«άδειασα.. κι ήθελα τόσο πολύ να νομίζω ακόμη..» .. μονολόγησε…
Μία μία οι ψευδαισθήσεις της γκρεμιστήκανε,
Σουλιώτισσες με τα μωρά τους αγκαλιά: «Πίστη,
Ελπίδα, Όνειρο…» Κι έμεινε, εκείνη, βράχος ένδοξος και γυμνός, μετερίζι ουρανού και γης.. χωρίς ωστόσο τίποτα να προσμένει.
Στην άκρη του βράχου ένα παιδικό
παιχνίδι, πεσμένο δίπλα σε νιογέννητη μαργαρίτα.. Κοίταζε με αφέλεια τον ήλιο, κι ο ήλιος της χαμογελούσε, όπως αν
ήτανε οποιαδήποτε μέρα. Πόσο σκληρό αλήθεια, να χαμογελά έτσι ο ήλιος, η γη να
γυρίζει και το φεγγάρι ανάμεσα τους να συνεχίζει να περιφέρεται, πομποδέκτης ελπίδων
και προσευχών. Ωστόσο αυτή δεν ήταν μια συνηθισμένη
μέρα… αν κι ίσως θα έπρεπε… να είναι στη
συνείδησή της μια απόλυτα συνηθισμένη μέρα. Παρόλα αυτά, αν βάλει κανείς στη σειρά πολλές συνηθισμένες μέρες, μπορεί να φτάσει σε μια εντελώς παράξενη μέρα.
Εκείνη την σημαδιακή μέρα, σηκώθηκε όπως κάθε
πρωί.. πήγε στη δουλειά.. χαιρέτισε γνωστούς ανθρώπους στο δρόμο.. γύρισε
σπίτι.. μαγείρεψε για την οικογένεια.. ασχολήθηκε κάπως με τις δουλειές του
σπιτιού και το παιδί.. Έκανε όλα όσα
χρειαζότανε να κάνει.. κανείς δεν κατάλαβε την αλλαγή μέσα της. Πως ,
εκείνη, ήτανε πλέον μια άλλη… Όλη αυτή η
κίνηση την βοήθησε να μη σκέφτεται.. να μη νιώθει… Μα έπειτα ήρθε κάποια στιγμή που γύρω της όλα
χάθηκαν, ο καθένας στο συνηθισμένο πόστο του.. Ο άντρας στη τηλεόραση, το παιδί
στα παραμύθια του… κι έμεινε μόνη. « Σσσς!»
.. πρόσταζε σιγανά την καρδιά.. « Μην κλαις… έτσι είναι ο κόσμος. Άδικος.
Διαφορετικός…. Είμαι διαφορετική… κι ο κόσμος δε μου μοιάζει… Πόσο θα ήθελα να
αγαπήσω… κι αληθινά ν ‘ αγαπηθώ» …
Σε μια άλλη εποχή, θα έδινε λύση μεταμορφώνοντάς
την σε δέντρο, λουλούδι, πουλί, κάποιος θεός…
Κι ίσως ακόμα καλύτερα, νιώθοντας
πόσο διαφορετικός ο χτύπος της καρδιάς της, να την λάτρευε ως αθάνατη κι ας γεννήθηκε θνητή… Μα σ’ αυτό τον κόσμο με τις τόσες κραυγές
ολόγυρα.. ποιος ν’ ακούσει; .. ποιος ν’ ακούσει, και μάλιστα τη σιωπή; «Σώπασε
καρδιά μου!..» πρόσταζε.. Κι η καρδιά της
χτυπούσε, αργά, αθόρυβα… σήμαντρο σκοτεινό, σα νά’ ταν ολάκερο ραγισμένο.. μη σπάσει! Κανείς Θεός
δεν υπήρξε να την λατρέψει ως Θεά, έστω
Γυναίκα… Μήτε Θεός, μήτε θνητός…
Μοναχά σκιές πολύχρωμες… που στο τέλος απομένανε μόνο σκιές… ένα απέραντο γκρίζο πέπλο, που πάνω του θα μπορούσε
να βαδίσει όλη της την περασμένη ζωή. Στεκότανε πίσω από το ανοιχτό παράθυρο,
κοιτώντας πέρα από το τζάμι τον απέραντο κόσμο, που προοπτικά, τελείωνε στον τοίχο και τα παράθυρα του απέναντι κτιρίου.. Αυτό όμως
δε στάθηκε αρκετό για να περιορίσει το βλέμμα της. Κοιτούσε πέρα από τοίχους,
πέρα από παράθυρα… Τόσο μακριά που ήταν σα να κοιτούσε βαθιά μέσα της… κι εκεί,
στο βάθος του ορίζοντα, έβλεπε ένα απέραντο τίποτα, που μέσα του χώραγε και περίσσευε
κιόλας, ο κόσμος της. Πα να πει, ολόκληρος ο κόσμος. Κι αφού ολόκληρος ο κόσμος
χώραγε στο Τίποτα, γεννήθηκε στην
αδιάφορη και ταραγμένη ψυχή της ένα θεμελιώδες ερώτημα: «ποια η διαφορά του εδώ
Τίποτα, με το Τίποτα της Σελήνης;» …. Κι άρχισε να φαντάζεται, το γκρίζο πέπλο της
ζωής της ως κρεμαστή γέφυρα… ανάμεσα σ’ εκείνη και τη Σελήνη…. Δε λαχταρούσε τίποτα
πιο πολύ από το να θάψει τα βήματά της, μέσα σε ένα μακρινό, έρημο κι ήσυχο «Τίποτα»
, από όπου δε θα έβλεπε παρά σα μακρινά αστέρια όλες αυτές τις πολύχρωμες σκιές
που αυγατίζανε το γκρίζο της ζωής της… Κι από αυτή την αδιάφορη απόσταση, ίσως
να μην ήτανε πλέον αναγκαίο να προστάζει τη καρδιά της να χτυπά σιγανά… Γιατί
κι αν ακόμα σπάσει, δε θα το καταλάβει κανείς. Αγνοώντας την κοσμογονική δύναμη
που κρύβει μέσα της η φαντασία… κι η
λαχτάρα…. ξαφνιάστηκε λοιπόν, όσο δεν πάει, όταν, κάποια στιγμή
ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρά της, διαπίστωσε πως, δεν ήταν πια στη γη… Η γη με όλα της τα φώτα αναμμένα, βρισκότανε απέναντί της.. όπως πρωτύτερα η
Σελήνη, στην οποία δίχως άλλο, βρισκότανε….
Δε την άκουγε πλέον κανείς και κανένα δεν άκουγε . Μέσα σε όλη αυτή την
πανέμορφη ερημιά, η καρδιά της ακουγότανε παραφωνία θλιβερή. Μα καθώς δεν είχε
λόγο, να μη χτυπά πια δυνατά.. η παραφωνία κράτησε μόνο λίγο…. Η ραγισμένη
καρδιά χτύπαγε όλο και πιο δυνατά, μέχρι που έσπασε… και σκόρπισαν τα κομμάτια της
ανάμεσα στ’ άστρα… Μερικά από αυτά, γλίστρησαν
προς τη γη, πήραν μάλιστα φωτιά καθώς
μπαίνανε στην ατμόσφαιρά της.. Μια θλιμμένη,
ξεχασμένη να κοιτά στο Τίποτα ψυχή, σαστισμένη από το αναπάντεχο θέαμα, έστρεψε τα
μάτια της πάνω τους… Κι έκανε, άθελά της
μία ευχή.. Μια καινούργια ευχή, δεμένη σε ένα όνειρο… γεννημένο όπως το άστρο που μόλις είδε… από
ένα Τίποτα…
«Πόσο κοντά είναι η ζωή και ο θάνατος» , είπε
ένας δαίμονας σε έναν άγγελο που γνώριζε από τα παλιά.. Ένα βλέμμα αρκεί να
αλλάξει τον κόσμο..» Καθόντουσαν στην
άκρη ενός έρημου βράχου… Ο δαίμονας κρατούσε στα χέρια του ένα παιδικό
παιχνίδι… και κοίταγε στο κενό. Κι ο άγγελος,
κοιτώντας τη μικρή μαργαρίτα, όπως άνοιγε τα διψασμένα για φως πέταλά της σαν μικρός ήλιος, χαμογέλασε. «Το ύψος είναι
το βάθος.. και το βάθος το ύψος» , είπε στο δαίμονα.. «ανάλογα από ποια πλευρά το κοιτάς…»
«Θέλω να μαδήσω την μαργαρίτα που κοιτάς»
, είπε ο δαίμονας.
« μάδησέ την αν θες» αποκρίθηκε ο
άγγελος.. « το μόνο που θα σου πει, είναι αυτό που πάντα ξέρουμε.. Πως τίποτα
δε τελειώνει αληθινά, η ζωή συνεχίζεται, και πίσω από την πιο μεγάλη σιωπή, ή
το πιο λαμπρό φως… Η απουσία ή η
παρουσία.. όλα φανερώνουν πόσο Μεγάλη κι απέραντη η Δύναμη της Αγάπης» ...
Για λίγο ο δαίμονας στάθηκε ασάλευτος.. όπως
αν είχε να βαδίσει κι αυτός το δικό του, απέραντο, γκρίζο πέπλο. Έπειτα,
αδιαφορώντας για το λουλούδι, σηκώθηκε και με μια γρήγορη κίνηση χάθηκε στη σκιά που γεννούσε το φως… κι ο
άγγελος, σβήστηκε κι αυτός με τη σειρά
του, μέσα στο φως…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου