Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

18/2/13

Αγκαλιά

Σιωπηλά τα λόγια… μια άχνα μόνο, μα όσα να πει είχε τα είπε….  Κι αν δε τα είπε με φωνή εκείνος άκουσε. Και πως βαστά η καρδιά της, και πως λυγάνε σαν καλαμιές τα όνειρά της, θαρρείς  να σπάσουν, μ’ αντέχουν.  Φύσαγε ο άνεμος κι η ψυχή της γυμνή και μόνη. Ξαπλωμένη στο πάτωμα κοιτούσε σα να ήτανε τρύπιο ταβάνι  κι ουρανός.. κοιτούσε πέρα απ’ όλα … και  το βλέμμα της βυθιζότανε στο πουθενά. Εκεί ζούσε, εκεί τραγουδούσε, χόρευε, πενθούσε..  στο πουθενά…
Πως σκοτεινιάσανε τα άστρα στη πνοή της.. κι ο ήλιος να σβηστεί κόντεψε, άλλη μέρα μη ξημερώσει..  Οδυνηρό το πρόσωπό της να κοιτά στο καθρέφτη..  τα χέρια της να κοιτά…  να θυμάται….  «Πόση διαφορά» σκεφτότανε, «έχει από εμένα ένα φάντασμα…  πόση..» … Κι ερχότανε τότε, σα φως στο  σκοτάδι , φως ανθεκτικότερο από τον ήλιο και τον ουρανό, μία μικρή λεξούλα, κι άρχιζε πάλι,  πριν σωπάσει κι η άχνα…  η καρδιά της ξανά να χτυπά…. Μια τόση δα λεξούλα, δισύλλαβη: «Μαμά!» … Ένας επίγειος άγγελος, που σαν την σκέπαζε μες τις δυο μικρές κι ωστόσο απέραντες φτερούγες του, σταμάταγε ο πόνος κι η τρέλα, το ταβάνι γύριζε πάλι στη θέση του, ο ήλιος το αποφάσιζε να ξημερώσει άλλη μια μέρα… κι ένας μικρός παράδεισος, στα δυο μικρά χέρια ανάμεσα, της χαριζότανε…
Μελίσσι ο κόσμος… γεμάτος άνθη, τη ζωή και τη καταστροφή να περιμένεις σε κάθε στιγμή.  Γεμάτος αγωνία και φόβο… Μα πόσο ωραία τα’ άνθη της ελπίδας! … Τι όμορφο ουράνιο τόξο η Αγάπη… 
Εκείνος  φοβότανε τα τόξα…  τα τόξα των φρυδιών, των γεφυριών.. τα τόξα που σχηματίζουν μια κομψή γυναικεία μέση,  ή ακόμα την ελλειπτική καμπύλη της Σελήνης..  Πιο πολύ από όλα, φοβότανε το τόξο του έρωτα. Πόσους έσυραν  στο χαμό τα φαρμακωμένα βέλη…  πόσοι ξέχασαν αιμορραγώντας ψυχή, ποιοι είναι και που πάνε...  Που καλύτερα γι’ αυτούς  να συναντούσανε  το δήμιο  της ζωής, παρά έτσι δίχως ταυτότητα να περιφέρονται βασανισμένοι… 
Την άκουγε να περιφέρεται από δωμάτιο σε δωμάτιο, να σωπαίνει.. να σωπαίνει.. όλο πιο πολύ να σωπαίνει μη κραυγάσει…  Ύστερα είδε τα μάτια της, μια στιγμή μόνο, όσο σταθήκανε σαστισμένα στο καθρέφτη…  με τόση απελπισία κι οίκτο, να κοιτάνε  έναν άγνωστο…  Με τόσο τρόμο.. που άκουσε πίσω από την πλάτη του ένα μικρό παιδί να τρεχοβολά  μακριά…  σχεδόν κλαίγοντας…. Μη θέλοντας να αναγνωρίσει στον εαυτό του τα μάτια της.  Και τότε, άκουσε, είδε, ένιωσε, μέσα από την παγωμένη άχνα της… σε μια στιγμή μέσα,  τη ζωή της..
Είχε συνηθίσει να περιφέρεται ανάμεσα στους ανθρώπους, πότε σκιά πότε φως… να μαθαίνει από αυτούς τι θα πει ύπαρξη.. Μα ποτέ πριν δεν είχε ξανά αισθανθεί τόσο βαθιά μια δική τους ιστορία.  Περισσότερο τον συγκλόνισε πως μέσα στα μάτια της  είδε τον ίδιο. Κάτι που όσο καιρό θυμάται να περιφέρεται στη γη,  δεν  ξανασυνέβη. Είχε δει πολλά… Πολέμους, αυτοκτονίες, εγκλήματα…  περιφρόνηση, μίσος, αγάπη… πάθος.  Μα όχι μάτια τόσο γνώριμα.  Τα γόνατά του λυγίσανε καθώς το παιδί πίσω του έτρεξε μακριά..  σα να έφευγε η ψυχή του.. Μια γνώση άδικη ήρθε και πίκρανε το στόμα του… Δε θυμότανε πως είχε στόμα…  δε θυμότανε πως είχε ψυχή… ούτε πως κάποτε κυλούσε κόκκινο αίμα  μέσα του…  Ύστερα κατάλαβε…  Βγήκε από το καθρέφτη κι άρχισε να ακολουθεί τη γυναίκα βήμα βήμα...  Μια κόλαση τον τύλιξε καθώς θυμήθηκε… Πως δεν είναι άλλος,  από την αιώνια ψυχή της…  Άλλος από ένα μικρό παιδί… που ξέχασε μέσα στις ευθύνες που φορτώνει η ζωή τους ανθρώπους, τα πρέπει, και την αυταπάρνηση, να είναι παιδί…  Ένα παιδί που έγινε μάνα…  κι απόκτησε ένα άλλο παιδί.  Μα όσο κι αν προσπάθησε, δε κατάφερε να την κάνει να τον κοιτάξει στα μάτια… «Αντέχω γιατί έχω μια καρδιά που χτυπά για μένα, από τον παράδεισο»,  έλεγε η γυναίκα, κι έκλεινε δακρυσμένη τα μάτια και χαμογελούσε…  «Αντέχω γιατί αγαπώ έναν άγγελο…» …  Και μέσα στα μικρά του χέρια, αγκάλιαζε τον παράδεισο…  Κι η ψυχή της τότε κοιμόταν γαλήνια… σαν ένα περιστέρι στα χέρια του Θεού!
Μα άλλες στιγμές,  άψυχο λες το κορμί της,  αφηνότανε στην μοναξιά, το κρύο και την απελπισία…  Κι ένα μικρό παιδί άλλο, ερχότανε τότε, και την αγκάλιαζε… Ένα μικρό αόρατο παιδί,  με τόση αγάπη, τόση λαχτάρα, που μέσα από τη βροχή που τύφλωνε τα μάτια της, μέσα από την βοή του παγωμένου αέρα, εκείνο, κατάφερνε να κάνει την καρδιά της να χτυπά…  με μια βουβή υπόσχεση. Υπόσχεση Αγγέλου. Πως θα σμίξουνε πάλι τα βλέμματά τους, κι εκείνη, σαν μικρή μπαλαρίνα, κορμί και ψυχή μαζί, παιδί, θα χορέψει στη χαίτη του ανέμου, κι ο άνεμος, σαν υπάκουο άτι, θα κάνει τον κόσμο μια υπέροχη βόλτα… Πως πέρα από όλα τα δάκρυά της, υπάρχει ένα ουράνιο τόξο γεννημένο για εκείνη. Μια γέφυρα που ενώνει γη κι ουρανό, τον πόνο των ανθρώπων με τον παράδεισο…  Τον παράδεισο που κρύβεται σε κάθε ανθρώπινη καρδιά, σα θυμηθεί..  πως είναι παιδί…  Κι είναι αυτό το μόνο αληθινό μέσα στα τόσα του κόσμου μας ψέματα…  Πως ο παράδεισος κρύβεται στην Αγάπη.  Στο να αγαπάμε τους άλλους, να αγαπάμε και μας…  Κι ολόγυρα ίσως να είναι κόλαση ο κόσμος… μα μέσα στην αγκαλιά της αγάπης, ο παράδεισος...

Δεν υπάρχουν σχόλια: