Σαν μέλι κυλάει ο χρόνος αργά, σκαλώνοντας σε μνήμες... Μνήμες τραχιές..
και μνήμες γλυκές. Παράξενο που δε πρόφτασε να τον αγγίξει η ψυχή.
Μπροστά από τα μάτια της περάσανε μέρες και νύχτες, άστρα και
συννεφιές.. Κι ένας ήλιος Λαμπρός, που έκανε τα πέταλα και τους μίσχους
από τα άνθη, το κύμα και τη θάλασσα να ριγήσουν από ηδονή. Σαν διαβάτες,
που περνώντας κλέβανε το βλέμμα καθώς κατάματα κοιτούσανε, και με
μουσική υπόκρουση των βημάτων και της καρδιάς, το παίρνανε μαζί τους..
και φεύγανε. Πόσα παλιά ενδύματα, πεσμένα ολόγυρα.. Πόσα παπούτσια
ταγκό.. Χνάρια ημερών που προχωρήσανε, φύγανε, ξεχνώντας εδώ καρδιά και
κορμί. Φτερουγίζει η ψυχή στις απουσίες γυρεύοντας εκείνο που λείπει. Κι
ύστερα γκρεμίζεται στο κενό. Στο πάτωμα ακίνητη, θυμάται..
ονειρεύεται.. Όνειρα που λησμονήσανε να μιλούν, όνειρα που στέκουνε
ακίνητα σα τα φτερά της ψυχής, όπως κοπάδι προβάτων μέσα στην ομίχλη... Η
ησυχία τραβάει τις παλιές μέρες σαν το μαγνήτη... Δειλά πλησιάζουνε το
θεριό της ψυχής καθώς κείτεται στο πάτωμα... Πίνουν από τα βλέφαρα που
σκεπάζουν τα μάτια... στεγνώνουν τα μάγουλα. Κι αθόρυβα χάνονται πάλι
αφήνοντας όχθη γυμνή, πληγή, το δρόμο που κύλησε το δάκρυ. Τόσο γυμνή,
τόσο πληγή, που το δάκρυ τρέμει μη κυλήσει ξανά..
Η Άνοιξη
Γαλαξίας μακρινός. Ράγισε η καρδιά από το κρύο.. Μαύρο έτρεξε νερό..
Μαύρα δάκρυα που ποτέ δε φτάσανε στα μάτια να γίνουνε μαργαριτάρια... Να
τα φυλάξει ένα ένα στη θάλασσα.. σαν ευχές. Ή στον ουρανό.. ως άστρα..
Μια ξεχασμένη φωτογραφία στο πορτοφόλι , κύλησε από τη ρωγμή της καρδιάς
της ως τα πόδια.. Παράξενο. Γιατί το πορτοφόλι διπλοκλειδωμένο.
Ανεξήγητο μυστήριο η καρδιά.. Που βρίσκει, που κρύβει τα κλειδιά.. Ότι
ώρα θέλει ανοίγει... Ότι ώρα θέλει, κλείνει... Μια ματιά στη φωτογραφία
αρκεί να γίνουν τα πόδια της μάρμαρο. "Έχουνε δίκιο", σκέφθηκε, "πως οι
μνήμες σκοτώνουν. Κι αν δε σκοτώσουνε… φαρμακώνουν" ...
Κι όμως,
κάτι μέσα της, της λέει να συνεχίσει... πως ο χειμώνας είναι η Άνοιξη
που κοιμάται.. Κι ο χρόνος ένας παιχνιδιάρης έφηβος που γέρασε και
ζηλεύει, το μέλι που κυλάει απ’ τις καρδιές των ανθρώπων, όταν γελάνε,
χορεύουν, ερωτεύονται.. Το μέλι, που δεν καταφέρνει μες την αιωνιότητά
του να γευτεί... Το μέλι που γεννά η μέλισσα της ζωής, κάθε που δυο
ανθρώπινες καρδιές σμίγουνε... με τόσο πόνο που γεννά Αγάπη.. Τόση αγάπη
που γεννά Φως, που καταργεί τον πόνο...
Κι ενώ πονά.. συνεχίζει.. Στο όνομα των άστρων που ακόμα δεν υπήρξανε...
Νικόλας Παπανικολόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου