στο νερό.. Άπλωσε τα χέρια του να την πιάσει… Μα
εκείνη όλο και βούλιαζε.. Βούλιαξε μαζί της, μη την χάσει. Σχεδόν την
τύλιξε με τα χέρια… μα τα χέρια του δεν σφίξανε τίποτα.. Εκείνη, σα να
μην ήτανε ποτέ εκεί… Έκανε αγωνιώδη προσπάθειες να τη βρει, ψάχνοντας
ξανά και ξανά.. μα τίποτα. Ειδοποίησε την ακτοφυλακή… Τα λόγια του,
ακουστήκανε λόγια μεθυσμένου.. Πανσέληνος.. αναμνήσεις.. και πόνος.
Κακός συνδυασμός για την λογική. Επειδή όμως γνωρίζανε πως είναι
έμπειρος ναυτικός, ψάξανε ακολουθώντας τα θαλάσσια ρεύματα για αρκετές
ώρες.. Κι εκείνος έμεινε ν’ αναρωτιέται, αν στ’ αλήθεια την είδε ή το
μυαλό του άρχισε να του φτιάχνει παιχνίδια…
Τον επόμενο καιρό
δεν κατάφερνε να ξεχάσει όσα είδε. Έκλεινε τα βλέφαρα κι έβλεπε τα
γεμάτα αγωνία μάτια της να τον κοιτάζουν ορθάνοιχτα.. άκουγε ακόμα και
την κραυγή της, «Σώσε με!!!»… Όλο πιο έντονα όλο πιο συχνά τον κυρίευε
η απελπισία της άγνωστης γυναίκας. Πέρασε κι άλλες φορές από εκείνο το
σημείο με το καΐκι, ποτέ όμως νύχτα… Νύχτα το απόφευγε. Ίσως
υποσυνείδητα να είχε πιστέψει πως η γυναίκα ήτανε, αν υπήρξε, στοιχειό
της θάλασσας. Το φάντασμα κάποιας αδικοχαμένης ψυχής… Κι αν ήταν έτσι,
αν τον κρατούσε εκείνη η άγνωστη στην αγκαλιά της, τότε πως θα έβρισκε
τη δική του αγαπημένη; Την θάλασσα δε την φοβότανε, ούτε τον χαμό. Αυτό
όμως, τον τρόμαζε. Μα και πάλι, αδύνατο ν’ αγνοήσει αυτά τα μάτια και
αυτή την κραυγή: «Σώσε με!..»
«Ασήμωσε να σου πω την μοίρα
σου.. Είσαι καλός άνθρωπος, μα κάποιος έχει βάλει κακό στο νου για
σένα! Ασήμωσε και θα σου ποιος και πως να φυλαχτείς… »… Όσες φορές κι αν
ακούσεις τις γύφτισσες, τα ίδια θα λένε.. Κι αν είναι καμιά κοπέλα, θα
της τάξουνε και μια καλή τύχη.. Πιάνανε ένα τόπο, το σαρώνανε με
ζητιανιά και κλεψιά, σκαρφιζόντουσαν χίλιους τρόπους να γδύσουν τον
κόσμο.. Κι ύστερα όπως εμφανιστήκανε, έτσι ξαφνικά και φεύγανε. Σ’
εκείνον, με το σκαμμένο απ’ τον ήλιο, τον αέρα και το αλάτι πρόσωπο,
δεν πηγαίνανε. Έμοιαζε άγριος, μα πιο πολύ από άγριος παράξενος. Τον
προσπερνούσανε σα να μην ήταν εκεί, προτιμώντας τους υπόλοιπους θαμώνες
του καφενείου. Εκείνη η νεαρή κοπέλα όμως, ήρθε και στάθηκε μπροστά του
παρατηρώντας τον με το αλλόκοσμο βλέμμα της. Δεν έμοιαζε γύφτισσα,
ήτανε ξανθιά με κατακόκκινο από τον ήλιο δέρμα, γεμάτο φακίδες… Φορούσε
ένα πολύχρωμο μακρύ φουστάνι, κι έτσι όπως πέρναγε εμπρός του, στάθηκε,
γύρισε, κι έμεινε να τον κοιτάζει για λίγο, πριν πει: «δως μου το χέρι
σου»… Τα μεγάλα της μελιά αμυγδαλωτά μάτια, τον ζέσταναν. Άφησε τη
παλάμη του πάνω στη δική της.. Κι εκείνη, χάιδεψε αργά, σχεδόν ερωτικά
το ροζιασμένο χέρι με τα ακροδάχτυλά της.. Έπαιζε. Άλλωστε παρά την
παραμελημένη κι άγρια όψη του ήταν ωραίος άντρας. Κι ενώ μελετούσε
χωρίς αληθινά να μελετά την παλάμη, κάτι είδε.. πάγωσε.. Το ένιωσε στο
αίμα της όπως τον άγγιζε. « Να προσέχεις! … Ζεις ανάμεσα σε δυο κόσμους.
Σου στέλνει κάποια… ζει και αυτή σε δυο κόσμους… Αν τη βοηθήσεις θα
σωθείτε κι οι δυο από μεγάλο μαρτύριο…» .., «Ποιος τη στέλνει; Ποια;» … Η
κοπέλα σήκωσε τα μάτια της, τον κοίταξε.. «Δεν ξέρω!» είπε βιαστικά,
και τραβώντας τη παλάμη της έφυγε όσο γρηγορότερα μπορούσε μη
περιμένοντας ούτε τ’ ασήμωμα.. Το περιστατικό αυτό τον έβαλε σε νέες
σκέψεις. Ίσως τη γυναίκα στα όνειρά του να την έστειλε η αγαπημένη
του.. Ίσως είχε κάποιο μήνυμα να του δώσει.. Το σίγουρο ήτανε έτοιμος
πλέον, να ξαναπάει … ακολουθώντας στον κατάλληλο καιρό, πάλι το μονοπάτι
του φεγγαριού… Ένα ταξίδι, που ωστόσο, δεν έμελλε να γίνει ποτέ..
Πλησίαζε Δεκέμβρης… Ο θάνατος φτερούγιζε στον αέρα… του έτρωγε τα
σωθικά… Οι πρώτες νιφάδες τον βυθίσανε σε μεγαλύτερη κατάθλιψη. Δεν
είχε δύναμη να δει κανένα.. και κανένας δεν τον είχε δει μέρες τώρα…
ούτε η θάλασσα. Απέφευγε να βγει από το σπίτι… Έτρωγε μετά βίας…
ξάπλωνε… σηκωνότανε... στριφογύριζε σαν αγρίμι στο κλουβί. Τα σύννεφα
είχανε καλύψει τον ουρανό, κι ο αέρας παγωμένος με πολλά μποφόρ…
Απαγορευτικός. Σα να μην έφτανε αυτό, είχε έλθει από την θάλασσα πυκνή
ομίχλη κι η ορατότητα μηδενική… Το ραδιόφωνο απέκλειε σύντομη
μεταβολή του καιρού. Η εστία έκαιγε ασταμάτητα.. Τότε άκουσε χτύπο
στην πόρτα.. στην αρχή δεν έδωσε σημασία, φαντάστηκε πως είναι ο βοριάς.
Η πόρτα ξαναχτύπησε.. παραξενεμένος ποιος να ήτανε με τέτοιο κρύο,
σηκώθηκε από το τζάκι και προχώρησε επιφυλακτικά προς την πόρτα.. «Ποιος
είναι;» φώναξε δυνατά, μα απόκριση δεν πήρε. Άνοιξε την πόρτα και η
ομίχλη γλίστρησε μέσα στο καλύβι.. Μόνο η βοή του ανέμου.. Κανείς…
Αμπάρωσε τη πόρτα και στράφηκε να κινηθεί προς τη φωτιά… στο πάτωμα
υγρές πατημασιές… σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε ολόγυρα μα τίποτα… Τα
έβαλε πάλι με το μυαλό του, αγνόησε το γεγονός και ξανακάθισε στο τζάκι.
Στις άκρες της εστίας η στάχτη σχημάτιζε ένα παχύ στρώμα.. Δεν είχε
ασχοληθεί να την αδειάσει… Επάνω στη στάχτη, με έκπληξη είδε γραμμένο
ένα όνομα… ένα όνομα που γνώριζε καλά: «Ασημίνα». Έτσι λέγανε την
αγαπημένη του…. Τινάχτηκε πάνω, κοίταξε πάλι ολόγυρα.. τίποτα.. αλλά τα
νωπά ίχνη ήταν ακόμα εκεί… Ίσως ήτανε κι η ίδια εκεί μαζί του…. μα όσο
κι αν έψαξε για κάποιο σημάδι, δε βρήκε… Ξημερώματα πια, αποκαμωμένος,
ξάπλωσε και κοιμήθηκε….
Δυο γυναίκες στεκόντουσαν πάνω από το
κεφάλι του όταν άνοιξε τα μάτια.. Η μια ήταν η Ασημίνα.. Η άλλη ήταν η
γυναίκα που είχε δει να χορεύει στη πανσέληνο εκείνο το βράδυ και που
ύστερα χάθηκε… Πόσο ήρεμα τα μάτια της τώρα… Χαμογελούσανε … Μυρωδιά
φρεσκοψημένου καφέ στον αέρα! Και το παράθυρο γεμάτο χιόνι… Η Μίνα
κάθισε πιο κοντά του, κι έγειρε πάνω του κρατώντας τον αγκαλιά....
Δάκρυσε από χαρά! Η άλλη γυναίκα αμίλητη, τους κοιτούσε χαμογελώντας…
Δεν είχε νου για συστάσεις.. Του αρκούσε που κρατούσε την αγαπημένη του
αγκαλιά… Όλα όσα ήθελε, είχε ανάγκη, ήθελε να γνωρίζει, ήτανε μέσα σε
αυτή την αγκαλιά! Ύστερα η ξένη γυναίκα σηκώθηκε όρθια… ακούμπησε το
χέρι της πάνω στον δεξί ώμο της Μίνας… κι αυτή, με μια αργόσυρτη ανάσα,
έλυσε τα χέρια της απ’ το κορμί του, έπιασε τα δικά του, και μέσα τους
ακούμπησε ένα μικρό διπλωμένο χαρτί.. έσκυψε στο αυτί και του ψιθύρισε…
« τη λένε Ζωή!». Κι ύστερα, σα να φύσηξε ο άνεμος και να τις πήρε
εξαφανιστήκανε και οι δυο… Τινάχτηκε όρθιος, έτρεμε και η καρδιά του
κόντευε να σπάσει… Κανείς!.. πάλι μόνος του… ένα όνειρο ήταν μόνο.. το
μπρίκι άδειο… Κανείς…
Τότε συνειδητοποίησε πως στη σφιγμένη
παλάμη του, κρατούσε ακόμα το χαρτί. Το σοκ μεγάλο… ξεδίπλωσε αργά το
χαρτί.. μέσα του διπλωμένο ένα άσπρο φτερό.. δυο λέξεις.. «Βρες με» …..
κάθισε στο κρεβάτι και κοίταζε μια τις λέξεις στο χαρτί μια το φτερό..
«Τη λένε Ζωή», ψιθύρισε…. Και το χέρι του έτρεμε..
Τώρα είχε ένα
φτερό, κι ένα όνομα.. Κι ήτανε κι η Ασημίνα στη μέση… Τι σχέση είχαν
όλα αυτά μεταξύ τους; Τι σχέση είχε αυτός ή η Ασημίνα με τη Ζωή; Τι
σημαίνει το φτερό; Να ψάξει.. να ψάξει που; Πως; .. Το κεφάλι του
κόντευε να εκραγεί, μα από την άλλη, όλη του η μελαγχολία είχε
εξαφανιστεί μέσα σ’ εκείνη την αγκαλιά όπως το χιόνι λιώνει στη φωτιά.
Το κορμί του γέμισε πάλι δύναμη, το μυαλό άρχιζε πάλι να λειτουργεί…
Έφτιαξε ένα καφέ, καθώς προσπαθούσε να σκεφτεί από πού να αρχίσει… Η
γυναίκα αυτή πνίγηκε άραγε όπως η Ασημίνα και δεν έχει βρεθεί η σωρός
της; Ανέσυρε από τη μνήμη του όλη τη σκηνή που έζησε όταν την
πρωτοείδε…. Μα δε κατέληγε πουθενά…
Την περισυλλογή του έσχισε ο
πένθιμος ήχος της καμπάνας.. .. σε ένα μικρό νησί, όλοι γνωρίζονται
μεταξύ τους… Αποφάσισε να βγει στην πλατεία του χωριού να ακούσει τι
συνέβη… Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα, αν δεν είχε αέρα θα το έστρωνε και
στα βράχια της Θάλασσας… Στο λιθόστρωτο μονοπάτι, περνούσανε δυο
γυναίκες.. Τις άκουσε.. Μιλάγανε δυνατά για να νικήσει η φωνή τους τον
άνεμο. Λέγανε για μια γυναίκα που βρέθηκε νεκρή, θαμμένη βαθιά στην
άμμο… «Η Θάλασσα την ξέθαψε, κι ευτυχώς, πριν την τραβήξει μέσα της,
την βρήκε ο Ψαραντώνης, που με άλλους δυο πηγαίνανε για να τραβήξουν
στη στεριά τη βάρκα τους, μην την βουλιάξει ο αγέρας.. ούτε που
καταλάβανε στην αρχή πως ήταν άνθρωπος…» …. «Έγκλημα δηλαδή;» …. «Αν δεν
ήτανε φόνος γιατί να τη θάψει; Είπανε πως ήταν εκεί πάνω από δυο
μήνες… » …. «Την καημένη.. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχούλα της.
Μάθανε ποια είναι; …» … «Δεν άκουσα κάτι..»
Για να φτάσει στη
χώρα, περνούσε αναγκαστικά από τον μικρό λιμένα… εκεί δένει κι ο
Ψαραντώνης την βάρκα του. Κάπου εκεί λοιπόν τη βρήκανε, κοντά στο
καΐκι… Κι όντως, είδε από μακριά μαζεμένο κόσμο… Άκουγε διάφορα σκόρπια
λόγια… Τότε είδε πως έλειπε το καΐκι του…. Το πήρε μέσα η θάλασσα;
Όχι, οι κάβοι ήτανε λυμένοι.. Το καΐκι κάποιος το πήρε… Μα πριν
τελειώσει τον συλλογισμό του, άκουσε που συζητούσανε με γυρισμένη την
πλάτη στη θάλασσα.. «Μαζέψανε οι λιμενικοί το καΐκι του Θωμά, βρέθηκε
προσαραγμένο στον όρμο που έβγαλε η θάλασσα τη Μίνα…» .. «Κι ο Θωμάς;»
.. «Ο Θωμάς αγνοείται»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου