Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

6/5/13

Αγάπη



«Υπάρχει ένας δαίμονας στην άκρη του κρεβατιού.. Μερικές νύχτες, όταν νυστάζω πολύ, νιώθω να ξυπνά. Όταν δεν μπορώ να έχω τον έλεγχο. Να ξυπνά μες τον πιο βαθύ μου ύπνο. Φοβάμαι να κοιμηθώ όταν τα βλέφαρά μου βαραίνουν σαν σίδερο. Φοβάμαι κι απόψε να κοιμηθώ… σε παρακαλώ… μείνε μαζί μου απόψε. Αν μείνεις δεν θα έρθει ο δαίμονας. Θα παρασιτήσει κάποια ασάλευτη σκιά – έρχεται μονάχα σαν είμαι απόλυτα μόνη μου….»

Τα μάτια της κατακόκκινα και σε διαστολή. Η γυναίκα που στεκόταν εμπρός του ήτανε αληθινά πολύ φοβισμένη. Οι κινήσεις του κεφαλιού, των χεριών, οι ανάσες της, όλα δείχνανε πόσο ανάγκη είχε έναν καλό ύπνο. Υποτονικές, αργές, ασυντόνιστες. Ήταν μια αδύνατη γυναίκα, όχι περισσότερο από τα σαράντα, εξαιρετικά όμορφη! Τα εβένινα μαλλιά της και τα πράσινα αμυγδαλωτά της μάτια, σε συνάρτηση με τη βελούδινη απόχρωση της νυσταγμένης της φωνής, της πρόσδιδαν ένα γοητευτικό μυστήριο, έτσι καθώς το χαμηλό φως σταμάταγε όπως μιλούσε, σα να μην υπήρχε κάτι πέρα από τα κατακόκκινα κερασένια χείλη της.

Ω, ναι, το ήθελε πολύ να παραμείνει εκεί μαζί της, να τη βαστά στην αγκαλιά του. Ούτε φιλιά, ούτε χάδι, τίποτε περισσότερο. Να έγερνε πάνω του, κι η ανάσα της να σβηνότανε στο δέρμα του και τον αέρα π΄ ανάσαινε. Τι άγιασμα! Τι ευτυχία! Αυτό, μόνο αυτό!

_ «Θα μείνω, απόψε θα μείνω κοντά σου… Όμως μη με γυρέψεις το πρωί. Θα φύγω πριν το ξημέρωμα».

Ήξερε πως , αν ξημέρωνε, αν το φως χάραζε μέσα από τη μορφή της, δε θα άντεχε να μη της μαρτυρήσει πόσο την αγαπά – εντάξει, το γνώριζε – αλλά δεν γνώριζε κατά ποιον τρόπο. Ήτανε ακόμα, πάντοτε, ερωτευμένος μαζί της. Κι αν, ίσως, αν σε μια στιγμή αδυναμίας - μια στιγμή που φοβότανε - της ομολογούσε το μυστικό του, θα ξεκλείδωνε τους δικούς του δαίμονες… Μετά από μια τέτοια παραδοχή, φοβότανε πως δεν θα είχε τα ίδια αποθέματα δύναμης, ως φίλος, να την
 στηρίζει στις επιλογές της. Όχι πως δε θα το έκανε. Οπωσδήποτε θα το έκανε. Αλλά δε θα του έμενε καθόλου δύναμη για τον ίδιο, για την ψυχή του.  Και τότε εκείνη θα τα καταλάβαινε όλα, ίσως πληγωνότανε, ίσως απογοητευότανε... μπορεί και να απομακρυνότανε. Δεν ήθελε για τίποτα στο κόσμο να την πληγώσει.

«Θα φύγω πριν το πρωί», επανέλαβε. Κι ας ήθελε τόσο να ξημερωθεί κρατώντας την αγκαλιά. Άλλο στη ζωή του δεν είχε ανάγκη περισσότερο απ' αυτό. Πλην, το να είναι Εκείνη καλά. Γι αυτό, έπρεπε να φύγει.

Απ' τό δαίμονα δε πέρασε απαρατήρητη η διαμάχη μέσα του. Έτσι, όταν η γυναίκα έκλεισε βαριά τα βλέφαρά, τούτη τη φορά, παρουσιάστηκε σ' αυτόν.

_ «Θα είσαι ανόητος αν φύγεις πριν την αυγή», του ψιθύρισε στο αυτί. «Δε θα έχεις ποτέ μια ολοκληρωμένη ζωή προτού αυτό συμβεί»

Πόσο γλυκά βάραινε το κεφάλι της στο μπράτσο του, πόσο γλυκιά μουσική, τι όμορφη ευωδιά, η ευωδιά της πνοής, των μαλλιών της, του κορμιού της….

«Ξέρεις δαίμονα», του αποκρίθηκε στο τέλος, « όλα όσα λες είναι αλήθεια. Μα θα είχανε σημασία, μόνο αν έβαζα τον εαυτό μου πιο πάνω από εκείνη. Αλλά αυτό δε μπορεί να συμβεί, επειδή την αγαπώ.»

Κόντευε πια να ξημερώσει. Απαλά, με στοργή, αποχωρίστηκε τον επίγειο παράδεισό του… κι ολομέθυστος, γεμάτος ευτυχία, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, έφυγε. Πριν το πρώτο φως της αυγής… Αφήνοντάς της τρυφερό φιλί στο μάγουλο να την φυλά!

Δεν υπάρχουν σχόλια: