Σηκώθηκε εκείνο το απόγευμα, μ’ ένα ελαφρύ
πόνο στο στήθος. Δεν ανησύχησε. Είχε κοιμηθεί καλά, ο αέρας μύριζε βροχή
– μοσχοβολούσανε τ’ αρώματα της φύσης – μα ο ουρανός δεν ήτανε
σκοτεινός. Μια φωτεινή συννεφιά διέχεε απαλά το φως κι αυτό,
έκανε τον πόνο στο στήθος του να μη τον απασχολεί τόσο. Κι αν ακόμα
ήτανε να πεθάνει – ήτανε μια υπέροχη ώρα για να συμβεί αυτό. Όχι, δε θα
δηλητηρίαζε όλο αυτό το φως, το άρωμα, τους ήχους από τα κοτσύφια που
συναγωνιζότανε το ένα τ’ άλλο στο κελάηδημα. Έφτιαξε ένα καφέ και κάθισε
στη βεράντα του…
Κι όπως συμβαίνει πάντοτε, τις πιο όμορφες
στιγμές μας, η σκέψη του πλημύρισε μ’ εκείνην. Πόσο θα’ θελε να μπορούσε
να μοιραστεί όλη αυτή την ομορφιά με κείνην. Και τότε γέννησε η χαρά
του μια θλίψη, που ζωγράφισε στα χείλη γλυκόπικρο χαμόγελο.. Γιατί, κατά
ένα τρόπο εκείνη ήταν εκεί, μαζί του.. Κι ωστόσο, εκείνη, δε μπορούσε
να το γνωρίζει αυτό.. κι ούτε να πάρει τα δώρα που της ανήκανε… Πόσος
πλούτος θαμμένος στα σύννεφα….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου