Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

14/10/12

Γαλάζιος Ουρανός


"Έγειρε το κουρασμένο κορμί της επάνω σε μια παλιά πολυθρόνα... τόσες αναμνήσεις επάνω της, τόσα αγγίγματα, τόσα γέλια και δάκρυα.... έτσι εκεί εναπόθεσε την ήρεμη ψυχή της... λες και κάποιος να της μιλούσε και να την παρακινούσε να μείνει ακούνητη και αμίλητη... λες και κάποιο χέρι ζωγράφιζε την ομορφιά της....."

(Βασιλική Παπαθανασίου)

Σκεπασμένη με σκέψεις και με μια βαθιά ενόραση στα μάτια της, δεν τον είδε. κι όπως δεν τον είδε εκείνη, δεν την είδε κι εκείνος.. Περπάτησε αργά μπροστά της, το φως γλίστραγε από την μορφή της στους τοίχους... Αβάσταχτη σιωπή τ όνομά της! Κάθε κάδρο που άγγιξε το φως της, με το οποίο είχε τυλιχτεί σαν σάβανο, σάλευε σα να του έλεγε: «γνωρίζω.. Η θέση σου είναι μαζί μας».. προσποιούταν πως δεν άκουγε.. κι όλο περισσότερο τυλιγότανε το φως της ώσπου δεν του έμεινε ψυχή άλλη απ’ αυτό το φως... το φως των ματιών της…

Πάνω στην παλιά πολυθρόνα, τόσο λυπημένη.. τόσο αόρατη.. Σαν παλιά καρτ-ποστάλ.. Δύσκολα ξεχώριζε μες την ασπρόμαυρη σιωπή από τα έπιπλα.. Βούλιαξε η πολυθρόνα, στο βάρος ύπαρξης παραμυθένιας.. Να ήτανε σ' αυτό τον κόσμο, π' ονειρεύτηκε; Που τα χρώματα της Άνοιξης; .. Πότε ξεβάψανε τα χρυσά της μαλλιά; Χθες ακόμα, ήταν που τα έλουσε στην Πανσέληνο.. Χτες, ο άνεμος, ακόμα τα στόλιζε άνθη κι άστρα... Σε ποια μαγεμένη κρήνη λούστηκε και τα χρώματα σβήσανε; Διάφανα πετράδια τα θολά της μάτια... πόσοι θησαυροί σκεπασμένοι τρυφερά από τα βλέφαρά της...

Περπατούσε μες το δωμάτιο, ένας αιώνας το κάθε βήμα του... Η μορφή της πνοή φωτιάς στα στήθη του.. Την έβλεπε παντού, σε ό,τι όμορφο.. σε ότι καλό του συνέβαινε... Πέρασε πολλές φορές μπροστά της, μα καθώς δεν την ξεχώριζε από το όνειρό του, δεν μίλησε.
 
«Τα μάτια δεν βοηθάνε τους ανθρώπους να βλέπουν» , είπε ο Χρόνος... «μάταια, μάταια προσπαθούνε να εξηγήσουν την καρδιά με φως και σκοτάδι...» Κι έτσι λέγοντας, σταμάτησε τα ρολόγια της καρδιά τους... Τα σώματα λύθηκαν, άχυρα που σάρωσε πανίσχυρος άνεμος, κι έμεινε μόνο η ψυχή, γυμνή... Σκόρπισε το δωμάτιο, τα κάδρα, η πολυθρόνα.. Κι έμειναν μόνο οι δυο τους... Χωρίς ψευδαίσθηση να τους πλανεύει, ανταμώσανε... Εκεί που ο φόβος δεν κατοικεί, εκεί που η σιωπή δεν έχει υπόσταση...

_ «Πες μου", του μίλησε πρώτη εκείνη... "Μήπως είδες τα χρώματα της Άνοιξης; Είναι αιώνες που τα γυρεύω.. φοβάμαι πως παραπέσανε καθώς γύρευα ένα φιλί.. Θυμάμαι μόνο, ένα μεγάλο φεγγάρι, την θάλασσα... κι αυτό το δωμάτιο που μέσα του κρύφτηκα να μη με βλέπουνε τα θεριά της νύχτας πόσο διάφανη έγινα.. Σκέπασαν όλους τους καθρέφτες μου... και τώρα, δεν έχω ούτε δωμάτιο.. ούτε θυμάμαι πως μοιάζω...»

_ «Έζησα μια ζωή με την Άνοιξη, χωρίς την άνοιξη... μα μπορώ να σου πω πως μοιάζει.. έχει τα μαλλιά χρυσά, τα μάτια γαλάζια.. Όταν τ' ανοίγει διάπλατα γεννιέται ο κόσμος από την αρχή.. Ο Ουρανός και η γη... μα κι αν ακόμα είχε μάτια μαύρα όπως το κάρβουνο, ή άσπρα σαν τους πάγους που δε λιώνουν ποτέ, πάλι θα την ξεχώριζα την Άνοιξη... απ’ τον χτύπο της καρδιάς της.. μα κι αν η καρδιά της κοιμηθεί στη λίμνη που κανείς δε πίνει νερό, πάλι θα αναγνώριζα την Άνοιξη... απ' τη σιωπή.
Δεν έχω μάτια να σου δείξω πως μοιάζεις.. δεν έχω χέρια... κορμί... Αιώνες κοντά σου, γυρεύοντάς σε, αποδείχτηκε πως άχρηστα ήταν.. όλο φόβους γεμάτα και λάθη..»

_  «Στεναχωριόμουν για τα χρώματα της Άνοιξης.. και τώρα , δεν έχω χέρια να χτενιστώ, μαλλιά, μορφή... Κοιτάζω, και δεν βλέπω.. Θυμάμαι, μα δεν έχω τίποτα να μου ανήκει..»

_ «Χωρίς να είμαι, να σ' αγκαλιάσω επιθυμώ...  να νιώσεις πόσο σημαντική είσαι... Να σου χαρίσω θέλω ότι είμαι, κι ας μην είμαι... Αρκεί να είσαι εσύ!..»

_ «Και ποια θα είμαι χωρίς εσένα;... όταν όλα  έχουν σβήσει, η φωνή.. οι διάλογοι.. Όχι! Μη χαριστείς.. Μείνε Εσύ, γιατί μόνο αν υπάρχεις μπορώ να υπάρχω… ή.. Καλύτερα όχι.. Σβήσε με!...»

Εκείνη στον καναπέ βυθισμένη σε όνειρα έγχρωμα, μέσα σ’ ασπρόμαυρο δωμάτιο.
Εκείνος, πάντοτε εκεί, τόσο αόρατος για να μη την ενοχλήσει, που έπαψε να την βλέπει..
Θεωρώντας πως όλα γεννηθήκανε στα δικά του όνειρα.. στον δικό του κόσμο.. που ωστόσο παλλόταν από τον σφυγμό της.. Αιώνες περνάγανε ο ένας μπροστά από τον άλλον, γεννημένοι από την ίδια φωτιά που γέννησε τον κόσμο και τ’ άστρα: την Αγάπη! Κι έπειτα, λες κι ήταν οι αιώνες στιγμή, εκείνη άνοιξε τα μάτια.. Τον είδε... κι εκείνος χάθηκε μέσα σε καταγάλανο ουρανό!

Δυο Άγγελοι φτερουγίσαν μπροστά στον θεό... «Η ζωή είναι ο Παράδεισος» τους είπε.. «Το μόνο που χρειάζεται για να τον βρεις είναι να βρεις την ψυχή σου, ακόμα κι αν χρειαστεί πρώτα να την χάσεις για να το καταφέρεις αυτό.»

(Νικόλας Παπανικολόπουλος)

Δεν υπάρχουν σχόλια: