Ξημερώματα, στεκότανε στην πόρτα
προσμένοντας τον ήλιο ν’ ανεβεί.
Μοσχοβόλαγαν ολόγυρα τα ρόδα
εκείνα, που φυτρώνουν στην ψυχή.
Ξέπνοη η νύχτα στα βλέφαρά της
νοτισμένα ακόμα τα μαλλιά.
Δισάκι έχει κάνει την καρδιά της
μα το βαραίνει η ματωμένη ανατολή.
Ο ήλιος είναι μία ακόμη δικαιολογία.
Ούτε κι απόψε, την πόρτα θα διαβεί.
προσμένοντας τον ήλιο ν’ ανεβεί.
Μοσχοβόλαγαν ολόγυρα τα ρόδα
εκείνα, που φυτρώνουν στην ψυχή.
Ξέπνοη η νύχτα στα βλέφαρά της
νοτισμένα ακόμα τα μαλλιά.
Δισάκι έχει κάνει την καρδιά της
μα το βαραίνει η ματωμένη ανατολή.
Ο ήλιος είναι μία ακόμη δικαιολογία.
Ούτε κι απόψε, την πόρτα θα διαβεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου