Η ιστορία
αυτή δεν μοιάζει με καμία άλλη ιστορία.. ο λόγος είναι πιο απλός από ότι μπορεί
κανείς να φανταστεί… Επειδή καμιά άλλη,
δεν έμοιαζε στην αγαπημένη του.. Την
ιστορία μου διηγήθηκε ο ίδιος, ένα βράδυ σκοτεινότερο απ’ όλα
τα βράδια της ζωής του μαζί. Και ήταν απόλυτα σαφής ως προς αυτό: «η ιστορία
που θ’ ακούσεις δεν μοιάζει με καμιά άλλη ιστορία, γιατί εκείνη, υπήρξε
μοναδική.. Πιο μοναδική από τον κόσμο ολόκληρο. Πιο σπουδαία από κάθε Θεό, πιο
αληθινή από την ζωή, ακόμα κι από τον Θάνατο»
Στεκόταν
θυμάμαι με την πλάτη κυρτωμένη καθώς άρχιζε να διηγείται, μία άναστρη νύχτα του Φλεβάρη, που το κρύο ήταν
τόσο που έκανε την άχνα του να φτάνει παγωμένος αέρας στο πρόσωπό μου. Το κορμί
του έτοιμο να καταρρεύσει.. ήθελε να τα πει όλα, να μείνω μάρτυρας… Δεν ξέρω γιατί με διάλεξε.. Μπορεί επειδή υπήρξα ο τελευταίος άνθρωπος που
βρέθηκε κοντά του εκείνη την ώρα.. ίσως, επειδή ήταν ανάγκη πλέον να μιλήσει….
Θα έπαιρνα
όρκο πως πίσω του στεκότανε ολόκληρη στρατιά αγγέλων…. Άοπλοι, ματωμένοι,
παραδομένοι στην πυρά των θνητών, ασάλευτοι …
Όσο μιλούσε η μορφή τους γινότανε
φλόγα.. Λίγο πριν πάψει, είχε απομείνει
μόνο καπνός, που σκόρπισε στις
τελευταίες λέξεις. Πριν ξεθολώσουν τα
μάτια μου από τα δάκρυα και τις εικόνες, χάθηκε κι αυτός, αθόρυβα όπως ήρθε,
σκιά μέσα στις σκιές. Ω, αν δε μου άφηνε
το σημάδι του, όνειρο θα έλεγα πως ήτανε όλα, παιχνίδια της νύχτας, φωνή που
γέννησε η σιωπή… Φαντάσματα της
φαντασίας. Όμως εκείνος φρόντισε….
Η ιστορία αρχίζει μ’ ένα αστέρι. Ένα αστέρι δραπέτη απ’ τον Αιώνιο Ουρανό που αφού ταξίδεψε,
άγνωστο πόσο, χωρίς όνομα, έπεσε στη γη…
Λες και το προσκάλεσαν τα μάτια της όπως κοιτούσανε ψηλά.
Γλιστρώντας ανάμεσα από τα σύννεφα και τις σταγόνες της βροχής, βρέθηκε
να κυλά στο μάγουλό της… τον γυμνό της λαιμό.. και κατέληξε στο στήθος της, στο
μέρος της καρδιάς!... Η ιστορία μας
λοιπόν αρχίζει με μια ευχή, ένα κορίτσι, κι ένα πέλαγος…
Κάθε βράδυ
ώσπου ξημέρωνε, στεκότανε το κορίτσι μπροστά στο πέλαγος, κοιτούσε μια τα κύματα
μια τον Ουρανό, νιώθοντας φυλακή τα χωμάτινα πόδια της… «Πες μου Μάνα», παρακαλούσε την Ζωή, «αν είμαι πλασμένη από ίδια
ύλη με τ’ άστρα, κι αν τα κύματα είναι αδέλφια μου, κι αδέλφια μου οι γλάροι κι
ο άνεμος, γιατί, γιατί να μην έχω φτερά να πετώ;… γιατί να πεθαίνουμε; Γιατί να ζω από τα άστρα
χωριστά, και να μην έχω ένα άστρο για καρδιά μου, μη φοβάμαι τα σκοτάδια;.. Τρέμω
τις αρρώστιες και τον θάνατο… Γιατί απ΄
ότι αγάπησα κι αγαπώ να πρέπει κάποτε να
χωριστώ; Ποιο το νόημα της αγάπης αν δεν βαστά για πάντα;» Άλλες φορές γαλήνευε η θάλασσα στα λόγια της,
κι άλλες φουρτούνιαζε.. Κι ήταν φουρτουνιασμένη η νύχτα, όπου το άστρο άκουσε την ευχή … και φώλιασε
στη καρδιά της…
Το κορίτσι
κατάλαβε πως κάτι παράξενο της συνέβη…. Πλέον, δεν έβλεπε μόνο τα κύματα, μα και τις γοργόνες.. Γέμισε ο κόσμος
θαύματα, νεράιδες, ξωτικά, εκεί που έβλεπε ένα χρώμα στα λουλούδια, τώρα έβλεπε
πολλά περισσότερα… Καινούργιος κόσμος
φανερώθηκε στα μάτια της κι ανακάλυψε
πως τα παραμύθια, είναι η αλήθεια πίσω από κάθε αλήθεια. Μα καθώς
συνειδητοποιούσε το πολύτιμο δώρο της όρασης, κι ενώ στην αρχή χάθηκε
μαγεμένη στον καινούργιο αυτό κόσμο, σύντομα άρχισε ακόμα πιο πολύ να
βασανίζεται, αφού, μόνο εκείνη έβλεπε όλα αυτά τα θαύματα, κι έτσι να τα μοιραστεί δεν μπορούσε…
«Τι έχεις
κόρη μου», της είπε μια νύχτα η Σελήνη ακούγοντας το παράπονο τ’ αστεριού που είχε για
καρδιά..
«Νιώθω
μόνη»…..
«Τόσες
νεράιδες και ξωτικά ολόγυρά σου κι ένα άστρο να καίει στην καρδιά σου… και νιώθεις μόνη;»
«Όμως δεν
έχω κανένα να μοιραστώ όλη αυτή την ομορφιά.. κανέναν που να μου μοιάζει»
«Η μαγεία
δεν είναι σ’ όσα βλέπεις.. μα στο τρόπο που κοιτάς… η ομορφιά είναι σ’ αυτό που είσαι.. Ας μη βλέπουνε τις νεράιδες… αν χορεύεις σαν αυτές στα μάτια τους θα
γίνεις νεράιδα, και η μαγεία μέσα απ’
όσα νιώθουν κοντά σου, θα τους αποκαλυφθεί»
«Όμως,
Σελήνη μου, τι θα γίνει, όταν… αν τους χάσω;…»… είπε το κορίτσι, κι οι ουρανοί
στα μάτια της συννέφιασαν. Κι έγινε η θάλασσα μαβιά κι αγριεύτηκε.. Κι ήταν η δεύτερη ευχή της, να γνωρίσει
κάποιον αθάνατο….
Εκείνος, δεν γνώριζε άλλο από το να είναι φύλακας άγγελός της… Πάντα την πρόσεχε, πάντοτε την αγαπούσε… αόρατος, κρυφά από τα μάτια της… Μα η ευχή της τον άγγιξε βέλος φαρμακερό. Σε μια στιγμή, απερίσκεπτα, όπως απερίσκεπτα πετά ο έρωτας, βρέθηκε κοντά της, να της βαστά το χέρι.. Χίλιες είχε τότε ζωές, κι η κάθε ζωή του μια αθανασία…. Κι όλες τις έριξε σαν πέπλο μπρος τα πόδια της, να φτιάξει οδό να βαδίσει εκείνη… να χορέψει… και κάθε ατυχία που είναι γραμμένη σε θνητούς, να την αλλάξει…. Για χίλιες αθάνατες ζωές... και δεν μετάνιωσε ούτε για μία…. Της φανερώθηκε κάποιες φορές, για λίγο.. κι ύστερα ξανάγινε αόρατος…. Φύλακας, άνθρωπός της... Γιατί ως αθάνατος άγγελος, δεν γνώριζε ακόμη τι πα να πει «αθανασία» στους ανθρώπους….
Ο έρωτας για
τους ανθρώπους είναι χορός… κι αληθινή μαγεία η αγάπη!.. Όταν χορός κι αγάπη ανταμώσουν τότε συντελείται το πιο μυστηριώδες κι
υπέροχο θαύμα, που μέσα του κρύβεται η αληθινή αθανασία… Εκείνη που κάνει
γη, θάλασσα κι ουρανό, άστρα κι
ανθρώπους, αληθινά Ένα! .. Κι είναι αυτή η δυνατότερη κι από τις τρεις ευχές..
Μια ευχή, που γεννιέται την ίδια ακριβώς
στιγμή που ανταμώνουν τα μάτια κι η ψυχή…και πριν, δε γνώριζες πως μόνο
αυτό, ήθελες αληθινά να ευχηθείς. Κι είναι τούτη η αγάπη, που οι στιγμές της είναι πιο απέραντες κι από
το αιώνιο… η μόνη… που χαρίζει Αθανασία στους ανθρώπους….
«ξανάγινα
αθάνατος μέσα στα μάτια της… άστρο….».. μου είπε… «Κι όπως θα τη φωτίζω από ψηλά, αόρατος,
ευτυχισμένος… Τίποτα δεν ζητώ τώρα
περισσότερο από το να της δοθεί Αθανασία…
Μα ξέρω καλά πως έχει στην καρδιά της φυλαγμένη μια Τρίτη ευχή…. Πιο
δυνατή από όλες τις άλλες… Πιο δυνατή από μένα κι όλη μου την Αγάπη, πιο δυνατή
κι από την ίδια… Την ζωή ή τον Θάνατο…. Κι έτσι όπως είναι Ξωτικιά στον τρόπο
και το βλέμμα, δεν την φοβάμαι…»
Θα έλεγε
κανείς πως αυτή η ιστορία είναι μισό παραμύθι…. Ίσως γιατί η ίδια η ζωή είναι ένα παραμύθι..
και συνεχίζεται… Όσο μιλούσε, κινούσε τα
δάχτυλά του , σαν να διεύθυνε πλανήτες…
Σχεδόν νόμιζες θα ακούσεις να ξεπηδάει μουσική από τις κινήσεις… κι αρώματα σκορπούσαν στον αέρα…. Και εικόνες…. Σε μια από αυτές είδα ένα μικρό
ασημένιο αστέρι, να πέφτει από τον ουρανό… άπλωσε την παλάμη του, κι αυτό,
έπεσε πάνω της, σαν ένα μικρό
δάκρυ… Άνοιξε το χέρι μου, το έβαλε
μέσα, κι ύστερα, έσπρωξε απαλά τα δάχτυλά μου και το έκλεισε.. « μόνο η ευχή
που γεννάνε τα μάτια έχει νόημα» ήταν τα τελευταία του λόγια… « Χωρίς εκείνη, ασήμαντα τ’
άστρα…»…..
1 σχόλιο:
Μισο;; Γεματο αληθειες ολοκληρες!
Υπεροχο Νικολα!
Δημοσίευση σχολίου