Περισσότερο
από το θάνατο
ήταν ο έρωτας που φοβότανε.
Κάπνιζε μέσα της ο καιρός,
λιοπύρι ο καημός χωρίς γαλάζιο.
Πάνω στη πέτρα έχτιζε με πέτρες
μικρά καράβια να παίζει τ’όνειρο.
Μα εκείνο όπως παιδί που πεινά, έκλαιγε,
δεν είχε δράμι ελπίδα να του δώσει.
Τι τά’ θελε τα καράβια μες την ερημιά;
Τι άφηνε το παιδί να βασανίζεται;
Πιο πολύ από τον έρωτα,
τον θάνατο είχε αγαπήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου