«Του έσταξα υδράργυρο στο αυτί την ώρα που κοιμότανε… μικρές μεταλλικές
σταγόνες αγγίξανε το μυαλό του.. κι έτσι δεν πρόκειται καμιά να μου τον
ξεμυαλίσει…. Τόσο ποιητικό!.. Κοιμάται σα μωρό… Ευχήθηκε, να ζήσει και να
πεθάνει στην αγκαλιά μου… με λάτρευε ξέρεις!.. Τα βλέφαρά του κλείσανε βυθισμένα στα μάτια μου…
Η μορφή μου, θα τον συντροφεύει παντοτινά, του χάρισα το πιο όμορφο όνειρο!... Τον
σκότωσα πριν με προδώσει, πριν γίνει ψεύτης, πριν βαρεθώ. Βαριέμαι εύκολα
ξέρεις… Του πρόσφερα ένα αληθινό δώρο και για τους δυο μας.. του χάρισα την
αιωνιότητα που ζητούσε…! Πόσο ευτυχισμένη είμαι που το κατάφερα!»
Όταν ανακάλυψα αυτή την μικρή ερημική αμμουδιά, αγκαλιασμένη ολόγυρα από προστάτες βράχους, πίστευα πως είχα βρει το τέλειο μέρος για να ξεχάσω την κάθε μου σκέψη.. Πως να περιμένω ένα τέτοιο ξύπνημα;… Τόσο όμορφη.. τόσο παρανοϊκή!… Να υπάρχει αλήθεια στα λόγια της, ή μήπως είναι ένα ανόητο πείραγμα;.. ίσως ένα πείραγμα του νου μου, μια φαντασίωση.. Ανοιγόκλεισα τα μάτια.. αυτή ήτανε ακόμα εκεί χαμογελώντας τόσο γλυκά ώστε ο ανόητος πείστηκα πως η διήγησή της ήτανε μύθευμα.
«Έλα!» είπε τραβώντας με από το χέρι… «Έλα σήκω… η θάλασσα είναι τέλεια για κολύμπι!»
Με έκπληξη διαπίστωσα πως ήτανε γυμνή.
«Που είναι τα ρούχα σου;»…
«Ποιος τα χρειάζεται τα ρούχα με τέτοια θάλασσα; Ω! Μήπως σε κάνω να κοκκινίζεις;» είπε και γέλασε περιπαιχτικά. Ένιωσα σα να ζούσα σε ταινία του Φελλίνι… σχεδόν μεθυσμένος από αυτό το αλλοπρόσαλλο όνειρο, έβγαλα το μαγιό και πιασμένοι χέρι χέρι, βουτήξαμε στην αιωνιότητα του γαλάζιου. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος εξαφανίστηκε, κι άλλο από εμάς και την ερημική ακτή μας δεν υπήρχε. Ζώντας το όνειρο, γίναμε όνειρο, έδυσε ο ήλιος και χιλιάδες άστρα, καθώς δεν υπήρχε φεγγάρι, ανάψανε στον ουρανό. Ο αέρας ελαφρά δροσερός, και οι δυο μας ανθισμένο λουλούδι, μια αγκαλιά πάνω στην άμμο. Δεν μου είχε πει ακόμα το όνομά της, ούτε εγώ το δικό μου.. τι σημασία έχουνε άλλωστε τα ονόματα, όταν άλλος από εμάς τους δυο δεν κατοικεί στο αιώνιο; Αποκοιμήθηκε πρώτη με το κεφάλι γερμένο στο στήθος μου.. σύντομα, κλείσανε και τα δικά μου βλέφαρα, γεμάτα μέλι και σίδερο…
Χάραμα. Τα χέρια μου άδεια, το κορμί πιρουνιασμένο από το κρύο… Τα μάτια ανοίξανε δειλά – τι όμορφη ανατολή! Όλα πορφυρά, έτοιμα για να βαδίσει η μέρα… Η πρωινή δροσιά κι υγρασία κάνανε το μυαλό μου να μυρίζει καφέ. Μία μία οι σκέψεις μπήκανε στη σειρά, μα παρέμεινε δύσκολο να ξεχωρίσω αν όλο αυτό το έζησα ή αν ήτανε απλώς ένα όνειρο… Τα χέρια μου άδεια… έψαξα με το βλέμμα μου να τη βρω, μα τίποτα. Εκείνη πουθενά! Προσπάθησα να σηκωθώ… αδύνατο! Το κορμί δεν αποκρινότανε στις προσπάθειές μου.. ο πόνος γινότανε ολοένα πιο αφόρητος. Όχι, δεν ήτανε απλώς ένα πιρούνιασμα.. αυτό που συνέβαινε ήτανε πολύ πιο τρομερό. Προσπάθησα να φωνάξω.. ακόμα κι αυτό αδύνατο! Σίγουρα ακόμα κοιμόμουνα… θα μπορούσε να μην είμαι καν σε αυτή την παραλία, να βρίσκομαι σπίτι μου, στο κρεβάτι μου, ή κάπου αλλού… Όλα ένα όνειρο λοιπόν… Ένα φριχτό επώδυνο όνειρο, που πονάει γαμημένα πολύ… κι από το οποίο δεν καταφέρνω να βγω! Κλείνω τα μάτια, αλλά πονάω, όλο και περισσότερο… αδύνατο να το αγνοήσω.. Τρόμος… κι αφόρητος πόνος!
Άγνωστο πόσο κράτησε όλο αυτό.. όταν ξανάνοιξα τα μάτια, εκείνη ήτανε εκεί, κοντά μου… με κρατούσε από τους ώμους, κι είχε γύρει το κεφάλι της επάνω στο δικό μου. Το γλυκό της χαμόγελο δεν κατάφερνε να μου προσφέρει παρηγοριά… Τα μάτια της λίμνες που μέσα τους πνιγόμουνα.. κι αυτή γελούσε σα να μη συνέβαινε τίποτα, σα να ήτανε όλα παραδεισένια…
«Μη φοβάσαι, σύντομα όλα θα τελειώσουνε… θέλω να ξέρεις πως σε ευχαριστώ για όλα όσα μοιραστήκαμε, είσαι τέλειος! ..» … «Σου είπα πολλά χτες, περισσότερα από όσα έπρεπε.. σου ζητάω συγνώμη γι’ αυτό, όμως, πρέπει να προστατέψω τον εαυτό μου. Ω! .. μη με κοιτάς έτσι, θέλω να με καταλάβεις.. να με νιώσεις.. δεν μπορώ να φοβάμαι.. Δε θα φοβάμαι πια.. ποτέ και κανένα… Έμαθα χτες, να πολεμώ και να νικάω τους φόβους μου…»
Ένα φιλί στο μέτωπο, άλλο ένα στα χείλη, και φωτιά να με καίει… αν μη τι άλλο, της το αναγνώρισα… αυτή η γυναίκα κατέχει τη τέχνη να μένει αξέχαστη στη καρδιά και το μυαλό κάποιου, για το υπόλοιπο της ζωής του..
Όταν ανακάλυψα αυτή την μικρή ερημική αμμουδιά, αγκαλιασμένη ολόγυρα από προστάτες βράχους, πίστευα πως είχα βρει το τέλειο μέρος για να ξεχάσω την κάθε μου σκέψη.. Πως να περιμένω ένα τέτοιο ξύπνημα;… Τόσο όμορφη.. τόσο παρανοϊκή!… Να υπάρχει αλήθεια στα λόγια της, ή μήπως είναι ένα ανόητο πείραγμα;.. ίσως ένα πείραγμα του νου μου, μια φαντασίωση.. Ανοιγόκλεισα τα μάτια.. αυτή ήτανε ακόμα εκεί χαμογελώντας τόσο γλυκά ώστε ο ανόητος πείστηκα πως η διήγησή της ήτανε μύθευμα.
«Έλα!» είπε τραβώντας με από το χέρι… «Έλα σήκω… η θάλασσα είναι τέλεια για κολύμπι!»
Με έκπληξη διαπίστωσα πως ήτανε γυμνή.
«Που είναι τα ρούχα σου;»…
«Ποιος τα χρειάζεται τα ρούχα με τέτοια θάλασσα; Ω! Μήπως σε κάνω να κοκκινίζεις;» είπε και γέλασε περιπαιχτικά. Ένιωσα σα να ζούσα σε ταινία του Φελλίνι… σχεδόν μεθυσμένος από αυτό το αλλοπρόσαλλο όνειρο, έβγαλα το μαγιό και πιασμένοι χέρι χέρι, βουτήξαμε στην αιωνιότητα του γαλάζιου. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος εξαφανίστηκε, κι άλλο από εμάς και την ερημική ακτή μας δεν υπήρχε. Ζώντας το όνειρο, γίναμε όνειρο, έδυσε ο ήλιος και χιλιάδες άστρα, καθώς δεν υπήρχε φεγγάρι, ανάψανε στον ουρανό. Ο αέρας ελαφρά δροσερός, και οι δυο μας ανθισμένο λουλούδι, μια αγκαλιά πάνω στην άμμο. Δεν μου είχε πει ακόμα το όνομά της, ούτε εγώ το δικό μου.. τι σημασία έχουνε άλλωστε τα ονόματα, όταν άλλος από εμάς τους δυο δεν κατοικεί στο αιώνιο; Αποκοιμήθηκε πρώτη με το κεφάλι γερμένο στο στήθος μου.. σύντομα, κλείσανε και τα δικά μου βλέφαρα, γεμάτα μέλι και σίδερο…
Χάραμα. Τα χέρια μου άδεια, το κορμί πιρουνιασμένο από το κρύο… Τα μάτια ανοίξανε δειλά – τι όμορφη ανατολή! Όλα πορφυρά, έτοιμα για να βαδίσει η μέρα… Η πρωινή δροσιά κι υγρασία κάνανε το μυαλό μου να μυρίζει καφέ. Μία μία οι σκέψεις μπήκανε στη σειρά, μα παρέμεινε δύσκολο να ξεχωρίσω αν όλο αυτό το έζησα ή αν ήτανε απλώς ένα όνειρο… Τα χέρια μου άδεια… έψαξα με το βλέμμα μου να τη βρω, μα τίποτα. Εκείνη πουθενά! Προσπάθησα να σηκωθώ… αδύνατο! Το κορμί δεν αποκρινότανε στις προσπάθειές μου.. ο πόνος γινότανε ολοένα πιο αφόρητος. Όχι, δεν ήτανε απλώς ένα πιρούνιασμα.. αυτό που συνέβαινε ήτανε πολύ πιο τρομερό. Προσπάθησα να φωνάξω.. ακόμα κι αυτό αδύνατο! Σίγουρα ακόμα κοιμόμουνα… θα μπορούσε να μην είμαι καν σε αυτή την παραλία, να βρίσκομαι σπίτι μου, στο κρεβάτι μου, ή κάπου αλλού… Όλα ένα όνειρο λοιπόν… Ένα φριχτό επώδυνο όνειρο, που πονάει γαμημένα πολύ… κι από το οποίο δεν καταφέρνω να βγω! Κλείνω τα μάτια, αλλά πονάω, όλο και περισσότερο… αδύνατο να το αγνοήσω.. Τρόμος… κι αφόρητος πόνος!
Άγνωστο πόσο κράτησε όλο αυτό.. όταν ξανάνοιξα τα μάτια, εκείνη ήτανε εκεί, κοντά μου… με κρατούσε από τους ώμους, κι είχε γύρει το κεφάλι της επάνω στο δικό μου. Το γλυκό της χαμόγελο δεν κατάφερνε να μου προσφέρει παρηγοριά… Τα μάτια της λίμνες που μέσα τους πνιγόμουνα.. κι αυτή γελούσε σα να μη συνέβαινε τίποτα, σα να ήτανε όλα παραδεισένια…
«Μη φοβάσαι, σύντομα όλα θα τελειώσουνε… θέλω να ξέρεις πως σε ευχαριστώ για όλα όσα μοιραστήκαμε, είσαι τέλειος! ..» … «Σου είπα πολλά χτες, περισσότερα από όσα έπρεπε.. σου ζητάω συγνώμη γι’ αυτό, όμως, πρέπει να προστατέψω τον εαυτό μου. Ω! .. μη με κοιτάς έτσι, θέλω να με καταλάβεις.. να με νιώσεις.. δεν μπορώ να φοβάμαι.. Δε θα φοβάμαι πια.. ποτέ και κανένα… Έμαθα χτες, να πολεμώ και να νικάω τους φόβους μου…»
Ένα φιλί στο μέτωπο, άλλο ένα στα χείλη, και φωτιά να με καίει… αν μη τι άλλο, της το αναγνώρισα… αυτή η γυναίκα κατέχει τη τέχνη να μένει αξέχαστη στη καρδιά και το μυαλό κάποιου, για το υπόλοιπο της ζωής του..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου