Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

7/11/17

Ο γκρι γάτος

Σαν ψιλό ένδυμα η ψυχή του δεν τον προστάτευε τώρα που ο καιρός πάγωσε, αρκετά. Ο ανόητος, δεν φαντάστηκε ξεκινώντας το πρωί τέτοια μεταβολή στον καιρό κι αμέλησε να πάρει μαζί του πανωφόρι. Νόμιζε ότι μ’ ελαφρύ το κορμί κι άδεια τα χέρια, θα μπορούσε να κινείται πιο ανέμελα, πιο άνετα… Μα τώρα τουρτούριζε, τάχυνε το βήμα του να ζεσταθεί προσπερνώντας πόσα όμορφα, που γι’ αυτά άφησε πίσω του τη θαλπωρή της ασφάλειας του σπιτιού του… Άλλαξε η εποχή σε λίγες ώρες μέσα.. Το πρωί ήτανε καλοκαίρι, και τώρα μες το καταμεσήμερο χειμώνας γδάρτης…
 Νιώθοντας ανήμπορος να βρει τον δρόμο της επιστροφής, αφού βάδισε αρκετά κι είδε το φως να φθίνει, άρχισε να ψάχνει καταφύγιο να περάσει την επερχόμενη νύχτα. Ένα παλιό μεγάλο χαρτοκιβώτιο, του πρόσφερε λύση. Έστρωσε κατάχαμα την αξιοπρέπειά του, γώνιασε καλά τις άκρες για να κόβει το κρύο, μπήκε μέσα, και τράβηξε τα φύλλα της κούτας να κλείσει. Σύντομα η κούραση βάρυνε τα βλέφαρά του και κλείσανε. Κι ήτανε ο ύπνος του σύντομος θάνατος, χωρίς σκέψεις για πριν ή μετά.. Χωρίς τίποτα. Αφημένος στο μεγάλο κενό, αόρατος, σχεδόν ανύπαρκτος.
 
  Τον θάνατό διέκοψε ο θόρυβος από κάποιο σύρσιμο στην χαρτόκουτα… Θολωμένα τα μάτια από το σκοτάδι, έχοντας την εντύπωση πως, η κούτα είναι όνειρο που μετεωρίζεται πάνω από το σπιτικό του κρεβάτι, κι ακόμα ψηλότερα - ανάμεσα στα σύννεφα, με δυσκολία εστίασε στο άνοιγμα της κούτας… μία γκρι μικροκαμωμένη σκιά χύθηκε πάνω του, την ένιωσε με ανακούφιση να τρίβεται στο κορμί του, κι ήρθε και κούρνιασε κατάστηθα στην καρδιά του, λες και γνωριζόντουσαν χρόνια. Την αγκάλιασε με το χέρι του, κι εκείνη, ρουθούνισε γλυκά διώχνοντας το κρύο απ' την ψυχή του!…

 Όταν υπήρξε παιδί, είχε βρει ανάμεσα σε ξερόκλαδα έναν μικρό καλικάντζαρο, μια τριχόμπαλα από λάσπη… Νιαούριζε τρομαγμένος χωρώντας ολόκληρος στη χούφτα του ενός χεριού. Ξεσχίστηκε μέχρι να τον πιάσει.. Πόσος τρόμος στα γουρλωμένα ματάκια του.. έτρεμε το μικρό αδύναμο κορμί… Το έκανε μπάνιο με χλιαρό νερό, και διαπίστωσε έκπληκτος πόσο απαλό όμορφο γκρι τρίχωμα είχε… Του έβαλε να πιει γάλα, και κείνο έπινε χωρίς στιγμή να πάψει τ’ αναφιλητά..  Είχανε προσπαθήσει, έμαθε αργότερα, να το πνίξουνε στο ποτιστικό χαντάκι κάποια παιδιά του χωριού, λες και δοκιμάζοντας τα όρια και τις αντοχές του αθώου πλάσματος θα καταλαβαίνανε τι είναι η ζωή και τι ο θάνατος.. Χάνοντας έτσι τα δικά τους όρια, αντοχές, κι αθωότητα.
Αν και οι αρσενικοί γάτοι είναι γυρίστρες, τούτος εδώ σε ολόκληρη τη ζωή του δεν απομακρύνθηκε μέρα από το σπίτι και τον περίγυρό του.. Ο ίδιος απουσίαζε όταν η κάποτε  λασπωμένη τριχόμπαλα, γέρικος γάτος πια, διαλέγοντας το πιο απόμερο σημείο στην αυλή κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε ποτέ. Πόσο τον πείραξε που δεν ήταν εκεί!.. Πόσα δάκρυα κι ενοχές!

 Καθώς τα μάτια ξεθαμπώνανε από τον θάνατο, αφέθηκε να πιστέψει πως αντάμωσε τον ίδιο γκρι γάτο των παιδικών του χρόνων. Άραγε, είχε ο γάτος μπει στο δικό του όνειρο ή εκείνος στον μεγάλο ύπνο του γάτου του; Δάκρυα πλημυρίσανε τα μάτια και δεν χόρταινε να νιώθει ανάμεσα στα δάχτυλά του το ζεστό τρίχωμα του γάτου.

 Στις πόλεις οι άνθρωποι μοιάζουν ποτάμια που την ροή τους ορίζει ο χρόνος κι η ανάγκη.. Όσο περισσότερη ανάγκη τόσο λιγότερος χρόνος.. Πέφτουνε ολόκληροι άνθρωποι στο ποτάμι, για να καταλήξουν κάποτε στην όχθη ό,τι απέμεινε από τον εαυτό τους… Κάποιο χέρι που αναζητά ένα άλλο χέρι, μισό πόδι, λίγη ψυχή από δω λίγη από κει, μισή καρδιά, μισή πνοή.. Κι όλοι ζητάνε στον ελάχιστο αυτόν χρόνο πριν το ποτάμι τους τραβήξει ξανά στα σωθικά του και τους στροβιλίσει στα έντερά του, να νιώσουν πάλι ολόκληροι. Αρπάζονται από τα σπασμένα όνειρά τους προσπαθώντας να βάλουν σε σειρά όσα θρύψαλα ακόμη κατέχουν..  και κάθε π' ανέλπιστα ταιριάξουν δυο θρύψαλα καρδιάς, νιώθουν αγαλλίαση σα να ένωσαν γη κι ουρανό. Κι ωστόσο, πόσο τους είναι εύκολο να προσπερνάνε, κλωτσάνε, συνήθως άθελα από αβλεψία και κεκτημένη ταχύτητα, τα θραύσματα από όνειρα συνανθρώπων τους.

  Για δυο μέρες η κούτα ήτανε αόρατη στα μάτια των περαστικών..  Μα δεν άργησαν να προσέξουνε το γκρίζο γατί,  που όλο και συχνότερα μπαινόβγαινε μέσα της. Αυτός στάθηκε ο σημαντικότερος λόγος που η κούτα ξανάγινε ορατή.. Εκείνοι που δεν αγαπάνε τ΄ αδέσποτα, νιώσανε φρικτά στην ιδέα πως ένα αδέσποτο έφτιαξε φωλιά κοντά στο δικό τους αόρατο σπίτι..  Ίσως γιατί αισθάνθηκαν ακόμα πιο αόρατοι.. Ίσως επειδή γυρεύουν πάντοτε αφορμή να  φωνάξουν και να διαμαρτυρηθούνε δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο την παρουσία τους, καθώς η προσοχή των ενοχλημένων από τις φωνές αποτελεί και για τους ίδιους, επιβεβαίωση πως υπάρχουν. Ποιος ξέρει τι θα κουβαλούσε αυτός ο γάτος μέσα στη κούτα για τροφή, πόσα υπολείμματα τρωκτικού υπήρχανε ίσως… Γεγονός είναι πως, η κούτα μύριζε δυσάρεστα.

Πρώτη έφθασε η αστυνομία, στη συνέχεια το ΕΚΑΒ που δεν είχε πολλά να κάνει, και τέλος οι άνθρωποι του δήμου. Η λέξη «άστεγος» όσο θλιβερή κι αν ακούγεται, αφαιρούσε το μυστήριο κι ενδιαφέρον από την εύρεση της σωρού..  Η σωστή απολύμανση του χώρου αποδείχτηκε πιο ενδιαφέρουσα για τους μαγαζάτορες και τους γείτονες από την ιστορία του συνανθρώπου τους. Ακούστηκε πως ζούσε πότε εδώ και πότε εκεί τα τελευταία χρόνια, πως μάλλον ήτανε σαλεμένος.. κι αυτό τους φάνηκε αρκετό. Σε κάποιους κι ανακουφιστικό. Ψίθυροι μόνο κι η σιωπή περισσότερη...

Μα εκείνος, αγκαλιάζοντας τον γάτο του κατάστηθα χαμογελούσε ευτυχισμένος: «Τι σημασία έχει ποιος μπήκε στ όνειρο του άλλου, αφού  είμαστε πάλι μαζί!»

Δεν υπάρχουν σχόλια: