«μαγεία είναι, οτιδήποτε αγαπάς… ο τρόπος της αγάπης το αλλάζει, το κάνει
ομορφότερο, δυνατότερο…»
«Κι η φαντασία; Δεν είναι μαγική η φαντασία;»
«Μικρούλα μου, η φαντασία είναι απλώς φαντασία.. μαγική μπορεί να είναι μόνο η πραγματικότητα, μόνο ότι γίνεται να υπάρξει και μέσα του να χαθείς.. να το ζήσεις!»
Κουβέντες μιας άλλης εποχής, παιδούλα ήτανε τότε, με τη γιαγιά της… Καθώς η μάνα της την εγκατέλειψε για να ζήσει αβίαστα το μεγάλο της έρωτα, αλλά και για να απαλλαγεί από το φορτίο να μεγαλώσει ένα παιδί που αμφίβολο αν μπορούσε ποτέ να σταθεί μόνο στα πόδια του, η γιαγιά της υπήρξε ο μόνος γονιός αλλά και η μόνη πραγματική της φίλη. Μετά το θάνατό της, η πραγματικότητα στην οποία βρέθηκε έγινε τόπος αφιλόξενος, κι εχθρικά θλιβερός. Χωρίς να το καταλάβει, άρχισε να φτιάχνει τη δική της πραγματικότητα και να κλείνεται όλο και περισσότερο μέσα της, για να ζήσει! Τα πιο όμορφα που είχε γνωρίσει και όσα ήθελε να γνωρίσει, υπήρχανε σε αυτό τον κατάδικό της κόσμο.. Κρυστάλλινα νερά από ένα ρυάκι που βούταγε τα χέρια της μικρή, όταν η γιαγιά της την πήγαινε τα καλοκαίρια στα πατρικά της εδάφη.. στην αντίπερα όχθη του , που ήτανε σκεπασμένη από πυκνή βλάστηση, βρίσκανε καταφύγιο βάτραχοι και πουλιά, δίνοντας μία ιδιότυπη συναυλία. Τεράστιοι θησαυροί κρυμμένοι σε μικρά βότσαλα.. Η γιαγιά της γνώριζε τα πετρώματα, και τα είχε διδαχτεί καλά… Πόσα χιλιάδες χρόνια, πόσα διαφορετικά υλικά από της αρχή της ύπαρξης του κόσμου, για να φτάσει σ’ εκείνη ένα μικρό κομμάτι πετρώματος… Κάποια από αυτά ήτανε οργανική ύλη.. μέρος ενός πλάσματος που διψούσε, πεινούσε, που όπως όλοι αγαπούσε τη ζωή, και φοβότανε το θάνατο… Τόσο ασήμαντα όλα και μαζί τόσο σημαντικά.. Η ασημαντότητα σε όλες της εκφάνσεις, είναι ότι πιο αιώνιο και πολύτιμο μπορεί κανείς να κατέχει ή να είναι ποτέ. Όπως μια τόση δα στιγμούλα, μικρότερη κι από τη στιγμή που ένα βότσαλο που κάποιος εξφενδόνισε, αγγίζει το νερό και ξεκινά να βυθίζεται στη λίμνη.
«Είμαστε ένα πολύχρωμο παζλ» σκεφτότανε, «από πετραδάκια, ήχους, αγγίγματα.. από διάφανες σιωπές και πολύχρωμα δάκρυα που μέσα τους κοιμούνται κι ονειρεύονται ουράνια τόξα… είμαστε το σύννεφο που ταξιδεύει και η βροχή ή το χιόνι ή το χαλάζι που σκορπά ο άνεμος.. και που με τη σειρά τους θα ξεδιψάσουνε τον πόθο για ζωή… Μα πιο πολύ, είμαστε, είμαι, όσο μπορεί να είναι κάποιος κάτι περισσότερο από τη λάμψη που αντανακλάται στο νερό ή το μέταλλο, ή τη πέτρα, ή το λευκό οστό ακόμη, είμαι, ταξίδι.»
Το αναπηρικό της καροτσάκι, ήταν εκεί για να ξεγελά τους άλλους.. τους υποκριτές που πιστεύουνε πως όλα έχουνε την ανατομία μιας πεπερασμένης εξήγησης. Πριν κάποια χρόνια, οι ίδιοι θα λέγανε πως η γη είναι επίπεδη, κι αν τώρα δέχονται πως είναι στρογγυλή και η γη είναι ένα ουράνιο σώμα όπως τόσα και τόσα άλλα, είναι μονάχα γιατί το διδαχτήκανε. Τα όριά τους, σταματάνε στο φόβο να αναμετρηθεί το πεπερασμένο τους γνωστό με ό,τι δε γνωρίζουνε, δε φαντάζονται, δε μάθανε ότι υπάρχει. Αν είναι δυνατό, να έχουνε τα θαύματα όρια, να έχει όριο η ζωή.
Το σωματάκι της ήτανε αδύναμο πια, ένα ζωντανό λείψανο… οι νοσηλευτές, δεν βρίσκανε τρόπο να κάμψουνε την όλο και πιο παρατεταμένη αποχή της από το φαγητό και τη συμμέτοχή της στα κοινά. Παρατηρούσανε με έκπληξη την ευτυχία που συχνά στόλιζε σα φωτοστέφανο το πρόσωπό της, αδυνατώντας να το εξηγήσουνε με κοινή λογική.
Η ευτυχία της Ευτυχίας, γιατί έτσι λεγότανε το κορίτσι, έμελλε σύντομα να τραυματιστεί ανεπανόρθωτα. Ο πόλεμος έφτασε σε μια στιγμή, έξω από τη λίθινη πόρτα της και τη βομβάρδισε… Τα ματάκια της ανοίξανε έντρομα, κοιτώντας όλες αυτές τις ψυχές ολόγυρά της να φτερουγίζουνε τρομαγμένες, μη βρίσκοντας τρόπο ή τόπο να πετάξουνε, με φτερά σπασμένα ακόμη ή και χωρίς καθόλου φτερά… Η πραγματικότητά της και η πραγματικότητα του κόσμου, σμίξανε. Κι αν μπορούσε να ανεχτεί τη δική της δίψα, πείνα, να καταλαγιάσει το δικό της φόβο, δε μπορούσε ωστόσο να κάνει το ίδιο για όσους κοίταγε γύρω της. Τα παιδιά, τα νεαρά κορίτσια κι αγόρια, τη Λουΐζα, την σκυλίτσα που είδε σακατεμένη… Θα ήθελε να τους φωνάξει, να τους πει «ελάτε δω, ελάτε να κρυφτείτε στον κόσμο μου, ώσπου ο κόσμος να γίνει πάλι δικός σας!».. Μα αυτός ο κόσμος, φτιάχτηκε μόνο για κείνη και μόνο εκείνη μπορούσε να δει… Πως να προσκαλέσεις κάποιον σε ένα μέρος που γι’ αυτόν δεν υπάρχει; Έτσι η Ευτυχία διάβηκε τη κομματιασμένη λίθινη πόρτα του κόσμου της, εκθέτοντας τον εαυτό της σε μια πραγματικότητα διαφορετική από εκείνη που ανήκει.
«Κι η φαντασία; Δεν είναι μαγική η φαντασία;»
«Μικρούλα μου, η φαντασία είναι απλώς φαντασία.. μαγική μπορεί να είναι μόνο η πραγματικότητα, μόνο ότι γίνεται να υπάρξει και μέσα του να χαθείς.. να το ζήσεις!»
Κουβέντες μιας άλλης εποχής, παιδούλα ήτανε τότε, με τη γιαγιά της… Καθώς η μάνα της την εγκατέλειψε για να ζήσει αβίαστα το μεγάλο της έρωτα, αλλά και για να απαλλαγεί από το φορτίο να μεγαλώσει ένα παιδί που αμφίβολο αν μπορούσε ποτέ να σταθεί μόνο στα πόδια του, η γιαγιά της υπήρξε ο μόνος γονιός αλλά και η μόνη πραγματική της φίλη. Μετά το θάνατό της, η πραγματικότητα στην οποία βρέθηκε έγινε τόπος αφιλόξενος, κι εχθρικά θλιβερός. Χωρίς να το καταλάβει, άρχισε να φτιάχνει τη δική της πραγματικότητα και να κλείνεται όλο και περισσότερο μέσα της, για να ζήσει! Τα πιο όμορφα που είχε γνωρίσει και όσα ήθελε να γνωρίσει, υπήρχανε σε αυτό τον κατάδικό της κόσμο.. Κρυστάλλινα νερά από ένα ρυάκι που βούταγε τα χέρια της μικρή, όταν η γιαγιά της την πήγαινε τα καλοκαίρια στα πατρικά της εδάφη.. στην αντίπερα όχθη του , που ήτανε σκεπασμένη από πυκνή βλάστηση, βρίσκανε καταφύγιο βάτραχοι και πουλιά, δίνοντας μία ιδιότυπη συναυλία. Τεράστιοι θησαυροί κρυμμένοι σε μικρά βότσαλα.. Η γιαγιά της γνώριζε τα πετρώματα, και τα είχε διδαχτεί καλά… Πόσα χιλιάδες χρόνια, πόσα διαφορετικά υλικά από της αρχή της ύπαρξης του κόσμου, για να φτάσει σ’ εκείνη ένα μικρό κομμάτι πετρώματος… Κάποια από αυτά ήτανε οργανική ύλη.. μέρος ενός πλάσματος που διψούσε, πεινούσε, που όπως όλοι αγαπούσε τη ζωή, και φοβότανε το θάνατο… Τόσο ασήμαντα όλα και μαζί τόσο σημαντικά.. Η ασημαντότητα σε όλες της εκφάνσεις, είναι ότι πιο αιώνιο και πολύτιμο μπορεί κανείς να κατέχει ή να είναι ποτέ. Όπως μια τόση δα στιγμούλα, μικρότερη κι από τη στιγμή που ένα βότσαλο που κάποιος εξφενδόνισε, αγγίζει το νερό και ξεκινά να βυθίζεται στη λίμνη.
«Είμαστε ένα πολύχρωμο παζλ» σκεφτότανε, «από πετραδάκια, ήχους, αγγίγματα.. από διάφανες σιωπές και πολύχρωμα δάκρυα που μέσα τους κοιμούνται κι ονειρεύονται ουράνια τόξα… είμαστε το σύννεφο που ταξιδεύει και η βροχή ή το χιόνι ή το χαλάζι που σκορπά ο άνεμος.. και που με τη σειρά τους θα ξεδιψάσουνε τον πόθο για ζωή… Μα πιο πολύ, είμαστε, είμαι, όσο μπορεί να είναι κάποιος κάτι περισσότερο από τη λάμψη που αντανακλάται στο νερό ή το μέταλλο, ή τη πέτρα, ή το λευκό οστό ακόμη, είμαι, ταξίδι.»
Το αναπηρικό της καροτσάκι, ήταν εκεί για να ξεγελά τους άλλους.. τους υποκριτές που πιστεύουνε πως όλα έχουνε την ανατομία μιας πεπερασμένης εξήγησης. Πριν κάποια χρόνια, οι ίδιοι θα λέγανε πως η γη είναι επίπεδη, κι αν τώρα δέχονται πως είναι στρογγυλή και η γη είναι ένα ουράνιο σώμα όπως τόσα και τόσα άλλα, είναι μονάχα γιατί το διδαχτήκανε. Τα όριά τους, σταματάνε στο φόβο να αναμετρηθεί το πεπερασμένο τους γνωστό με ό,τι δε γνωρίζουνε, δε φαντάζονται, δε μάθανε ότι υπάρχει. Αν είναι δυνατό, να έχουνε τα θαύματα όρια, να έχει όριο η ζωή.
Το σωματάκι της ήτανε αδύναμο πια, ένα ζωντανό λείψανο… οι νοσηλευτές, δεν βρίσκανε τρόπο να κάμψουνε την όλο και πιο παρατεταμένη αποχή της από το φαγητό και τη συμμέτοχή της στα κοινά. Παρατηρούσανε με έκπληξη την ευτυχία που συχνά στόλιζε σα φωτοστέφανο το πρόσωπό της, αδυνατώντας να το εξηγήσουνε με κοινή λογική.
Η ευτυχία της Ευτυχίας, γιατί έτσι λεγότανε το κορίτσι, έμελλε σύντομα να τραυματιστεί ανεπανόρθωτα. Ο πόλεμος έφτασε σε μια στιγμή, έξω από τη λίθινη πόρτα της και τη βομβάρδισε… Τα ματάκια της ανοίξανε έντρομα, κοιτώντας όλες αυτές τις ψυχές ολόγυρά της να φτερουγίζουνε τρομαγμένες, μη βρίσκοντας τρόπο ή τόπο να πετάξουνε, με φτερά σπασμένα ακόμη ή και χωρίς καθόλου φτερά… Η πραγματικότητά της και η πραγματικότητα του κόσμου, σμίξανε. Κι αν μπορούσε να ανεχτεί τη δική της δίψα, πείνα, να καταλαγιάσει το δικό της φόβο, δε μπορούσε ωστόσο να κάνει το ίδιο για όσους κοίταγε γύρω της. Τα παιδιά, τα νεαρά κορίτσια κι αγόρια, τη Λουΐζα, την σκυλίτσα που είδε σακατεμένη… Θα ήθελε να τους φωνάξει, να τους πει «ελάτε δω, ελάτε να κρυφτείτε στον κόσμο μου, ώσπου ο κόσμος να γίνει πάλι δικός σας!».. Μα αυτός ο κόσμος, φτιάχτηκε μόνο για κείνη και μόνο εκείνη μπορούσε να δει… Πως να προσκαλέσεις κάποιον σε ένα μέρος που γι’ αυτόν δεν υπάρχει; Έτσι η Ευτυχία διάβηκε τη κομματιασμένη λίθινη πόρτα του κόσμου της, εκθέτοντας τον εαυτό της σε μια πραγματικότητα διαφορετική από εκείνη που ανήκει.
Το καροτσάκι της βρέθηκε κομματιασμένο, κάτω από την πλάκα
του δεύτερου ορόφου.. Το μικροκαμωμένο
κορμί που βρέθηκε εκεί κοντά, τσακισμένο, σκεπασμένο από πληγές και χώμα, ήτανε δικό της…
ακόμα ανάσαινε… τα χείλη του κινηθήκανε αργά και απαλά… Ο διασώστης έσκυψε πάνω
της, «όλα θα πάνε καλά, σε βρήκαμε τώρα, όλα θα πάνε καλά!» Της είπε να την ενθαρρύνει…
Η Ευτυχία, δάκρυσε… κουνούσε ακόμα τα χείλη. Ο άντρας πλησίασε το αυτί του ν’ ακούσει…
άψυχοι οι ήχοι, μα τους άκουσε, προτού το κορίτσι σιωπήσει για πάντα: «μακάρι
να μπορούσα να σας πάρω μαζί μου»….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου