"Δεν έχει σημασία πια".... η φωνή της πρόδιδε την αλήθεια του λόγου της. Παγωμένη, χλωμή... Φωτιά που έσβησε κι έμεινε στάχτη να κερνάει ανέμους... Πέρα μακριά, από εκείνη, από αυτόν... που πια αλλού κοιτούσε και βάδιζε, σκυφτός και λεηλατημένος.... ένα σύννεφο περαστικό, ένιωσε το διάφανο κενό της ψυχής της, καθώς εγκαταλείποντας το μαγουλό της, δάκρυ πικρό, άγγιξε το χώμα. Κατοικόντας έτσι σε σώματα δύο. Αυτό που στοργικά τύλιγε τη ψυχή της, μα δε κατάφερνε πια να τη ζεστάνει.. Κι εκείνο που κάθε ψυχή κατοικεί μέσα του. Δυο άγγελοι, είδαν το σταματημένο σύννεφο. Λες κι είχε ρίξει άγκυρα, ο άνεμος δε το κούναγε... Στεκότανε δροσερό μαντήλι, πάνω από τα φλογισμένα μάτια και τα ξανθά μαλλιά της. Οι άγγελοι σταματήσανε το τραγούδι τους, πετάξανε πάνω στο σύννεφο, κλείσαν τα φτερά τους, κοίταξαν το διπλωμένο κορμί... Το μέτωπο στηριζόταν στη γη... Και το σύννεφο όλο να σκοτεινιάζει.... να φουσκώνει.. να μεγαλώνει.. Ώσπου άψυχο το κορμί, έπεσε..
Το σύννεφο ξέσπασε σε γοερό κλάμα... Κι οι άγγελοι, όπως αν είχαν συναντήσει ένα λουλούδι ή μια πέτρα να λάμπει κάτω από τον ήλιο, με τη σιγουριά του αιώνιου που δε το αγγίζει η φθορά, ανοίξανε τα φτερά και ξαναπέταξαν.
Εκείνος διέσχισε όλη την έρημο της πόλης, μέχρι που βρέθηκε στο δωμάτιό του. Τα ίχνη της φωτίζανε ακόμη τον χώρο.. Διαδρομές από τα μακριά της δάχτυλα, αγγίγματα απαλά, το χρυσάφι των μαλλιών της, η πνοή της.. Μαχαίρια φωτεινά που του σχίζανε την καρδιά.. Και σα να μην έφθαναν όλα αυτά, άρχισε να βρέχει με τόση δυναμη και παράπονο, που δεν υπήρχαν βράχια ικανά να νικήσουν την αγριεμένη θάλασσα μέσα του. Ακόμα θυμωμένος μαζί της... αλλά όχι οργισμένος . Την οργή του ξεθύμαναν οι σταγόνες της βροχής... Ο ακατάπαυστος ήχος που δεν άφηνε την ησυχία να κουλουριαστεί γύρω του και να τον δαγκώσει... Η φουσκοθαλασιά αναμόχλευε τον βυθό φέρνοντας αναμνήσεις στα μάτια του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου