Από του τάφου τ΄άσπρο φως, σαν έχει σεληνόφως,
σεντόνι πήρα σιωπής τις λέξεις να σκεπάσω,
και πόθων που σβηστήκανε, τον πόνο να χαράξω
εκεί όπου το σούρουπο δειλά σφυγμό τολμάει.
Με μαύρο δάκρυ η νυχτιά, στον κόκκινο καρπό σου,
το αγαπημένο της παιδί, στη μέρα εγκαταλείπει.
Και κείνη το σεβάστηκε το μαύρο της το δάκρυ,
κι ανέγγιχτη τρεις φορές, στη νύχτα σε γυρίζει.
Την τρίτη και φαρμακερή, στο στόμα σου αράχνη
που έχτισε μ΄υπομονή ιστό από ασήμι
στα δόντια σου συνθλίβεται, τις λέξεις λευτερώνει,
και σπαρταρώντας μυστικά της νύχτας φανερώνει.
Και γίνανε τα μάτια σου της μοναξιάς στολίδι,
άστρα την νύχτα γέμισαν και σένα με μολύβι.
Μα πριν στρερέψει η αναπνόή, αναπνοή θα δώσω,
στου Προμηθέα τα δέσμα να σε διπλοκλειδώσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου